Της κ. Σταματίνας Τσιμοπούλου από το site Artic
«Ποιος ξέρει
μέσα σε μια νύχτα τι ανταλλαγές έγιναν,
τι έδωσα, τι πήρα, από τι παραιτήθηκα,
τι υποσχέθηκα και με κράτησε για υπηρέτριά της
η ζωή…»
τι έδωσα, τι πήρα, από τι παραιτήθηκα,
τι υποσχέθηκα και με κράτησε για υπηρέτριά της
η ζωή…»
Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Η ουλή – La
cicatrice
«Ήταν
εκβιασμός, συμφωνία, απειλή, …», διερωτάται η σπουδαία ποιήτρια στους στίχους που
έπονται. Πάντως, το μεγάλο στοίχημα με την συνθηκολόγηση με τη ζωή της το
κέρδισε η Ποίηση και η διαπραγμάτευση ελάχιστη σημασία έχει πια. Ή και όχι!
Πληγή αναβλύζουσα δημιουργία, η ζωή της όλη… Πληγή και όχι πηγή, καθώς μας
δηλώνει «Για να γεννηθεί ένα ποίημα – ίσως και κάθε έργο τέχνης,
αλλά εγώ μόνο αυτό γνωρίζω – θέλει να το γεννήσει μια πληγή. Το ποίημα είναι η
ουλή. Πάνω στην ουλή πατάει το ποίημα, με το ποίημα γιατρεύεται η ψυχή. Ο πόνος
βέβαια πάντα βιώνεται, αλλά απλώνεται σαν σύννεφο και παύει να είναι
αποκλειστικά προσωπικός. Και επειδή η ουλή είναι αναγκαστικά αντιαισθητική, σε
ωθεί να δημιουργήσεις κάτι που να τρέφεται από την ομορφιά, έστω κι αν αυτό
συχνά αποτυχαίνει. Η ουλή δεν είναι μόνο ένα χνάρι που άφησε πίσω του ο πόνος.
Είναι η δοξολογία της ύπαρξης που μπορεί να ξεπερνάει τον πόνο…». Το
σώμα της, ανάγλυφη επιφάνεια, η σχεδία του ταξιδιού της ζωής, διαμεσολαβεί
προσωπικά νοήματα και πραγματικότητες. Γιατί «ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΝΙΚΗ ΚΑΙ
Η ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ», αντικατοπτρίζοντας την σχιζοειδή δυναμική που
εγκλείει η υλικότητα της ύπαρξης.
Αν «η ποίηση
είναι η πραγματικότητα σε ελεύθερη μετάφραση», τότε δικαιωματικά θα πρέπει να
της αναγνωριστεί η εύστοχη απόδοση. Την ίδια άποψη φαίνεται να είχε και η
Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, απονέμοντας στην Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ
το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για τη συνολική συνεισφορά της στην τέχνη. Η
βράβευσή της αποτελούσε ομόφωνη απόφαση, καθώς επρόκειτο για μία δημιουργό που
«ανήκει στην κορυφή του σύγχρονου ελληνικού ποιητικού γίγνεσθαι». Παραπέμποντας
στη σχετική ανακοίνωση, η κριτική του έργου της είναι διθυραμβική: «Η ποίηση
της Αγγελάκη-Ρουκ από την πρώτη της συλλογή, Λύκοι και σύννεφα (1963), ξεχώρισε
και ξεχωρίζει όχι μόνο για τον στοχαστικό λυρισμό της αλλά και για τη δύναμη με
την οποία απεικόνισε την επίδραση των φυσικών στοιχείων, των εναλλαγών της κάθε
εποχής, του πνεύματος των τόπων και της αρχέγονης ουσίας των πραγμάτων στη
διαμόρφωση του ανθρώπινου ψυχισμού και του συναισθήματος. Έκδηλα ερωτική και με
αμείωτη την αισθησιακή σχέση της με τον κόσμο, ποιήτρια του πάθους, με την
πάροδο του χρόνου η Αγγελάκη – Ρουκ έγινε πιο στοχαστική, εστιάζοντας με τη μνήμη
της στη χοϊκή και στην ουράνια αίσθηση ενός κόσμου που δεν χάνει ποτέ την
πρωτογενή του δύναμη. Ανάλογη, έντονα αισθησιακή και βαθιά μυστική, είναι και η
σχέση με τον γεμάτο χυμούς γενέθλιο τόπο της που μετουσιώνεται στην ποίησή της,
δίνοντας έτσι μια απεριόριστη διάρκεια φυσικού στοιχείου στην ωραιότητα αλλά
και στον πόνο που δημιουργεί η ζωή».
