Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Ακόμα και οι πάπες παραιτούνται...

 Αίσθηση προκάλεσε η ανακοίνωση από το κράτος  του Βατικανό της παραίτησης  του υπέργηρου Πάπα Βενέδικτου. Ο ίδιος στο κείμενο του επικαλείται λόγους υγείας. Έστω κι αν είναι έτσι η πράξη του αυτή είναι γενναία και δείχνει το δρόμο της υπευθυνότητας της συναίσθησης και της ευθύνης που πρέπει να διακρίνει ακόμα και τους εκκλησιαστικούς ηγέτες.
   Παραθέτουμε το κείμενο και στα Αγγλικά.

«Αγαπητοί Αδελφοί,
Αφού εξέτασα κατ 'επανάληψη τη συνείδησή μου ενώπιον του Θεού, έχω πλέον τη βεβαιότητα ότι οι δυνάμεις μου λόγω προχωρημένης ηλικίας δεν είναι πλέον σε θέση για την κατάλληλη άσκηση των καθηκόντων μου. Γνωρίζω πολύ καλά ότι τα καθήκοντα αυτά, λόγω της ουσιώδους πνευματικής φύσης τους, θα πρέπει να πραγματοποιούνται όχι μόνο με λόγια και πράξεις, αλλά και με προσευχή και σωματική καταπόνηση
Ωστόσο, στο σημερινό κόσμο, που υπόκειται σε τόσες πολλές γρήγορες αλλαγές και τις ερωτήσεις για τη ζωή της πίστης, η δύναμη του μυαλού και του σώματος είναι απαραίτητα πλεονεκτήματα, τα οποία κατά τους τελευταίους μήνες, έχουν επιδεινωθεί σε μένα στο βαθμό που αναγνωρίζω την ανικανότητά μου τελέσω επαρκώς τα καθήκοντά μου.»

Εκπρόσωπος του Βατικανού υπογράμμισε πως η παραίτηση του Βενέδικτου δεν σχετίζεται με προβλήματα που είχαν αναδυθεί κατά την θητεία του.
Ο 85χρονος ποντίφικας ανέλαβε τα ηνία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τον Απρίλιο του 2005, έπειτα από το θάνατο του Ιωάννη Παύλου του 2ου. Υπενθυμίζεται πως το η παπική θέση αποτελεί κανονικά ισόβιο αξίωμα.
Το κονκλάβιο των Καρδιναλίων που θα επιφορτιστεί με την εκλογή του νέου πάπα αναμένεται να συνεδριάσει στα μέσα Μαρτίου.
Πρώτος διάδοχος του αποστόλου Πέτρου που παραιτήθηκε από την ηγεσία της Εκκλησίας ήταν ο Άγιος Ποντιανός, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του κατά τις διώξεις των Χριστιανών από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, υποχρεώθηκε σε παραίτηση και αργότερα μαρτύρησε.
Έπειτα από το Σχίσμα του 1054, ακολούθησαν ο άγιος Σελεστίνος, ο οποίος παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1294 (στο έργο Θεία Κωμωδία, ο Δάντης τον τοποθέτησε στην Κόλαση για την απόφασή του αυτή), και ο πάπας Γρηγόριος ο 12ος.

 Dear Brothers,
I have convoked you to this Consistory, not only for the three canonizations, but also to communicate to you a decision of great importance for the life of the Church. After having repeatedly examined my conscience before God, I have come to the certainty that my strengths, due to an advanced age, are no longer suited to an adequate exercise of the Petrine ministry. I am well aware that this ministry, due to its essential spiritual nature, must be carried out not only with words and deeds, but no less with prayer and suffering. However, in today’s world, subject to so many rapid changes and shaken by questions of deep relevance for the life of faith, in order to govern the bark of Saint Peter and proclaim the Gospel, both strength of mind and body are necessary, strength which in the last few months, has deteriorated in me to the extent that I have had to recognize my incapacity to adequately fulfill the ministry entrusted to me. For this reason, and well aware of the seriousness of this act, with full freedom I declare that I renounce the ministry of Bishop of Rome, Successor of Saint Peter, entrusted to me by the Cardinals on 19 April 2005, in such a way, that as from 28 February 2013, at 20:00 hours, the See of Rome, the See of Saint Peter, will be vacant and a Conclave to elect the new Supreme Pontiff will have to be convoked by those whose competence it is.
Dear Brothers, I thank you most sincerely for all the love and work with which you have supported me in my ministry and I ask pardon for all my defects. And now, let us entrust the Holy Church to the care of Our Supreme Pastor, Our Lord Jesus Christ, and implore his holy Mother Mary, so that she may assist the Cardinal Fathers with her maternal solicitude, in electing a new Supreme Pontiff. With regard to myself, I wish to also devotedly serve the Holy Church of God in the future through a life dedicated to prayer.
From the Vatican, 10 February 2013

BENEDICTUS PP XVI