Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

"The Drury singers " στην Αίγινα

Πρόσκληση
Σας προσκαλούμε στην μοναδική εμφάνιση των «Drury Singers» στην Αίγινα το Σάββατο 1η Ιουνίου 2013 και ώρα 9:00 το βράδυ στην αυλή του Λαογραφικού Μουσείου.
 Λίγα λόγια για την παράσταση
Η συγκεκριμένη παράσταση πραγματοποιείται στα πλαίσια της καλοκαιρινής περιοδείας του χορωδιακού γκρουπ στην Ελλάδα και την Τουρκία.
«The Drury Singers» είναι ένα επιλεγμένο χορωδιακό γκρουπ του Πανεπιστημίου Drury από το Μιζούρι των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που απαρτίζεται από 30-50 σπουδαστές του Πανεπιστημίου και έχει δώσει παραστάσεις σε διάφορες χώρες του κόσμου κατά τις καλοκαιρινές του περιοδείες.
Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται η παράσταση που έδωσαν στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης, στο Sint Nicolaaskerk στο Άμστερνταμ, στον καθεδρικό ναό Cathédrale Notre Dame and Eglise de St- Sulpice στο Παρίσι, στο Μόναχο Dachau Memorial and Betzigau, στο Σάλτζουμπργκ, στη Βιέννη, στη Σκωτία St. GilesCathedral in Edinburgh, στο Λονδίνο St. Pauls Cathedral, στο Βατικανό St. Peters Basilica, στη Βενετία St. Marks Basilica και σε πολλές ακόμη πόλεις ανά τον κόσμο.
 
 
 

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Ο γέροντας Πορφύριος και ο ταξιτζής

    Μιά μέρα, ο Γέροντας Πορφύριος πήρε τρία πνευματικά του παιδιά, για να τελέσει έναν Εσπερινό σε κάποιο μοναστήρι. Αρχικά, είπανε να πάνε με τα πόδια• αφού, όμως, περπάτησαν κάποια απόσταση και επειδή ο Γέροντας ήταν κουρασμένος, απoφάσισαν να πάρουν ΤΑΞΙ. Αμέσως φάνηκε ένα ΤΑΞΙ και τα πνευματικά του παιδιά είπαν να του κάνουν νεύμα να σταματήσει.
- Θα σταματήσει μόνος του ο οδηγός• αλλά όταν μπούμε μέσα, μη μιλήσει κανένας στον οδηγό. Μόνον εγώ θα του μιλάω, είπε ο Γέροντας Πορφύριος.
...Πράγματι, σταμάτησε χωρίς να του κάνουν νεύμα. Μόλις ξεκίνησε, άρχισε ο οδηγός του ΤΑΞΙ να καταφέρεται εναντίον των κληρικών και να τους κατηγορεί για 1002 πράγματα.
- Έτσι δεν είναι βρε παιδιά; Τι λέτε κι’ εσείς; έλεγε ο οδηγός του ΤΑΞΙ στα παιδιά, αλλά εκείνα, όμως, «τσιμουδιά», κατά την εντολή του Γέροντος Πορφυρίου.
Αφού, λοιπόν, είδε και αποείδε ότι δεν του απαντούσαν τα παιδιά, στράφηκε στο Γέροντα:
-Έτσι δεν είναι παππούλη; Τι λες κι’ εσύ; Δεν είναι αλήθεια αυτά τα πράγματα που τα γράφουν κι οι εφημερίδες;
Τού λέει, τότε, ο Γέροντας Πορφύριος:
-Παιδί μου, θα σού πω μια μικρή ιστορία. Θα σού την πω μία φορά• δεν θα χρειαστεί δεύτερη.
- Ήταν ένας άνθρωπος από το τάδε μέρος (το ανέφερε), που είχε έναν ηλικιωμένο γείτονα, ο οποίος είχε ένα μεγάλο κτήμα. Μιά νύχτα, τον σκότωσε και τον έθαψε. Στη συνέχεια, με διάφορα πλαστά χαρτιά, πήρε το χτήμα του γείτονά του  και το πούλησε. Καί ξέρεις τι αγόρασε με τα χρήματα τα οποία πήρε πουλώντας αυτό το χτήμα; Αγόρασε ένα… ΤΑΞΙ!!! Ο οδηγός, συγκλονισμένος, σταματά στην άκρη του δρόμου.
-Μην πείς τίποτε παππούλη• μόνο εγώ κι’ εσύ το ξέρουμε…
-Όχι, παιδί μου• το ξέρει κι’ ο Θεός! Καί να φροντίσεις από εδώ και μπρός ν’ αλλάξεις ζωή!

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

"Εάλω η πόλις"

 Για  το γεγονός που σήμερα όλος ο Ελληνισμός θυμάται, αυτό  της Άλωσης  της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους, παραθέτουμε ένα μικρό χρονικό από την Νεότερη Ελληνική Ιστορία.