Στο σημείο
αυτό, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι τυπικές συστάσεις. Η Κατερίνα Αγγελάκη
Ρουκ, εμβληματική ποιήτρια των καιρών μας και διπλωματούχος μεταφράστρια
διερμηνέας, έχει εκδώσει δεκαπέντε ποιητικές συλλογές εντός πεντηκονταετίας, με
το μεταφραστικό της έργο να συναγωνίζεται το ποιητικό σε ευρύτητα και πλούτο. Η
παρθενική της εμφάνιση στα γράμματα με το ποίημα «Μοναξιά», χρονολογείται στην
αυγή της νεότητάς της, όταν στα δεκαεπτά της χρόνια δημοσιεύεται στην
«Καινούρια Εποχή» του Γουδέλη, κερδίζοντας τα εύσημα του πνευματικού της
πατέρα, Νίκου Καζαντζάκη.
«ΜΟΝΑΞΙΑ»:
Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ
σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.
Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις
ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.
Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.
Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της
δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου.
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου.
Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.
Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;
Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.
Μια θα ‘ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας.
Μια θα ‘ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας.
Φθινόπωρο
1956
Βέβαια, όπως
εξομολογείται η ίδια, δεν υπάρχουν προσωπικές της αναμνήσεις πέρα από την
γραφή, πάντοτε έγραφε. Όμως, ακόμα και τώρα, το θέμα του πρώτου της ποιήματος
την παραξενίζει…μοναξιά….Να, όμως, «τι δίνει η ποίηση και τι παίρνει»!
Αναλογιζόμενη, αποδίδει την πηγή της έμπνευσής της στην αναπηρία της.
Νεογέννητη ακόμη, προσβλήθηκε από σταφυλόκοκκο, γεγονός που λίγο έλειψε να της
στερήσει τη ζωή. Η όλη περιπέτεια δεν άφησε ανεπηρέαστα τα οστά της, τον μυελό
και το ένα της χέρι. Το παράδοξο της ιστορίας είναι ότι τον αμέσως επόμενο
χρόνο ανακαλύφθηκε η πενικιλίνη και αν η γέννησή της είχε καθυστερήσει λιγάκι,
εκείνη θα έχαιρε άκρας υγείας. Και πάλι όμως, χρωστάει πολλά στην αναπηρία της-
δηλώνει-, με την ποίηση να προκύπτει ως αντίβαρο σε αυτή τη ζυγαριά που λέγεται
ζωή.
Νοσταλγεί
και εξαίρει την οικογένειά της με το ιδιαίτερο πολιτισμικό της υπόβαθρο.
Κοσμοπολίτες, ανοιχτόμυαλοι και προοδευτικοί οι γονείς της, «Ανατολίτης» ο
πατέρας της και επιτυχημένος δικηγόρος και «Δυτική» η μητέρα της, εκ Πάτρας,
αδηφάγα αναγνώστρια λογοτεχνίας. Μάλιστα, από το εγγύς περιβάλλον της δεν
λείπει ακόμα ένας άνθρωπος του πνεύματος, διακεκριμένος λογοτέχνης, ο Νίκος
Καζαντζάκης, ο οποίος υπήρξε στενός φίλος της οικογένειας Αγγελάκη και νονός
της ποιήτριας. Σημειωτέον, η πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα κέρδισε τις
εντυπώσεις του συγγραφέα, προοιωνίζοντας την σπουδαία ποιητική της εξέλιξη.
