Εκείνο το μεσημέρι του Σαββάτου η θάλασσα του Σαρωνικού στραφτάλιζε από έναν λαμπερό
χειμωνιάτικο ήλιο που υποσχόταν σε όλους τους ταξιδιώτες ένα καλό
τριήμερο Καθαράς Δευτέρας.
Η μάνα είχε συνεννοηθεί από το πρωί με τη δασκάλα
μου, την κυρία Ιωάννα, και τη δασκάλα
της αδελφής μου, την τρομερή
κυρία Σόνια, ότι θα ερχόταν νωρίτερα να μας πάρει από το σχολείο για να προλάβουμε το καράβι.
Έτσι κι έγινε. Γύρω
στις 12.30 η μάνα μας περίμενε στην πόρτα
κι εμείς με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά
αποχαιρετούσαμε το σχολείο γιατί σε λίγο θα φεύγαμε για την Αίγινα.
Τα πράγματα ήταν έτοιμα
από την προηγούμενη μέρα. Τα τελευταία ψώνια είχαν γίνει. Εμείς αλλάξαμε ρούχα,
πετάξαμε τη σχολική ποδιά με το σήμα στο στήθος και φύγαμε. Η διαδρομή με το
λεωφορείο από την Αγιά Σοφιά μέχρι την
πλατεία Καραϊσκάκη φαινόταν ατέλειωτη. Η προσμονή να δούμε την εικόνα του «Αφαία» που έφευγε κανονικά στις 13.40
ήταν μεγάλη.
Σχεδόν τρέξαμε να
μπούμε κρατώντας κάτι μισά εισιτήρια που
πάντοτε έβγαζαν του πατέρα μου. Ανεβήκαμε την μπουκαπόρτα. Αυτοκίνητα,
μοτοσικλέτες, βαλίτσες, πράγματα μέσα στο γκαράζ του πλοίου αδημονούσαν και
αυτά να φτάσουν στον προορισμό τους. Φωνές, γέλια, εντολές και άλλα πολλά
έρχονταν στα αυτιά από τους οδηγούς και το πλήρωμα στο γκαράζ, που μας φαίνονταν αδιάφορα γιατί εμείς
χαζεύαμε την ταμπέλα που έγραφε «Διά
Αίγινα To
Aegina».
Προχωρήσαμε στο στενό
διάδρομο και ανοίξαμε την ξύλινη πόρτα του σαλονιού που ήταν ήδη γεμάτο. Με
πολύ κόπο κατόρθωσε η μάνα να βρούμε μια γωνιά, πάντα από την πλευρά που δεν θα
είχε ήλιο! Χωθήκαμε στα κόκκινα πέτσινα καθίσματα κι απλώσαμε τα χέρια μας πάνω
στο άσπρο ξύλινο τραπεζάκι που υπήρχε
ενδιάμεσα στους καναπέδες.
Όλα ήταν μαγικά.
Ήμασταν μέσα στο καράβι για την Αίγινα. Σε λίγο θα φεύγαμε. Μέσα στο σαλόνι οι
άνθρωποι μιλούσαν δυνατά χειρονομούσαν, παράγγελναν καφέδες, σάντουϊτς,
πορτοκαλάδες, σάμαλι. Ο άνθρωπος στο
μπαρ, που μετά από χρόνια έμαθα ότι τον έλεγαν Θόδωρο, δεν σταματούσε να
φτιάχνει καφέδες και να τους σερβίρει σε κάτι πορτοκαλί πορσελάνινα φλιτζάνια
που είχε κρεμασμένα σε μια βιτρίνα με καθρέφτη. Εμένα πολύ μου είχαν κάνει
εντύπωση αυτά τα φλιτζάνια κι ονειρευόμουν μια μέρα, όταν πλέον θα ήμουν
μεγάλος και με δικά μου λεφτά, να πιω τον καφέ μου σε ένα τέτοιο φλιτζάνι.
Περίμενα πως και πώς να
μας πάρει η μάνα σάντουιτς από το μπαρ.
Με το μπλε περιτύλιγμα είχε τυρί, με το
κόκκινο ζαμπόν.
Σε λίγο ο θόρυβος της
άγκυρας που μαζευόταν σήμανε τη
διαδικασία της αναχώρησης. Ένα ελαφρύ
σάλεμα του πλοίου και το μεγάλο φορτηγό
του «Λούκουμου» τράβηξε χειρόφρενο μέσα στο γκαράζ. Εγώ να θέλω να βγω έξω να
δω το γκαράζ αν γέμισε και η μάνα να απαγορεύει! «Αν σηκωθείς θα χάσουμε τη
θέση»
Αφοπλιστική η απάντησή
της. Κι είχε δίκιο όπως πάντα. Κόσμος πολύς συνέχιζε να μπαίνει. Σε λίγο
σφύριξε τρεις και φύγαμε αποχαιρετώντας
για λίγο το περήφανο «Καμέλια» που αναχωρούσε στις δύο ακριβώς για όλα τα
νησιά και τις πολιτείες του Σαρωνικού.