Προετοιμασίες για την άμυνα
 Στην Κωνσταντινούπολη και ο αυτοκράτορας προσπαθούσε να οργανώσει όσο μπορούσε καλύτερα την άμυνα της πόλης περιμένοντας τη βοήθεια που του είχε υποσχεθεί ο πάπας. Στο μεταξύ η Δύση είχε αλλάξει γνώμη για τον Μωάμεθ, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1452 δεν δίστασε όχι μόνο να βυθίσει ένα ενετικό πλοίο που κατέπλεε από τον Εύξεινο Πόντο και δεν σταμάτησε για έλεγχο, αλλά αποκεφάλισε και όλο το πλήρωμά του και τον πλοίαρχό του τον θανάτωσε με ανασκολοπισμό. Ωστόσο η πολυπόθητη βοήθεια προς τους Βυζαντινούς καθυστερούσε.
Ως απόδειξη καλής θέλησης προς τους ρωμαιοκαθολικούς, στις 12 Δεκεμβρίου του 1452 ο αυτοκράτορας οργάνωσε επιτέλους το περίφημο συλλείτουργο στην Αγία Σοφία, όπου μνημονεύτηκαν ο πάπας και ο απών πατριάρχης Μάμμας και αναγνώστηκαν οι όροι της συμφωνίας της Φλωρεντίας. H ένωση των δύο Εκκλησιών είχε τυπικά επιτευχθεί αλλά η βοήθεια από τη Δύση δεν ερχόταν.
Αν όμως οι κυβερνήσεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης αγνοούσαν τις απελπισμένες εκκλήσεις των παγιδευμένων Βυζαντινών, υπήρξαν μερικοί εθελοντές που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον αυτοκράτορα για τη σωτηρία των χριστιανών της Βασιλεύουσας. H ενετική παροικία της Κωνσταντινούπολης διέθεσε στον αυτοκράτορα όλους τους μάχιμους άνδρες της και όλα της τα πλοία που βρίσκονταν αγκυροβολημένα στον Κεράτιο Κόλπο, τα οποία μετατράπηκαν σε πολεμικά. Επίσης διάφοροι θαρραλέοι Γενουάτες τέθηκαν υπό τις διαταγές του Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο, διάσημου υπερασπιστή οχυρωμένων πόλεων, ο οποίος κατέφθασε τον Ιανουάριο του 1453 στην Πόλη φέρνοντας μαζί του 700 καλά εξοπλισμένους στρατιώτες. Επιπλέον υπήρχαν και μερικοί Ισπανοί και Κρητικοί. Ακόμη και ο πρίγκιπας Ορχάν αποφάσισε να πολεμήσει εναντίον τον ομοφύλων του προσφέροντας στον αυτοκράτορα τη δύναμη της προσωπικής του φρουράς και μερικούς μισθοφόρους.
Συνολικά η δύναμη των υπερασπιστών της Πόλης δεν ξεπερνούσε τους 7.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 5.000 ήταν Βυζαντινοί και οι άλλες 2.000 διάφοροι αλλοεθνείς εθελοντές. Αλλά η πραγματική άμυνα βασιζόταν στα πανίσχυρα τείχη της πόλης, τα οποία είχαν στο μεταξύ επισκευαστεί, η τάφρος γύρω από το χερσαίο μέρος είχε καθαριστεί και ο Κεράτιος Κόλπος είχε κλείσει με την αλυσίδα του.

H πολιορκία αρχίζει
Τον Μάρτιο του 1453 ο στρατός του Μωάμεθ άρχισε τμηματικά να συγκεντρώνεται έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού, πάνω σε ειδικά φτιαγμένο τροχοφόρο που το έσερναν 60 βόδια, έφθασε και αυτό. Ο Μωάμεθ εμφανίστηκε στις 5 Απριλίου επικεφαλής των 12.000 επιλέκτων γενιτσάρων του και έστησε τη χρυσοκόκκινη σκηνή του στην Κοιλάδα του Λύκου, μερικές εκατοντάδες μέτρα έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Στο μεταξύ ο τουρκικός στόλος, αφού κατέλαβε τα Πριγκιποννήσια, περιπολούσε τις ακτές της Προποντίδας ώστε να μην μπορεί να πλησιάσει κανένα σκάφος για ανεφοδιασμό της Πόλης.
Στις 6 Απριλίου ο Μωάμεθ, τηρώντας το ισλαμικό τυπικό, έστειλε στην Πόλη μήνυμα λέγοντας ότι αν του παραδινόταν δεν θα πείραζε τους πολίτες της ενώ σε αντίθετη περίπτωση δεν θα έδειχνε τον παραμικρό οίκτο. H απάντηση ήταν αρνητική και η επίθεση των Τούρκων άρχισε αμέσως.
Τα κανόνια του Ουρβανού προξένησαν σοβαρές ζημιές στα τείχη κοντά στη Χαρίσια πύλη, αλλά τη νύχτα οι πολιορκημένοι μπόρεσαν να τα επισκευάσουν ικανοποιητικά.
Οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση κάθε μέρα γκρεμίζοντας μεγάλα τμήματα του εξωτερικού τείχους, που οι πολιορκούμενοι τη νύχτα τα επισκεύαζαν όπως μπορούσαν. Εξαλλος ο Μωάμεθ διέταξε τον Ουρβανό να φτιάξει αποτελεσματικότερα κανόνια.
Στόλος μπουνταλάδων
Στο μεταξύ στην Πόλη οι προμήθειες όλο και λιγόστευαν. Το πρωί της Παρασκευής 20 Απριλίου οι σκοποί πάνω στα τείχη προς τη θάλασσα είδαν με αγαλλίαση να πλησιάζουν προς την Προποντίδα τρεις γενοβέζικες γαλέρες που είχε μισθώσει ο πάπας φορτωμένες με όπλα και προμήθειες και ένα μεγάλο βυζαντινό μεταγωγικό με κυβερνήτη τον Φλαντανελά, που είχε σταλεί στη Σικελία για να αγοράσει σιτάρι. Τα πλοία ωστόσο τα είδαν και οι Τούρκοι και αμέσως ο στόλος του Μπαλτόγλου κινήθηκε εναντίον τους.
H ναυμαχία ήταν σίγουρα άνιση. Αλλά οι Γενουάτες και οι Ελληνες ήταν καλύτεροι ναυτικοί από τους Τούρκους και τα πλοία τους πολύ περισσότερο ευέλικτα. Τα τουρκικά πλοία συγκρούονταν μεταξύ τους σπάζοντας τα κουπιά τους. Τελικά, μόλις έπεσε το σούρουπο, τα τέσσερα σωτήρια πλοία γλίστρησαν μέσα στην ασφάλεια του Κερατίου Κόλπου.Ηταν μια μεγάλη και εμψυχωτική νίκη. Παρά τις απώλειές τους σε έμψυχο υλικό, τα τέσσερα πλοία, εκτός από τις προμήθειες, πρόσθεσαν και μερικούς άνδρες στους υπερασπιστές της Πόλης. Ο Μωάμεθ όμως εξοργίστηκε πολύ με το πάθημα του στόλου του. Ο άμοιρος Μπαλτόγλου μόλις που γλίτωσε το κεφάλι του, έχασε όμως όχι μόνο τον τίτλο του ναυάρχου αλλά και όλη του την περιουσία.
Πλοία στη στεριά 
H αποτυχία αυτή έκανε τον Μωάμεθ να αναζητήσει τρόπο για να εισχωρήσει στον Κεράτιο Κόλπο. Και αφού δεν μπορούσε να σπάσει το φράγμα, ακολούθησε τη συμβουλή ενός ιταλού μηχανικού να μεταφέρει τα πλοία του από την ξηρά. Πράγμα που έκανε, ενώ ταυτόχρονα κρατούσε τους Βυζαντινούς απασχολημένους με τους συνεχείς βομβαρδισμούς στα χερσαία τείχη της Πόλης. Οι χιλιάδες εργάτες που είχε στη διάθεσή του ο σουλτάνος κατασκεύασαν κιλλίβαντες οι οποίοι ποντίστηκαν στη θάλασσα από την πλευρά του Γαλατά, δέθηκαν πάνω τους τα πλοία και μετά τα τράβηξαν με τροχαλίες. Με τον τρόπο αυτόν γύρω στα 70 πλοία μεταφέρθηκαν μέσα στον Κεράτιο Κόλπο.
Στις 22 Απριλίου οι Βυζαντινοί βρέθηκαν προ τετελεσμένου γεγονότος. H απόπειρα του ηρωικού Ενετού Τζιάκομο Κόκο να πυρπολήσει τα τουρκικά πλοία απέτυχε. H εκδίωξη του τουρκικού στόλου από τον Κεράτιο ήταν πλέον αδύνατη.
Ωστόσο ο Μωάμεθ εξακολουθούσε να έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο πεζικό του παρά στον στόλο του. Οι βομβαρδισμοί των τειχών εντάθηκαν ακόμη περισσότερο. Αλλά η Πόλη άντεχε και ο Σουλτάνος προβληματιζόταν. Ο χαλίφης Χαλίλ Τσανταρλί, τον οποίο ο Μωάμεθ είχε κρατήσει στη θέση του Μεγάλου Βεζίρη παρ' όλο που δεν τον συμπαθούσε, πρότεινε να λύσουν την πολιορκία. Αλλά ο Μωάμεθ προτίμησε την πρόταση σέρβων μηχανικών που υπηρετούσαν στο στράτευμά του, να δοκιμάσουν να μπουν στην Πόλη σκάβοντας υπόγειες σήραγγες. Τότε άρχισε μια άλλου είδους μάχη: οι Τούρκοι έσκαβαν λαγούμια απ' έξω προς τα μέσα και οι υπερασπιστές της Πόλης τα εντόπιζαν και απέκρουαν τους επίδοξους εισβολείς.
Ο Μάιος μπήκε μουντός και βροχερός. H θλιβερή εικόνα της Πόλης γινόταν φρικιαστική με τις προειδοποιήσεις των καλογήρων που περιφέρονταν στους δρόμους φωνάζοντας ότι η καταστροφή επέρχεται εξαιτίας της Ενωσης. Τα παλιά πάθη αναζωπυρώθηκαν: οι Ενετοί μάλωναν με τους Γενουάτες, οι Ελληνες με τους Λατίνους, οι ενωτικοί με τους ανθενωτικούς. Και όλοι μαζί ήλπιζαν στο θαύμα.