Τότε, αναμενόταν να τον ακολουθήσει στη Γαλλία, όμως ένα μήνα πριν την
αναχώρηση εκείνος απεβίωσε. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, επισκέφθηκε την νονά της,
Ελένη, στη Νίκαια της Γαλλίας, αφότου ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην αγγλική
φιλολογία, και αργότερα και τη Γενεύη αποφοιτώντας από το τμήμα μετάφρασης και
διερμηνείας. Ενώ λοιπόν, όπως λέει, η ιστορία της ποίησης βρίθει ποιητών που
αναγκάστηκαν να συγκρουστούν με το περιβάλλον με αφορμή τις επιλογές και τη ζωή
τους, η ίδια αποτελεί τρανό αντιπαράδειγμα, με τον άμεσο κύκλο της να ανήκει
στον κόσμο του πνεύματος και να εμφορείται από τις αντίστοιχες ιδέες.
Παρότι «το
ποίημα πρέπει να έχει πληγή να ακουμπήσει», η πληγή δεν παύει να είναι απλά η
αφορμή, το ερέθισμα. Αυτή είναι μια σκέψη της ποιήτριας που εκκινεί από την
περιπέτειά της με τον σταφυλόκκοκο. Δεδομένου ότι «η ποίηση είναι η λογοδοσία
της ψυχής σου», δεν αρκεί η μόνο η πληγή για να διαχειριστείς τα μύχια.
Συμπληρωματικά χρειάζεται και το ταλέντο, «το δώρο» της ποίησης. Βέβαια, η
ποίηση δεν έχει κανόνες, δεν υπάρχει συνταγή και ο χρόνος στην ποίηση είναι
πάντοτε κάτι το σχετικό. Αν κάτι το ποιητικό ενυπάρχει μέσα σου κι η ζωή σου το
αναθρέφει, πάντα με τις ευλογίες του εγγύτερου περιβάλλοντος, αυτό που απομένει
είναι να αναγνωρίσεις αυτό που σε εμπνέει, ισχυρίζεται η ίδια.
Το όνομά της
έχει συνδεθεί με την ερωτική ποίηση, ένα ιδιαίτερα δύσκολο πεδίο. Η ίδια είχε
αρκετούς έρωτες και έχοντας υπάρξει τόσο ενεργή βιωματικά, δεν θα μπορούσε παρά
να μην αποδώσει αυτό το αίσθημα ποιητικά. Βέβαια, τόσο η θεματική του έρωτα,
όσο και αυτή της μοναξιάς, του σώματος και της φύσης πρωτοστατούν και
διατρέχουν την ποίησή της, γεγονός που αφορμάται σε μια προσωπική της «μανία με
το σώμα», το οποίο και επιθυμούσε να ενσαρκώνει την πηγή της έμπνευσής της.
Έχοντας η ίδια «ένα ελλειπτικό σώμα», δηλώνει και αναφέρεται στην αναπηρία της
και στα κινητικά προβλήματα που αντιμετώπισε, επένδυσε τα μέγιστα στη
σωματικότητα και την βιωματική προσέγγιση του κόσμου. Και φυσικά, στην ζωή το
σώμα , ο έρωτας και η φαντασία είναι απόλυτα συνυφασμένα και αλληλένδετα. Όμως
ο έρωτας «τελειώνει με τα νιάτα» ή διαφορετικά και υπό προϋποθέσεις
μεταστρέφεται σε αγάπη. «Ο έρωτας είναι η φυσική έκφραση του προσώπου, του
σώματος, της ψυχής, του ανθρώπινου όντος που φτάνει στη νιότη. Είναι σαν την
αναπνοή».