Το «Αφαία» έστριψε
γρήγορα και κινήθηκε αποφασιστικά
προς την μπούκα του λιμανιού. Στη μικρή διαδρομή πέρασαν από
δίπλα μας μαύρα ρυμουλκά του Βερνίκου, ξύλινα καραβάκια που έρχονταν από τη
Σαλαμίνα, καθώς και το αγέρωχο μα
κομψότατο «Ελλάς» που μας συνάντησε στην είσοδο
του λιμανιού. Επέστρεφε από Αίγινα.
«Το Ελλάς» φεύγει στις
τρεις πάει και Μέθανα και Πόρο, άκουσα να λέει η αντικρινή κυρία που ήδη είχε
πιάσει κουβέντα με τη μάνα μου, ενώ ξεφύλλιζε τον «Ταχυδρόμο’ που είχε εξώφυλλο
τη Λάσκαρη.
Η θάλασσα
ήταν απίστευτα ήσυχη για τέτοια εποχή και όλα έδειχναν ότι θα είχαμε ένα όμορφο ταξίδι. Χάζευα την απλωσιά
της θάλασσας και τους γλάρους που ανεβοκατέβαιναν, τα μεγάλα φορτηγά
πλοία στη ράδα που περίμεναν να μπουν
στο λιμάνι.
«Να πάμε έξω;» Ρωτήσαμε
τη μάνα.
«Να πάτε, αλλά να
προσέχετε»
Δεν με ένοιαζε αν θα
έμενα για όλο το ταξίδι όρθιος. Αρκεί που ήμουν μέσα στο «Αφαία», αρκεί που
πήγαινα στην Αίγινα.
Περνώντας ανάμεσα στον
κόσμο, σε βαλίτσες και δέματα ανοίξαμε την πόρτα και κατευθυνθήκαμε στους
πλαϊνούς διαδρόμους του γκαράζ. Τα αυτοκίνητα πολλά και διαφορετικά. Ένα
μωσαϊκό από μάρκες, χρώματα, αριθμούς και έξω – έξω εκεί που ήταν η μπουκαπόρτα
ένα γκρι αυτοκίνητο μεγάλο σαν φορτηγό, σαν μικρό λεωφορείο με δύο μικρά
παραθυράκια και ανοιχτές τις πίσω
πόρτες. Δύο χωροφύλακες κάθονταν
νωχελικά και κάπνιζαν.
Κάναμε τη βόλτα μας
ανεβήκαμε στο πάνω σαλόνι, σκαρφαλώσαμε στο επάνω κατάστρωμα, χαζέψαμε την τσιμινιέρα με το γράμμα «Λ» στη ράχη της. Κατεβήκαμε από
μια απότομη σκαλίτσα, φτάσαμε ως τη γέφυρα. Ακουμπήσαμε στα ρέλια. Είδαμε το ναύτη να κρατά γερά το πηδάλιο. Η φιγούρα της μεγάλης Λαούσας όλο
και πλησίαζε. Τρέξαμε να το πούμε στη μάνα. Αυτό σήμαινε ότι κοντεύαμε.
Περάσαμε στο πίσω μέρος όπου βρίσκονταν κάποιες καμπίνες. Από μία ανοιχτή πόρτα
είδαμε έναν νέο ψηλό σγουρομάλλη άντρα να μετρά εισιτήρια.
«Κατεβείτε κάτω, μας
είπε, γιατί αρχίζει ο έλεγχος σε λίγο» Μετά από χρόνια έμαθα ότι τον έλεγαν
«Μπάμπη».
Ο έλεγχος έγινε,
και τώρα πλέον ήταν η σειρά του λοταριατζή! Μοίραζε χαρτάκια στα τραπέζια
και επιδείκνυε τις φρέσκες «ψαρούκλες»
που προφανώς θα είχε προμηθευτεί από καΐκια
της Αίγινας πριν το πρώτο δρομολόγιο ή από την ψαραγορά του Πειραιά. Μου
ήταν όμως αδιάφορο, γιατί ποτέ δεν μου
άρεσαν τα ψάρια.
Μετά τη Λαούσα άρχισαν να διακρίνονται τα πρώτα
σπίτια της Αίγινας. Χωρίς να το καταλάβουμε, στρίψαμε στο φανάρι και κατευθυνθήκαμε για το λιμάνι. Ο κόσμος άρχισε σιγά – σιγά να
κατεβαίνει στους διαδρόμους και να περιμένει τη στιγμή της αποβίβασης.