 Εάλω η Πόλις  
Ο Μωάμεθ αποφάσισε να εξαπολύσει την τελική επίθεση στις 29 Μαΐου. Εξι ημέρες πριν, στις 23 Μαΐου, ο σουλτάνος είχε ζητήσει και πάλι από τον αυτοκράτορα να του παραδώσει την Πόλη και ο Κωνσταντίνος απάντησε με τα λόγια που έχει καταγράψει ο Φραντζής: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ' εμόν εστιν ούτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Το βράδυ της 28ης Μαΐου στην Αγία Σοφία ορθόδοξοι και καθολικοί ιερείς φόρεσαν τα επίσημα άμφιά τους και λειτούργησαν από κοινού μπροστά σε ένα ποίμνιο ενωμένο για πρώτη και τελευταία φορά.
H επίθεση άρχισε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Οι Τούρκοι βασίστηκαν στον όγκο των δυνάμεών τους. Οι λιγοστοί υπερασπιστές της πόλης ωστόσο συνέχιζαν να τους αποκρούουν, τόσο που μια κάποια ελπίδα έλαμψε για λίγο. Αλλά σε κάποια στιγμή ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και ζήτησε από τους άνδρες του να τον μεταφέρουν στο πλοίο του. H γραμμή της άμυνας έσπασε. Ο Κωνσταντίνος τον παρακάλεσε να μη φύγει, μα φαίνεται ότι αυτός την τελευταία στιγμή δείλιασε. Τότε ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας ξήλωσε από τη στολή του τα διακριτικά που μπορούσαν να προδώσουν το αξίωμά του και όρμησε προς τα τείχη. Δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς.
Με το ξημέρωμα ο Μωάμεθ έριξε στη μάχη τους γενιτσάρους του. Τα κανόνια είχαν προξενήσει ένα μεγάλο άνοιγμα στα εξωτερικά τείχη και, όπως λέγεται, μέσα από την πόλη δεν είχαν κλείσει καλά μια μικρή και από χρόνια αχρησιμοποίητη πύλη, την Κερκόπορτα. Τα στίφη των Τούρκων εισόρμησαν και ξεχύθηκαν στα σπλάχνα της Βασιλεύουσας, η οποία παραδόθηκε σε αδυσώπητη λεηλασία, σφαγή και υποδούλωση. Εάλω η Πόλις!

