Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

Ο Ιούδας. Ο Ισκαριώτης, ο μαθητής και προδότης, ο δούλος και δόλιος. Μια προσέγγιση της μορφής και της πράξης του.

Κεντρικό πρόσωπο με αρνητικό πρόσημο ασφαλώς, στην υμνολογία  της Μεγάλης Πέμπτης ο Ιούδας ο οποίος προδίδει  τον διδάσκαλο.

Ο Ιούδας αναμφίβολα αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα και σκοτεινά πρόσωπα της Καινής Διαθήκης. Το πρόσωπο που ενώ έχει επιλεγεί από τον ίδιο  τον Ιησού ως μαθητής Του καταλήγει  να προδίδει το διδάσκαλο του. Ο Ιούδας για αυτόν τον λόγο μπαίνει στο κάδρο των προσώπων που έπαιξαν έναν άκρως δραματικό ρόλο κατά τη διάρκεια  των τελευταίων ημερών της επίγειας ζωής του Κυρίου και ιδιαίτερα τις ημέρες που οδηγούν στο Γολγοθά και το Θείο Πάθος.

Η εκκλησιαστική γραμματεία, η λογοτεχνία, η ποίηση, η ζωγραφική, το θέατρο, ο κινηματογράφος  έχουν ασχοληθεί αρκετά με το πρόσωπο και την επιλογή της προδοσίας  του Ιησού από τον ίδιο. Ιδιαίτερα η υμνολογία  της Μεγάλης Εβδομάδος αναφέρεται αρκετά  στον προδότη με τις φράσεις: « Ιούδας ο προδότης και δόλιος» ή   «Ο Ιούδας ο δούλος και δόλιος» .

 Το πρόσωπο του Ιούδα  τροφοδοτεί την ελληνική λαογραφία σε όλες  τις περιοχές  της Ελλάδας, όπου καταγράφονται έθιμα την Μεγάλη Εβδομάδα που έχουν στο επίκεντρό τους  τον προδότη μαθητή. Οι αναφορές στο πρόσωπο και τη συμπεριφορά του απέναντι στον διδάσκαλο και τους μαθητές, δεν έχουν να κάνουν μόνο με τον τρόπο που επέλεξε να βάλει τέλος στη ζωή του, αλλά και με τα αντικείμενα με τα οποία ήρθε σε επαφή. Πυκνές αναφορές γίνονται  για το δέντρο της συκιάς από το οποίο κρεμάστηκε, για διάφορα χόρτα και θάμνους που αποπνέουν δυσοσμία λόγω της επαφής τους με τον προδότη, για το νερό και τη βρύση που στάθηκε να πιεί νερό.

Ο ελληνικός λαός διαμόρφωσε στο πέρασμα των αιώνων μια μυθοπλαστική φαντασία  για το πρόσωπο του και δεν απουσιάζουν ακόμα και οι συσχετισμοί με το τραγικό πρόσωπο του Οιδίποδα.

 Ο  Ιούδας στη συνείδηση  του λαού είναι απόλυτα ταυτισμένος με την έννοια  της προδοσίας  και κάθε έθιμο που τελείται στην ελληνική ύπαιθρο – όπως το κάψιμο ομοιώματος του – έχει σκοπό να καταδικάσει την πράξη του και να παρουσιάσει το πρόσωπο του ως παράδειγμα προς αποφυγήν.

 

Ο  Ιούδας κλήθηκε από τον Κύριο Ιησού Χριστό να γίνει μαθητής  του, σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο  οποίος τον αναφέρει  ως μελλοντικό προδότη του Ιησού.

Ο Ιούδας  στην μικρή κοινότητα των μαθητών του Χριστού αναλαμβάνει τα καθήκοντα του οικονομικού διαχειριστή της ομάδας των δώδεκα. Δεν υπάρχουν συχνές αναφορές μέσα στα Ευαγγελικά κείμενα για τη συμμετοχή του Ιούδα σε συζητήσεις ή στις διδασκαλίες που είχε  ο Ιησούς, ούτε στα μεγάλα γεγονότα της δράσης  του Κυρίου.

Το όνομα «Ιούδας» ήταν ένα από τα πολύ συνηθισμένα στην Παλαιστίνη και σημαίνει αυτός «που αινεί τον Θεό». Η ονομασία  Ισκαριώτης  δεν αναφέρεται στην καταγωγή του Ιούδα, άλλωστε δεν υπήρχε πουθενά στην Παλαιστίνη τοποθεσία ή οικισμός με αυτό το όνομα, αλλά είναι παραφθορά του «Σικαριώτης» ή «Σικάριος». Οι Σικάριοι ήταν ένοπλη ομάδα Ζηλωτών που έφεραν πάνω τους ένα ειδικό μαχαίρι που ονομαζόταν sicus.