Το λιμάνι της Αίγινας
μια αγκαλιά. Μπήκαμε και με επιδέξιες μανούβρες δέσαμε στην προβλήτα. Όλα μέσα στο μικρό λιμάνι ήταν γαλήνια και ήρεμα. Πολύχρωμα καΐκια ήταν δεμένα δίπλα
στις μικρές ψαρόβαρκες ενώ κάποιες χρωματιστές τέντες είχαν τολμήσει να
απλωθούν. Τα λεωφορεία περίμεναν τον κόσμο για Σουβάλα, Πέρδικα, Αγία Μαρίνα,
Μεσαγρό.
Βγήκε από το καράβι πρώτα το μεγάλο γκρι αυτοκίνητο που ανέπτυξε αμέσως
μεγάλη ταχύτητα στον παραλιακό δρόμο. Οι επιβάτες φορτωμένοι άφηναν πίσω τους
το πλοίο. Μαζί τους κι εμείς.
Ο πατέρας μας περίμενε
στο περίπτερο του Μηνά.
Ανηφορίσαμε το δρόμο
για το Συνεταιρισμό και τραβήξαμε
για το Λιβάδι με τα πόδια. Το μικρό
σπίτι της θείας Νίκης μας περίμενε για να γιορτάσουμε όλοι μαζί την τελευταία
αποκριά και τα κούλουμα.
Χάζευα τις γυμνές από
φύλλα φιστικιές και τα καταπράσινα χωράφια. Ήμουν σίγουρος ότι αύριο το πρωί ή
μάνα με ένα μαχαιράκι και μια νάϋλον τσάντα θα έβγαινε για χόρτα. Περάσαμε την ταβέρνα
του «Μαρίνη» και προχωρήσαμε προς το σχολείο της Χλόης.
Η θεία Νίκη μας
περίμενε στην πόρτα. Χωθήκαμε μέσα στο
γνώριμο και ζεστό σπιτικό της με το τζάκι πάντα αναμμένο, τις εταζέρες στον
τοίχο, τις πάντες, τα παλιά στρωσίδια, τις όμορφες γωνιές και τις αγαπημένες μυρωδιές του ξύλου που
σιγοκαιγόταν στο τζάκι και του μαγειρευτού φαγητού.
Όλα μύριζαν
Αίγινα! Όλα ήταν Αίγινα! Κι εμείς τρελοί από χαρά μπαινοβγαίναμε στο σπίτι,
κάναμε την εθιμοτυπική επίσκεψη στις κότες της θείας, ρωτούσαμε, ξαναρωτούσαμε
και στασιό δεν είχαμε. Η θεία Νίκη είχε και κατσίκες. Η μεγάλη η «Κατίνα» έτσι
την έλεγε είχε γεννήσει δύο μικρά. Εμείς τρελοί και παλαβοί με τα
κατσικάκια της Κατίνας! Αλλά και με τις
γάτες της, τη Ροζαλία και το Θωμά!
Την επόμενη η θεία με
έστειλε στο μαγαζί της «Βολέβαινας» για
χαλβά. Το απόγευμα πήγαμε στους Αγίους Αναργύρους στη θάλασσα και περπατήσαμε
σε πολλά χωράφια. Η μάνα μάζεψε χόρτα και η αδελφή μου κάτι περίεργα
αγριολούλουδα.
Τα χοντρά
μακαρόνια της ημέρας χιονισμένα από χούφτες κεφαλογραβιέρας
άχνιζαν στα πιάτα. Ήταν το παραδοσιακό φαγητό της ημέρας, μαζί με τη «γαλόπιτα»
που μοναδικά έφτιαχνε η θεία από το γάλα
της κατσίκας της. Το βράδυ κοντά στο τζάκι πάλι η κουβέντα άναψε για σόγια,
ξεχασμένες θείες, ζωηρά ξαδέλφια και
κουμπάρους. Κι εμείς ακούγαμε, άλλοτε με ενδιαφέρον άλλοτε αδιάφορα χωρίς να
ξέρουμε πρόσωπα και σχέσεις. Απλά
φανταζόμασταν.
«Να διαβάσετε, τι τα
κουβαλήσαμε τα βιβλία μαζί μας» Η φωνή της μάνας που δεν ήθελε να ακούμε
αυτές τις συζητήσεις και τις απίστευτες
ιστορίες που διηγόταν ο πατέρας μας.
Η θεία με πολύ κωμική
φλέβα, μας έκανε πειράγματα και μιλούσε με παραστατικό τρόπο για γειτόνισσες
και συγγενείς αραδιάζοντας μοναδικά κουτσομπολιά που τις επόμενες μέρες θα έδιναν τροφή για
συζητήσεις που θα έκανε η μάνα στο σπίτι του Πειραιά μαζί με τη αδελφή της και
τη μάνα της Το άλλο σόι!. Εμείς μαθαίναμε τον κόσμο και τα πρόσωπα της
Αίγινας μέσα από τις απολαυστικές
διηγήσεις της θείας που ήταν πασπαλισμένες με δόσεις υπερβολής και μιας
ιδιαίτερης σάτιρας.