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Πηνελόπη Δ. Παπαλεονάρδου.... μια ξεχασμένη ποιήτρια της Αίγινας

   Μια ξεχασμένη αλλά πολύ σημαντική ποιήτρια της δεκαετίας του '40 ήταν η Πηνελόπη Δ. Παπαλεονάρδου η  οποία άφησε εποχή στο νησί με το μεγάλο κοινωνικό έργο που ανέπτυξε. Ο αντιδήμαρχος κ. Νεκτάριος Κουκούλης αναδεικνύει τα ποιήματά της που κυκλοφόρησαν τότε στον 'Κήρυκα της Αίγινας" με  την ολοκλήρωση της επανέκδοσης του περιοδικού, που ο ίδιος επιμελήθηκε. Μέσα στον "Κήρυκα" λοιπόν μπορούμε να διαβάσουμε πολλά από τα ποιήματά της που αποτυπώνουν μια διαφορετική Αίγινα από αυτήν που ξέρουμε σήμερα. 
   Η κ. Άννα Χάνου μας έδωσε ένα μικρό βιογραφικό της γιαγιάς της - Πηνελόπης Δ. Παπαλεονάρδου το οποίο δημοσιεύουμε παρακάτω καθώς κι ένα από τα ποιήματά της που αναφέρονται στο αγαπημένο εκκλησάκι του Αη - Νικόλα.
 
  " Η Πηνελόπη Παπαλεονάρδου  το γένος Πετρίτη του Ανδρέα και της Ελένης, γεννήθηκε στο Κοκαλάκι (Βαθύ Αίγινας) το 1872 και πέθανε το 1958. Ήταν σύζυγος του φαρμακοποιού Δημήτρη Παναγιώτου Παπαλεονάρδου και μητέρα δύο αγοριών, του Παναγιώτη ή Τάκη, φαρμακοποιού  και  του Ανδριανού ή Νούλη, αξιωματικού του Ελληνικού στρατού. Υπήρξε ανηψιά της μεγάλης ευεργέτιδος Ταρσίτσας Θωμαΐδου και κληρονόμος της οικίας της επί της οδού Θωμαΐδου 7 – πίσω από τον πύργο του Μάρκελλου.

   Το 1925 με μια ομάδα γυναικών της Αίγινας, δημιούργησαν τον Χριστιανικό Σύλλογο Κυριών με  την επωνυμία: «Αγία Αθανασία», παρμένο από την Αιγινήτισσα Οσία. Το καταστατικό του Συλλόγου εγκρίθηκε σε Γ. Σ. 33 μελών στις 13 /2 / 1925 που πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου Αίγινας και με απόφαση Πρωτοδικείου Πειραιά 16 /6 /1925.

   Το 1931 το Υπουργείο Υγιεινής, τμήμα Κοινωνικής Υγιεινής, διόρισε τα μέλη του Δ.Σ. του παραρτήματος Πατριωτικού Ιδρύματος προστασίας  του παιδιού (Αριθ. Πρωτ. 4746/2-2-1931) με πρόεδρο την Πηνελόπη Παπαλεονάρδου. Ο Σύλλογος της «Αγίας Αθανασίας» έφτιαξε και την ομώνυμη εκκλησία του στον πρόναο της εκκλησίας της Φανερωμένης που έγινε με δωρεές και εισφορές των μελών του Συλλόγου και άλλων Αιγινητών.

   Η Πηνελόπη Παπαλεονάρδου παρέμεινε για πολλά χρόνια Πρόεδρος του  Συλλόγου «Αγία Αθανασία». Διαμόρφωσε το ισόγειο του σπιτιού της, στην οδό Θωμαΐδου 7 και το διέθετε για τη λειτουργία συσσιτίου για τους άπορους μαθητές, με την εθελοντική εργασία των μελών του Συλλόγου. Κάθε μέρα έτρωγαν 65 -75 παιδιά των Σχολείων της Αίγινας υπό την επίβλεψη ενός δασκάλου ή δασκάλας. Εκτός  των μαθητικών συσσιτίων, ο Σύλλογος μεριμνούσε κάθε χρόνο και για τις σχολικές ποδιές των απόρων μαθητών και μαθητριών. Το Πατριωτικό Ίδρυμα του παιδιού και ο Σύνδεσμος των εν Αθήναις Αιγινητών, βοηθούσαν χρηματικά τα μαθητικά συσσίτια.

   Η Πηνελόπη  Παπαλεονάρδου, υπήρξε και Γραμματέας του Δ.Σ. (1919) του Ορθόδοξου Χριστιανικού Συλλόγου Κυριών και Δεσποινίδων «Άγιος Διονύσιος» του Νοσοκομείου Αίγινας.

  Επίσης διοργάνωνε κατά καιρούς θεατρικές παραστάσεις με κοπέλες και αγόρια της Αίγινας για φιλανθρωπικούς σκοπούς και διαλέξεις".

  

Ο  Άγιος π’ αγαπά  τους ναυτικούς.

Στην άκρη, στο μουράγιο, που το κύμα
σκορπάει τους γαλάζιους του αφρούς,
στο βράχο έχει χτίσει τ’ άγιο βήμα
ο άγιος π’ αγαπά  τους ναυτικούς.

Ο γραίγος που φυσάει πρωΐ – πρωΐ
το κάτασπρο εκκλησάκι το ραντίζει
μ’ ασημαφρούς οπού το κύμα  κουβαλεί
της θάλασσας τον άγιο θυμιατίζει.

Ο γεμιτζής σεμνός προσκυνητής
όταν περνάει το καΐκι του ζυγώνει
στο εκκλησάκι, και παρακαλεί
τον άγιο και του στέκει στο τιμόνι.

Γερμένος στ’ ολογάλανο χαλί
που η θάλασσα τριγύρω έχει στρώσει
του λιμανιού τα πλοία ευλογεί
κι όταν του τάζουν τρέχει  να τα σώση.

