Δεν μίκρυνε η μέρα. Όχι. Μίκρυνε η χαρά μας. Σκοτείνιασε το καλοκαίρι μας. Βρώμισε ο αγέρας μας από τη στάχτη. Θόλωσε ο λαμπερός ελληνικός ήλιος. Βάρυνε η ατμόσφαιρα την ώρα που όλοι θέλουν να βγουν έξω να ζήσουν ανέμελα τη χαρά και τη ξεγνοιασιά του καλοκαιριού. Κι όμως είναι όλα τόσο πνιγηρά, τόσο θολά, τόσο βρώμικα.
Χωριά αδειάζουν και τα παιδιά αφήνουν τις αλάνες και τους δρόμους χωρίς να ευχαριστηθούν την απογευματινή ποδηλατάδα τους, χωρίς να μπορούν να παίξουν μπάσκετ.
Απόψε στις αυλές δεν θα καθίσουν στα πεζούλια οι γυναίκες να κουβεντιάσουν, ούτε θα ποτίσουν τα γεράνια τους. Τους είπαν να φύγουν. Να αφήσουν πίσω τους το βιός, το νοικοκυριό τους. Να πάνε που;
Πως θα ξημερώσει η επόμενη μέρα στη Βοιωτία, στην Ελαφόνησο, στην Εύβοια; Κάποιοι βιάζουν και καίνε την Ελλάδα ανενόχλητοι.
Ως πότε;