Εκείνη τον απόλυτο
έρωτα τον έζησε στο πλευρό του Ρόντνεϋ Ρουκ, ενός ιδιαίτερα
καλλιεργημένου ψυχικά και πνευματικά Εγγλέζου βιβλιοθηκάριου. Εκείνος υπήρξε
ένα από τα μεγαλύτερα δώρα της ζωής της, ένας πραγματικός σύντροφος. Έζησαν
μαζί επί 43 χρόνια μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος και εκείνη δεν μπορεί να
διανοηθεί ποια τροπή θα είχε πάρει η ζωή της αν δεν τον είχε γνωρίζει. «Είχαμε
κάτι βαθύ μεταξύ μας», εξομολογείται και παρότι είχε αρκετές ερωτικές
περιπέτειες ακόμα και παντρεμένη, ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη για έναν
παράλληλο έρωτα. ‘Ήθελε απλώς να ζήσει έντονα. Πλέον, «ευγνωμονεί τις
ελλείψεις της, και επιχειρεί να τον ανασταίνει μέσα από τις αναμνήσεις, με την
γεύση διεκδικεί τα πρωτεία στην αντοχή στον χρόνο, όπως διαπιστώνει.
Γράφει πάντα
λυπημένη, μας λέει η μεγάλη ποιήτρια. Όχι όταν είναι « μια μέρα καλή» γιατί
τότε δεν νιώθει «νέα πληγή» και «Καμμια δεν κακοφόρμισε παλιά»… Το ποίημα
έρχεται σαν φάρμακο να θεραπεύσει το κενό, δηλώνει. Γράφει πάντα με το χέρι,
πάντα τα πρωινά…και με απόλυτη εμπιστοσύνη στις λέξεις, ενώ η έμπνευση δεν την
έχει προδώσει ποτέ, όπως διευκρινίζει. Με το γήρας, υπογραμμίζει, επέρχεται μια
«σχεδόν θρησκευτική λατρεία» στις λέξεις, άλλωστε «η ποίηση είναι απόλυτα
εξαρτώμενη από τη γλώσσα».
Από την
ποιήση όμως «δεν βιοπορίζεται κανείς», αν και είναι ιδιαίτερα σημαντικό για
εκείνη το γεγονός ότι το έργο της αναγνωρίστηκε ενώ εκείνη βρίσκεται εν ζωή. Η
ίδια ζει από την μετάφραση, το δεύτερο πεδίο της, το οποίο συγκοινωνεί και με
την ποίηση. Πέρα από τα ελληνικά, γνωρίζει γαλλικά, αγγλικά και ρωσικά. «Η
μετάφραση για μένα είναι απίθανη πηγή γιατί μέσα από αυτή νιώθω όχι μόνο το
περιεχόμενο της ποίησης, αλλά και την απόλυτη σημασία που έχει η παντοδυναμία
της γλώσσας πάνω στην ποίηση», ομολογεί η ποιήτρια. Αυτό που διακυβεύεται στην
μετάφραση είναι το «εάν θα αποδοθεί με φυσικότητα κάτι», «αν θα μεταφερθεί η
έκφραση».
Στρέφοντας
το βλέμμα στην επικαιρότητα, δε διστάζει να στηλιτεύσει την «παντοδυναμία του
χρήματος». Έχει πλέον ακροασθεί την φρενίτιδα της εποχής να υποβάλλει τα πάντα
υπό μέτρηση. Η ποσότητα μονοπωλεί τη σύγχρονη σκέψη και ρυθμίζει την ανθρώπινη
ψυχολογία, όπως παρατηρεί. Η ίδια δηλώνει «αντιχρηματική» και εκφράζει την
αντίθεσή της ρητά αναφορικά με την αναβίωση παλιών θρησκευτικών παθών.