Μα ο Άη – Νικόλας έχει κι άλλη συλλογή
τη χάρι του  την έχει μοιρασμένη
        στους θρυλικούς λεβέντες αντικρύ –
        στη στήλη τη δαφνοστεφανωμένη.

Στης νύχτας το βαθύ μυστήριο
ο Άη – Νικόλας σιγαλά προβάλλει
σκυφτός με την παληά φυλλάδα του 
τρισάγιο για  τους πεσόντας ψάλλει.

Δεκέμβριος  1947

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ο Άλμπερ Καμύ στην Αίγινα του '55



  

Η εγγύτητα τούτου του τόπου με την πρωτεύουσα έγινε η αιτία του ερχομού και της γνωριμίας με το νησί σπανίων ανθρώπων. Μια τύχη που δεν την είχαν άλλοι προορισμοί της πατρίδας μας όταν σε αυτούς η πρόσβαση ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Άλλη μια πλευρά αξιοποίησης και ευκαιρία προβολής της Αίγινας που δυστυχώς μένει αναξιοποίητη. Γιατί πραγματικά ποιος τόπος δε θα ζήλευε και δεν θα διαφήμιζε το πέρασμα του  νομπελίστα (1957) Άλμπερ Καμύ τον Απρίλιο του 1955 από την Αίγινα. Τις στιγμές  του Γάλλου συγγραφέα  του Ξένου, της Πανούκλας, των Δίκαιων, Του μύθου του Σίσυφου του επαναστατημένου ανθρώπου, στο νησί  περιγράφει η Λητώ Κατακουζηνού που συνόδευσε με τον άνδρα της Άγγελο το Γάλλο συγγραφέα στην Αίγινα. Το βιβλίο με τον τίτλο: «Συντροφιά με τον Albert Camus» κυκλοφορεί από το Ίδρυμα Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού.
Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
   « Εικοσιεννιά τ’ Απρίλη (1955)   Αεράκι ανάλαφρο, θαλασσινό.
    Ευωδιές από πεύκο, θυμάρι, ρείκι και χαμομήλι. Παπαρούνες σπαρμένες ολούθε στα πόδια μας κι ανάμεσα σ’ αυτήν την ομορφιά ο ναός της Αφαίας Θεάς. Στοχαστικός, γαλήνιος, αιώνιος. Ο Camus  με τη χλωμάδα ακόμα πιο έντονη στο πρόσωπό του ξεμάκρυνε από μας, και βάδισε σαν υπνωτισμένος προς τα ερείπια. Μοναχική φιγούρα στον έρημο χώρο. Τον βλέπαμε  να κινείται αργά, τελετουργικά, ν’ ατενίζει με δέος τη μετόπη, ν’ αγγίζει με ευλάβεια τις δωρικές κολόνες κι ύστερα ν’ αγναντεύει  κάτω τη θάλασσα, να λυγίζει το γόνυ σαν σε προσκύνημα κι αναπάντεχα ν’ απλώνει το κορμί του πάνω στις ζεστές απ’ τον ήλιο πλάκες και ν’ απομένει ακίνητος, με τα μάτια σφαλιστά σα νεκρός. Βαθιά  ταραγμένοι από τούτη τη συγκλονιστική παρουσία του Camus σ’ αυτόν τον ιερό χώρο, καθίσαμε σ’ ένα βράχο και στοχαζόμασταν. Με τα μάτια μου πάνω στο ακίνητο κορμί του συλλογιζόμουνα κατά που θα μπορούσε να πετάει  η λεύτερη σκέψη του τούτη την ώρα. Τάχα  το φωτεινό πνεύμα του να φτερουγίζει ανάμεσα στο χτες και το σήμερα; Να  ταξιδεύει άραγε στα βάθη  του χρόνου, ψάχνοντας τις χαμένες του ρίζες; Τις ρίζες που έπλασε και έθρεψε το ξάστερο μυαλό του, η καθάρια φιλοσοφία του, η αγάπη του για το κάλλος και το μέτρο; Εκείνες τις πνευματικές ρίζες, τις ριζωμένες βαθιά από αιώνες στο χώμα το ελληνικό;