Ο Ιούδας διατηρούσε στενές σχέσεις  με  την ομάδα των Ζηλωτών που μάχονταν για την αυτονομία και ανεξαρτησία  της Παλαιστίνης από τους Ρωμαίους.

Οι Ευαγγελιστές όμως τον αναφέρουν τελευταίο στον κατάλογο των μαθητών και μάλιστα με τον ατιμωτικό χαρακτηρισμό του «προδότη». Ο Ιούδας με τη συμπεριφορά  του δεν προκαλεί, δεν ξεχωρίζει, δεν συγκεντρώνει την προσοχή των ευαγγελιστών. Αντίθετα  συνεργάζεται με τους αδελφούς μαθητές του, υπακούει τον Κύριο, ακολουθεί και εργάζεται επιδεικνύοντας πρακτικές ικανότητες και καλές ιδιότητες που τον καθιστούν άξιο να συγκαταλέγεται ως μαθητής και μέλος της στενής ομάδας του Ιησού και με  την ευθύνη του οικονόμου αυτής.

 


Αντίθετα και ενώ ο Ιούδας παραμένει σε δεύτερο πλάνο κατά τη διάρκεια της μαθητείας του κοντά στο Χριστό, τα Ευαγγέλια τον εμφανίζουν πιο έντονα όταν πλέον πλησιάζουν οι τελευταίες ημέρες πριν από τη σύλληψη και το Πάθος του Κυρίου.

Ο Ιούδας φανερά απογοητευμένος από τη συμπεριφορά και τα λεγόμενα του Ιησού, που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του, πλησιάζει τους γραμματείς και τους  Φαρισαίους και προτείνει να προδώσει  τον διδάσκαλ

Ο Ιούδας αποκαλύπτει τις πραγματικές σκέψεις  του για τον Ιησού μετά  την ομιλία  του διδασκάλου του στην Καπερναούμ. Ο Ιησούς μετά από μια σκληρή και

ασυνήθιστη, μέχρι εκείνη τη στιγμή ομιλία Του, προκαλεί τους μαθητές θέτοντας τους το δίλημμα να μείνουν ή να φύγουν. Ο Πέτρος  ομολογεί ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός και τότε ο Ιησούς για πρώτη φορά ομολογεί δημοσίως την ύπαρξη ενός «διαβόλου» ανάμεσα στους μαθητές ο  οποίος θα τον προδώσει.

Η κρίση στις σχέσεις του Ιούδα με τον υπόλοιπο όμιλο των μαθητών μπορεί να ξεκίνησε στην Καπερναούμ, άρχισε όμως να ενισχύεται  τις επόμενες ημέρες καθώς ο Ιούδας φέρεται φανερά ενοχλημένος από τη συμπεριφορά  του κορυφαίου μαθητή Πέτρου και των συνεχών ομολογιών του τελευταίου για την πίστη του ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. 

Η αντίδραση αυτή και αποστασιοποίηση  του Ιούδα από τη συνήθη πρακτική των υπολοίπων εκφράζεται και κορυφώνεται στο δείπνο της Βηθανίας, που οι αδελφές του Λάζαρου παραθέτουν στον Ιησού μετά την ανάσταση του αδελφού τους. Ο Ιούδας αντιδρά στο θέαμα της σπατάλης του μύρου με το οποίο η Μαρία  αλείφει τα πόδια του Ιησού, προτείνοντας  ότι τα χρήματα που δόθηκαν για την αγορά του θα μπορούσαν να διατεθούν στους πτωχούς. Στο σημείο αυτό της διήγησης ο Ιούδας αποκαλείται για πρώτη φορά «κλέπτης» ενώ αποκαλύπτεται από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη ότι ο Ιούδας  ως διαχειριστής του ταμείου έκλεβε τα χρήματα που έβαζαν μέσα σε αυτό.

Το πάθος της φιλαργυρίας έχει κατακυριεύσει  το μαθητή και τον κατέστησε ακόμα και κλέφτη.  Τα χρήματα ωστόσο δεν μπορεί να αποτελέσουν το πρωταρχικό κίνητρο της πράξης του Ιούδα. Τα ευαγγελικά κείμενα, η πατερική γραμματεία και η υμνολογία συγκρατούν και υπογραμμίζουν αυτό το στοιχείο, αλλά τονίζουν ότι είναι το καταληκτικό στάδιο μιας μακράς και εσωτερικής πορείας αμφισβήτησης και απόρριψης από τον Ιούδα του μεσσιανικού πρότυπου  που ενσάρκωνε ο Ιησούς. 