Η Κατερίνα
Αγγελάκη-Ρουκ, συγκεφαλαιωτικά, είναι ικανοποιημένη από τη ζωή της. Θεωρεί ότι
η ζωή την αντάμειψε ίσως και με περισσότερα από όσα της πρόσφερε. Τα ποιήματά
της «χάιδεψαν τις πληγές της» και η ίδια προσπάθησε να κατανοήσει την υγεία του
κόσμου. Η ίδια ακόμα, «κοιτάζοντας» τον έρωτα «ανακάλυψε την ενδοχώρα του
συναισθήματος» και επιχείρησε να γευτεί την υπέρτατη ηδονή που δεν είναι άλλη
από το «να αγγίζεις το φθαρτό και να παραμερίζεις το θάνατο». Αν κάτι την
θλίβει είναι και όταν «Τι ερπετά, τι έντομα/η ευτυχία των ανθρώπων/έτσι όπως την
κρατούν επίμονα
τόσο κοντά στο χώμα» ή όταν «η χώρα κατοικείται… από νιάτα αμεταχείριστα». Μπορεί βιώνοντας τον έρωτα να «έρχεται σε έναν παράφορο θάνατο κοντά του και να αποκαλεί φως το μαύρο φτερό που την αγγίζει» αλλά αρνείται να συμφιλιωθεί με τον θάνατο. Τα γερατειά την πληγώνουν πολύ, κι ας «είπαμε»- εμείς οι άνθρωποι- «ένα τίποτα και πέρασε η ζωή», κι ας «πολλά έχουν δει τα μάτια της» ο θάνατος κι ο πόνος της φέρνουν τρόμο. Οι στίχοι της παρόλα αυτά, και η ιστορία θα την διατηρούν για πάντα αθάνατη και επίκαιρη και «η πόρτα της ποιήσεως» θα μένει για την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ πάντα «ανοιχτή».
τόσο κοντά στο χώμα» ή όταν «η χώρα κατοικείται… από νιάτα αμεταχείριστα». Μπορεί βιώνοντας τον έρωτα να «έρχεται σε έναν παράφορο θάνατο κοντά του και να αποκαλεί φως το μαύρο φτερό που την αγγίζει» αλλά αρνείται να συμφιλιωθεί με τον θάνατο. Τα γερατειά την πληγώνουν πολύ, κι ας «είπαμε»- εμείς οι άνθρωποι- «ένα τίποτα και πέρασε η ζωή», κι ας «πολλά έχουν δει τα μάτια της» ο θάνατος κι ο πόνος της φέρνουν τρόμο. Οι στίχοι της παρόλα αυτά, και η ιστορία θα την διατηρούν για πάντα αθάνατη και επίκαιρη και «η πόρτα της ποιήσεως» θα μένει για την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ πάντα «ανοιχτή».
Οι στίχοι
που παρατίθενται σε εισαγωγικά προέρχονται κατά σειρά από τις ακόλουθες
συλλογές:
·
“Η
ουλή” από τη συλλογή της Κ. Αγγελάκη- Ρουκ “Επίλογος Αέρας”, Κέδρος, 1990
·
“Στον
ουρανό του τίποτα με ελάχιστα”, Καστανιώτης, 2005
·
“Το
σώμα είναι η νίκη και η ήττα των ονείρων” από τη συλλογή της Κ. Αγγελάκη-
Ρουκ “Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό”, Ερμής, 1974
·
“Μοναξιά”
το ποίημα της Κ. Αγγελάκη- Ρουκ δημοσιεύτηκε το Φθινόπωρο του 1956 στην
εφημερίδα “Καινούρια Εποχή”
·
“Τι
δίνει η ποίηση και τι παίρνει” από τη συλλογή της Κ. Αγγελάκη- Ρουκ “Η
ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ”, Καστανιώτης, 2011
·
“Ένα
απλό κρεβάτι” από τη συλλογή της Κ. Αγγελάκη- Ρουκ “Η ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΤΗΣ
ΥΠΑΡΞΗΣ”, Καστανιώτης, 2011
·
“Προοίμιο”
από τη συλλογή της Κ. Αγγελάκη- Ρουκ “ΛΥΠΙΟΥ”, Χειροκίνητο-Νέο Επίπεδο”,
1995
·
“Η
αλλοτρίωση της έλξης” από τη συλλογή της Κ. Αγγελάκη- Ρουκ “Η ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΤΗΣ
ΥΠΑΡΞΗΣ”,Καστανιώτης,2011