   Όλο  το πρωινό πέρασε έτσι, δίχως καμιά παρουσία να ταράξει το εξαίσιο ταξίδι  του Camus μέσα στο χρόνο. Κι εμείς πότε να σεργιανάμε τριγύρω, πότε να ξαπλώνουμε κάτω από πεύκο και να θυμόμαστε σκέψεις, φράσεις απ’ το Καλοκαίρι, το βιβλίο του που τόσο πολύ αγαπήσαμε και που το’ χαμε τελευταία ξαναδιαβάσει. Φέρναμε στη μνήμη μας λόγια, γραφές, έννοιες που φανέρωναν τη μεγάλη ευαισθησία του, την καρδιά του, την ψυχή του……………………  Ένα μαυριδερό, ξυπόλητο αγόρι, μ’ ένα πολύχρωμο μπουκέτο από αγριολούλουδα στο χέρι του, ξεφύτρωσε ξαφνικά ανάμεσα στα ερείπια κι ήρθε και στάθηκε πάνω απ’ τον Camus και πριν εμείς προλάβουμε να το απομακρύνουμε, εκείνο τον ρώτησε. «Κοιμάσαι καλέ; Κοιμάσαι;» Ο φίλος μας άνοιξε τα μάτια του, είδε το αγόρι να του προσφέρει τα λουλούδια, ανασηκώθηκε κι ονειροπαρμένος όπως ήτανε, του χαμογέλασε αμυδρά,  ψιθύρισε ένα «ευχαριστώ» και χώνοντας το πρόσωπό του μέσα στ’ αγριολούλουδα, ρούφηξε λαίμαργα το παρθενικό τους άρωμα. Ωστόσο το χέρι του αγοριού έμενε πάντα εκεί απλωμένο. Ο Camus το πρόσεξε κι απόρησε.
«Τι ζητάς όμορφο ελληνόπουλο; Τι ζητάς;» και συνέχισε με αγωνία. «Όχι μπαρούτι, ποτέ πια μη ζητήσεις μπαρούτι, σε ικετεύω. Μονάχα αγάπη να ζητάς, αγάπη…» κι ύστερα τ’ αγκάλιασε και το φίλησε τρυφερά. Στις εξωπραγματικές σφαίρες που ταξίδευε κείνη την ώρα ο Camus , πώς να σκεφτεί τα ευτελή και τα γήινα; Πώς να πάει ο νους του στο παραδάκι; Το αγόρι  παραξενεμένο κοίταξε με τα μεγάλα, εκφραστικά  μάτια του τον αλλόκοτο ξένο που του μιλούσε ακαταλαβίστικα, το κρατούσε αγκαλιά δίχως όμως να του βάζει και τίποτα στο χέρι, που εξακολουθούσε να το έχει απλωμένο. Τότε πλησιάσαμε εμείς κι ο Άγγελος του’ χωσε με τρόπο στη χούφτα του μερικές δραχμούλες. «Στο ναό μένεις;» τον ρώτησε ο Camus. Και  τ’ αγόρι κοιτάζοντάς μας με αγανάχτηση αναρωτήθηκε.
  «Μπιτ χαζός είναι ο κύριος, στα χαλάσματα θα μένω; Έχω σπίτι εγώ, να εκεί… κάτω στη θάλασσα» κι έδειξε με το χέρι του μια καλύβα. «Θάλαττα, θάλαττα» φώναξε ο Camus και πετάχτηκε πάνω με την έξαψη να χρωματίζει το πρόσωπό του. Κοίταξε προς τα κάτω κι άρχισε να κατηφορίζει τρέχοντας με το ένα χέρι ψηλά κουνώντας το μπουκέτο με τα λουλούδια σαν πολύχρωμη σημαία και με το άλλο να τραβάει το αγόρι που τα είχε ολότελα χαμένα.
   Η Αγία Μαρίνα τότε ήταν ακόμα μια πανέμορφη, παρθένα αγκαλιά και η θάλασσά της κρουσταλλένια………..»

απόσπασμα από σχετικό άρθρο του Γ. Μ. στην εφημερίδα "ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ", τεύχος 111

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

9 Μούσες .... στο Μουσείο

 Ίσως ήταν η πιό όμορφη στιγμή. Ο ήχος από τα ξυλάκια που "δούλευαν" στα χέρια των άξιων γυναικών να σπάει τη απόλυτη ησυχία - ευλάβεια τόσυ κόσμου και με συνοδεία διακριτικής μουσικής να ανεβαίνει μέχρι το λόφο της Κολώνας. Ήταν η στιγμή που η παραδοσιακή τέχνη κεντήματος έπαιρνε τη σκυτάλη από την κεραμική την αγγειοπλαστική που ήκμασε στην Αίγινα και την παρέδιδε στο λόγο, την κίνηση, το θέατρο τη παντομίμα, τον αυτοσχεδιασμό, τη σάτυρα. Ήταν η ξεχωριστή ψηφίδα αλλά τόσο απαραίτητη ως συνδετική στην αλυσίδα της παράδοσης του τόπου.
Δίπλα στη Σφίγγα και ανάμεσα σε αγάλματα και επιτύμβιες στήλες των «Ελλήνων οι κοινότητες» έστησαν χοροστάσι, τόλμησαν θεατρικά δρώμενα,  αυτοσχεδίασαν με παντομίμα, έπλεξαν κοπανέλια, μυήθηκαν στην κεραμική. Κάτω από τον ίσκιο της πολύπαθης Κολώνας η δραστήρια ομάδα του «Aegina Rasing»  είχε την πρωτοβουλία να συγκεντρώσει πολλές δημιουργικές ομάδες  του τόπου και να αναδείξει το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αίγινας μέσα από δράσεις που ξεκίνησαν το πρωί του Σαββάτου 18 Μαΐου και ολοκληρώθηκαν αργά το βράδυ.  
    Με οδηγό τον εικαστικό κ. Ιωάννη Δέδε  ένα πολυπληθές κοινό παρακολούθησε όρθιο και υπομονετικά, από τις  επτά το απόγευμα στο υπέροχο αίθριο του Μουσείου ένα σύνολο εννέα διαφορετικών δρώμενων που είχαν ως αφετηρία τις εννέα Μούσες της αρχαιότητας.
 Εννέα διαφορετικές αναφορές-performances στην τέχνη και επιστήμη που η κάθε Μούσα αντιπροσωπεύει. Με τρόπο που συνδέεται η ύπαρξη της κάθε τέχνης στην καθημερινή μας ζωή διαχρονικά,  παραλληλίζοντας την τέχνη του χθες με την τέχνη  του σήμερα. Εννέα  τέχνες και επιστήμες που προστάτευαν  οι 9 Μούσες μέσα από το  δρώμενο με τίτλο  «Εννέα (8 + 1 Μούσες)

   Πρόσωπα γνωστά, οικεία από άλλες δημιουργικές τους στιγμές κατέθεσαν  ότι πολυτιμότερο και αγνότερο σε μια παράσταση υψηλού επιπέδου που ξάφνιασε, ενθουσίασε, συγκίνησε και καταχειροκροτήθηκε. Από την απαγγελία ως το θεατρικό αναλόγιο, το χορό, την παντομίμα, το κοπανέλι, τη μουσική τον αυτοσχεδιασμό και το σατυρικό λόγο,  το ντόπιο αξιόλογο και αξιόμαχο δυναμικό προσέφερε στιγμές ψυχικής ανάτασης σε έναν χώρο που χάρη στην ευφάνταστη ομάδα του «Aegina Rasing» πήρε ζωή. «Νιώστε την ιστορία. Γνωρίστε την αλλάξτε την», ήταν τα τελευταία λόγια της παράστασης στην οποία συμμετείχαν οι – κατά σειρά εμφανίσεως - Μαρία Γιαξίμη, Αικατερίνη Σκρέκου, Ευαγγελία Σμαραγδάκη: Άννα Γεραλή, Yohanes Schmelzer-Ziringer: Βασιλική Δόξα, Ευαγγελια Λαζάρου, Τατιανή Τροπαίου, Ιωάννα Πανταζή, Γιάννης Δημόπουλος, Μάρθα Πέππα,  Μάρω Τζίτζη, Βάσσια Χρόνη, Βαγγέλης Πιτσιλός Στέλλα Πάσχα, Περσεφόνη  Λαλιώτη,  Δέσποινα Γιαννούλη, Αλίκη Πέππα, Παντελής Μπέσης, Δήμητρα Πιτσιλού, Ελπίδα Καρβούνη, Γιώργος   Μπήτρος.