Την αρνητική πλέον συμπεριφορά  του προς τον διδάσκαλο και την ομάδα των μαθητών έρχεται να ενισχύσει η πρόρρηση του Ιησού ότι το τέλος του πλησιάζει.  Η απογοήτευση του είναι μεγάλη. Αισθάνεται προδομένος και καταφεύγει στους αρχιερείς όπου διαπραγματεύεται την προδοσία του διδασκάλου του.

 Ο Ιησούς ασφαλώς και γνώριζε τις προσθέσεις του και είναι πολύ εντυπωσιακές οι αναφορές που κάνει για το πρόσωπο του Ιούδα αποκαλώντας τον με τους προσδιορισμούς «διάβολος»  και «υιός της απωλείας» 

 Η συμμετοχή του τις επόμενες στιγμές στο αποχαιρετιστήριο Μυστικό Δείπνο μοιάζει περισσότερο να είναι  τυπική, χωρίς να θέλει να προδοθεί ο ίδιος για την αποστασιοποίησή του από την ομάδα και τη σχεδιασμένη ήδη παράδοση του διδασκάλου του.

Ο Ιησούς ως μέγας καρδιογνώστης γνωρίζει τις προθέσεις  του απογοητευμένου μαθητή του και προλέγει την προδοσία Του  συμπληρώνοντας πως «ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ·…… καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος»

Στο σημείο αυτό ο Ευαγγελιστής Ματθαίος καταγράφει  το διάλογο του Ιούδα με τον Ιησού: « ἀποκριθεὶς δὲ ᾿Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε· μήτι ἐγώ εἰμι, ραββί; λέγει αὐτῷ, σὺ εἶπας"

Ο Ιούδας αποχωρεί από το Δείπνο. Φεύγει προκειμένου να επιτελέσει την προδοσία  και να ενημερώσει  για τον τόπο και τον τρόπο της σύλληψης

Στις επόμενες στιγμές του Θείου Δράματος, έτσι όπως καταγράφονται από τους Ευαγγελιστές,  οι αναφορές στην πράξη του Ιούδα και στο πρόσωπο του πυκνώνουν με κορυφαία τη στιγμή στον κήπο της Γεσθημανή όπου παραδίδει πλέον τον Ιησού.  Ο  Ιούδας  δεν προδίδει στους εκτελεστές μόνο τον τόπο που θα ήταν ο Ιησούς αλλά και τον τρόπο της προδοσίας  του. Τον τρόπο με τον οποίο μέσα στο σκοτάδι της νύχτας θα πλησιάσουν και θα συλλάβουν οι στρατιώτες τον Ιησού.

 Ο Ιούδας προδίδει τον διδάσκαλό του με ένα φιλί αποκαλώντας τον για άλλη μια φορά «ραββί»

Η ταραγμένη ψυχή του Ιούδα δεν μπορεί να ηρεμήσει. Καταφεύγει στους  συνεργάτες του αρχιερείς και πρεσβυτέρους και ομολογεί ότι αμάρτησε παραδίδοντας έναν αθώο για να εισπράξει την πλήρη αδιαφορία και σκληρότητα των διωκτών του Ιησού.

Η μετάνοια του, έτσι όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος δεν τον οδηγεί στο Γολγοθά και στα πόδια του σταυρωμένου διδασκάλου, αλλά η αποξένωση και η μοναξιά ενισχύουν την απόγνωση που τον οδηγεί στην απόφαση του  απαγχονισμού. Ο Ιούδας επιλέγει να εκφράσει τη μετάνοια  του προς τους ψυχρούς και αδιάφορους Αρχιερείς και όχι προς το πρόσωπο που πρόδωσε, τον Ιησού.

 Τα  τριάκοντα αργύρια δεν γίνονται δεκτά από τους αρχιερείς οι οποίοι με αυτά  προτιμούν να αγοράσουν ένα χωράφι για να θάβονται εκεί  οι ξένοι. Στο σημείο αυτό εκπληρώνεται και η σχετική προφητεία του Ιερεμία  για τα αργύρια της προδοσίας και την αγορά του χωραφιού

  Η συμπεριφορά  του Ιούδα είναι δύσκολο να ερμηνευτεί. Πολλοί παράγοντες οδηγούν στην απόγνωση και στην αυτοκτονία, όπως  η φιλαργυρία, η πληγωμένη περηφάνια, οι προσδοκίες που διαψεύστηκαν. Οι ανυπόφορες συνέπειες του φρικτού αμαρτήματος δεν αποκλείουν την αγάπη που έτρεφε ο Ιούδας προς τον δάσκαλο του. Αγάπη όχι όμως  «εν τη θεία χάριτι»[ αλλά αγάπη που δεν οδηγεί στην ειλικρινή μεταμέλεια και συγνώμη.