 


Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Ο πολυπράγμων και αντικομφορμιστής Ιωάννης Δέδες

   Ανυπόδητος. Εντελώς αλλά με μαύρο παντελόνι λευκό πουκάμισο σακκάκι και παπιγιόν. Το αγαπημένο του. Δάμασε ένα δύσκολο και απροσδιόριστο κοινό που στάθηκε επί δυόμισι ώρες όρθιο και σιωπηρό για να παρακολουθήσει 9 δρώμενα. Σάββατο απόγευμα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αίγινας κάτω από τη θεϊκή έμπνευση των 9 Μουσών.
   Ανυπόδητος αλλά  με άποψη στο ρόλο του παρουσιαστή προκαλώντας και προσκαλώντας το κοινό του να εισέλθει στην ατμόσφαιρα της ποίησης, του χορού, της κίνησης, του δράματος, της σάτυρας, της μουσικής, σε μια παράσταση υψηλού επιπέδου και γι' αυτό υψηλού ρίσκου για τα τοπικά γούστα.
   Πολυτάλαντος με δημιουργίες  στο χώρο των εικαστικών, με προσωπικές εκθέσεις αλλά και με συμμετοχές σε ομαδικές, κομίζει έναν άλλο αέρα στα πολιτιστικά  του τόπου.  Πέρσι διοργάνωσε  το επιτυχημένο "Λαγήνι "στο ξεχασμένο από θεούς και ανθρώπους Εϋνάρδειο. Ανάμεσα στις ασχολίες του και στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις κατορθώνει να σημειώνει διακριτικές παρεμβάσεις στο πολιτιστικό τοπίο του νησιού. Καμιά φορά όμως οι παρεμβάσεις μπορεί να εξελιχθούν και σε επεμβάσεις. 
   Και αυτό το τελευταίο το περιμένουμε Ιωάννη.
   Σε ευχαριστούμε.

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Συνεχίζεται η σπάνια έκθεση στο Λαογραφικό Μουσείο


 "Γέννηση - γάμος - βάπτιση" η έκθεση που συγκέντρωσε πολλούς επισκέπτες στην αίθουσα του Λαογραφικού Μουσείου Αίγινας συνεχίζεται μέχρι την 1η Ιουνίου. Αντικείμενα - εκθέματα που προέρχονται από τη συλλογή του Λαογραφικού Μουσείου, αλλά και από τις ιδιωτικές συλλογές πολλών Αιγινητών κυρίως των μελών του Συλλόγου των Φίλων του Λαογραφικού Μουσείου και του Μορφωτικού Συλλόγου Αίγινας "Ι. Καποδίστριας". Ο επισκέπτης ταξιδεύει σε μια άλλη εποχή με τα μικροαντικείμενα της καθημερινότητας να προσδιορίζουν την ποιότητα της ζωής του σε κάθε στιγμή. Κεντήματα, μωρουδιακά ρούχα, κρεβάτια, κούνιες, σκεπάσματα, στεφανοθήκες, σερβίτσια, νυψικά, κοπανέλια και πολλά άλλα γεμίζουν το χώρο της αίθουσας προσφέροντας ένα λαογραφικό ταξίδι σε έναν παρελθόν όχι μακρινό αλλά πολύ ζεστό και ανθρώπινο.

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Ιούλιος και Ιουλιανός. Δύο Άγιοι από την Παχιά Ράχη της Αίγινας


  Στο χωριό της Παχιοράχης στην Αίγινα πανηγύρισαν οι κάτοικοι την εορτή των δύο Αγίων, Ιούλιου και Ιουλιανού. 
Οι Άγιοι Ιουλιανός και Ιούλιος οι οποίοι κατάγονταν πιθανότατα από την ευρύτερη περιοχή της Παχείας Ράχης. Το 319 μ. Χ. γεννιέται ο Ιουλιανός  και το 330 μ. Χ. ο αδελφός του Ιούλιος  από πλούσια χριστιανική Αιγινήτικη οικογένεια. Τη στοιχειώδη εκπαίδευση την έλαβαν στην Αίγινα. Στη συνέχεια παρακολούθησαν ανώτερες σπουδές στην Αθήνα, όπου και σπούδασαν μαζί με το Μέγα Βασίλειο, το Γρηγόριο το Θεολόγο και τον Ιουλιανό, τον μετέπειτα αυτοκράτορα  του Βυζαντίου, τον ονομαζόμενο   «παραβάτη».
   Ο  Ιούλιος και ο Ιουλιανός, θαυμάζοντας το έργο του Αποστόλου Παύλου, αποφάσισαν να τον μιμηθούν. Μετά τη χειροτονία τους  στην Αθήνα, άρχισαν τη μεγάλη πορεία τους κηρύσσοντας την χριστιανική πίστη στα αφιλόξενα κράτη της Βαλκανικής, στη Βοημία, την Πολωνία και την Ουγγαρία.  Αναφέρεται ότι χειροτονήθηκαν το 365 μ. Χ. ο Ιούλιος σε ιερέα και ο Ιουλιανός σε διάκονο. Πριν φύγουν από την Αίγινα, σύμφωνα με την παράδοση, έκοψαν δύο ίσια ξύλα και τα έκαναν μπαστούνια, με τη βοήθεια των οποίων διέσχισαν τις περιοχές στις οποίες διέδωσαν το λόγο του Χριστού. Πρώτος προορισμός τους η Κόρινθος στην οποία ανέπτυξαν σημαντική δράση. Δεν παρέμειναν εξαιτίας του κινδύνου της σύλληψης και της θανάτωσής τους από τους οπαδούς του Αρείου. Έτσι άλλαξαν ρότα και το 377 μ.Χ. απέπλευσαν από την Κόρινθο με προορισμό την Κεντρική Ευρώπη. Σύμφωνα με μία παράδοση οι δύο Άγιοι  έφθασαν στην Ιταλία όπου τους συνέλαβε ο αυτοκράτορας Ουάλης και τους έστειλε στο Δούναβη, για να ενισχύσουν το Ρωμαϊκό  στρατό. Χαρακτηριστικό της δράσης τους και του ιεραποστολικού ζήλου τους είναι ένα περιστατικό που συνέβη σε ένα χωριό της περιοχής του Δούναβη. Εκεί είδαν όλους τους κατοίκους συγκεντρωμένους στην πλατεία και στη μέση ήταν δεμένος ένας νεαρός δαιμονισμένος. Οι ιερείς του χωριού ετοιμάζονταν να τον κάψουν, για να γλιτώσει το χωριό. Οι Άγιοι εξόρκισαν το δαιμόνιο και κάνοντας το σημείο του σταυρού τον θεράπευσαν. ΄Ολο  το πλήθος έμεινε κατάπληκτο, η  τιμωρία ματαιώθηκε, ο νεαρός σώθηκε και το σημαντικότερο ήταν ότι πολλοί πίστεψαν στο Θεό του Ιούλιου και του Ιουλιανού, τον αληθινό Θεό που τους αποκάλυψαν.
    Στα  χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου και ενώ πάπας Ρώμης ήταν ο Δαμάσος ο Α΄, τα δύο αδέλφια επισκέφθηκαν τη Ρώμη [370 μ. Χ.], με σκοπό να προσκυνήσουν τον τόπο που αποκεφαλίστηκε ο Απόστολος Παύλος, αλλά και τους τάφους των πρώτων χριστιανών. Εκεί οι Άγιοι συναντήθηκαν με δύο σημαντικά για την μετέπειτα πορεία τους πρόσωπα. Ο πρώτος ήταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, από τον οποίο εξασφάλισαν  γραπτή άδεια να μπορούν ελεύθερα να διαδίδουν το Χριστιανισμό σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Και ο δεύτερος ήταν ο πάπας της Ρώμης, ο οποίος, διακρίνοντας τις ικανότητες τους, τους έστειλε στη Βόρεια Ιταλία και συγκεκριμένα στο Μιλάνο, για να  βοηθήσουν τον επίσκοπο της περιοχής Άγιο Αμβρόσιο. Ο επίσκοπος Αμβρόσιος τους ανέθεσε την Εκκλησία της Νοβάρας, που είχε ιδρύσει ο Άγιος Λαυρέντιος, στη Λομβαρδία.  Στην περιοχή αυτή επιτέλεσαν και το μεγαλύτερο έργο τους. Βάπτισαν χριστιανούς, έκτισαν ναούς – σύμφωνα με την παράδοση σχεδόν 100 ο καθένας τους- θεράπευσαν αρρώστους, γκρέμισαν ειδωλολατρικούς ναούς, απάλλαξαν τους πιστούς από το παγανιστικό πνεύμα κ.α. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι επανέφεραν την ειρήνη στην εκκλησία της Νοβάρας.
  Ύστερα από 50 χρόνια ιεραποστολικής εργασίας  θέλησαν να αποσυρθούν και να ασκητέψουν. Τα  δύο αδέλφια θα χώριζαν για πρώτη φορά στη ζωή τους. Ο Ιουλιανός έμεινε στο Γκοτζάνο στη λίμνη Ματζιόρε, ενώ ο Ιούλιος διάλεξε ένα ερημικό νησάκι το Κούσιο στη λίμνη  Όρτα. Το νησί που είχε διαλέξει ο Ιούλιος ήταν έρημο και απομονωμένο, ένας βράχος γεμάτος  ερπετά, όπου κανένας βαρκάρης δεν πλησίαζε από φόβο. Τότε ο Ιούλιος άπλωσε το ράσο του επάνω στο νερό και πέρασε απέναντι. Εκεί με τη βοήθεια του Θεού και με τη δύναμη του Χριστού, που σύμφωνα με το Ευαγγελικό χωρίο: «να πατάς επάνω σε φίδια και σκορπιούς» [Λουκ. 10,19], ο Άγιος τα υπόταξε.
   Ο Ιουλιανός  αρρώστησε βαριά και κοιμήθηκε σε ηλικία 72 ετών τον Ιανουάριο του 391 μ. Χ. Ο Ιούλιος έζησε ήρεμα για άλλα 10 χρόνια με προσευχή και νηστεία στο νησί του, το οποίο πήρε και το όνομά του. Η μνήμη του Αγίου Ιουλιανού εορτάζεται στις 7 Ιανουαρίου, του Αγίου Ιούλιου στις 31 Ιανουαρίου και η ανακομιδή των λειψάνων τους στις 19 Μαΐου. Στο χωριό της Παχείας Ράχης η μνήμη τους εορτάζεται στις 19 Μαΐου, όπου υπάρχει πλέον παρεκκλήσιο στον παλαιό ναό των Ταξιαρχών αφιερωμένο στη μνήμη τους. Στην Αίγινα επίσης εορτάζουν και στις 30 Ιουλίου  κατά τη σύναξη των Αιγινητών Αγίων στον ομώνυμο Ιερό Ναό στη περιοχή Λιβάδι, όπου φυλάσσονται και τμήματα από τα λείψανα των δύο Αγίων.