Στα παιδικά μας μάτια η
θεία Νίκη ήταν ένα πρόσωπο πολύ αγαπητό αλλά και σπουδαίο. Είχε ζήσει πολλά. Ήταν μεγαλύτερη από τον πατέρα μου και
μαζί είχαν περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια
στο Μποριατάδο της Κυψέλης. Μετά την
έστειλαν στην Αθήνα, σε μια μακρινή θεία
τους, να μάθει μοδιστρική και ράψιμο. Όταν γύρισε στην Αίγινα την
πάντρεψαν με κάποιον πολύ μεγαλύτερο. Απέκτησαν έναν γιό, τον ξάδελφο μου ο
οποίος έμεινε από πολύ μικρός ορφανός. Γιατί ο άντρας της θείας μας σκοτώθηκε
ένα βράδυ πέφτοντας με από τη γαιδάρα του, καθώς ήταν πολύ μεθυσμένος.
Κατρακύλισε στα βράχια και έμεινε εκεί αβοήθητος, χτυπημένος για αρκετά
μερόνυχτα. Όταν τον βρήκαν ήταν πολύ αργά.
Έτσι έμεινε χήρα η θεία
Νίκη και ο πατέρας που την αγαπούσε πολύ την επισκεπτόταν τακτικά, της έκανε
παρέα και τη βοηθούσε. Μαζί του κι εμείς. Πολλά Σαββατοκύριακα περνούσαμε στη
θεία Νίκη, στο μικρό σπίτι στο Λιβάδι της Αίγινας. Τότε !
Ήταν η εποχή της μαυρόασπρης τηλεόρασης με τα δύο και μοναδικά
κανάλια την ΕΡΤ1 και την ΥΕΝΕΔ.
Ο χαρταετός πάντα ήταν
το απωθημένο μας. Κάθε χρόνο γίνονταν μάχες για να πετάξει. Ο πατέρας έφτιαξε
την ουρά μαζί με τον ξάδελφο μας, πρόσθεσαν τα ζύγια και έλεγξαν την καλούμπα.
Αργά το βράδυ της Κυριακής κι έχοντας
περάσει μια έντονη ημέρα, ο ύπνος δεν με έπιανε. Σκεφτόμουν την περιπέτεια του χαρταετού κι αν ο καιρός θα ήταν καλός,
αν θα φυσούσε αέρας, αν ο αετός θα τα κατάφερνε.
Πήγαμε στο μεγάλο
χωράφι πρωί – πρωί. Πήραμε θέσεις και με τη βοήθεια του ξαδέλφου ο πολύχρωμος αετός πέταξε.
Τα σαρακοστιανά εδέσματα στο τραπέζι ήταν πάντα
το βάσανο μου, γιατί δεν τα πολύ συμπαθούσα. Μάνα και θεία είχαν ετοιμάσει
ταραμοσαλάτες, χταπόδι βραστό, κοφτή ντομάτα με ρίγανη, τουρσιά, ραπανάκια,
λαγάνα οπωσδήποτε και χαλβά. Ο χαλβάς ήταν το επιδόρπιο πάντα στο γεύμα της
Καθαράς Δευτέρας. Εκείνη τη φορά την παράσταση έκλεψαν οι βολβοί στους
οποίους ο πατέρας είχε μεγάλη αδυναμία.
Βραστούς τους είχε φτιάξει η θεία με μπόλικο ξύδι. Μετά το σαρακοστιανό φαγητό ξεκινούσε το ταξίδι
της επιστροφής.
Ευχαριστίες,
αποχαιρετισμοί και εμείς περίλυποι να αποχαιρετούμε τη θεία Νίκη, τον ξάδελφο, τα παιχνίδια μας,
τον καθαρό αέρα, τα πράσινα λιβάδια, την Αίγινα.
Πάντα βιαστικοί να
προλάβουμε να μπούμε στο πλοίο. Ο κόσμος πολύς. Ουρές που περίμεναν το επόμενο
πλοίο και το κάθε πλοίο. Ήταν ευτύχημα αν κατορθώναμε να μπούμε έγκαιρα σε κάποιο. Αλλιώς θα
στεκόμασταν στην ουρά κι ας έβρεχε κι ας έκανε κρύο.
Εκείνη την Καθαρά
Δευτέρα σταθήκαμε τυχεροί! Ο καιρός ήταν
καλός αλλά κι εμείς κατορθώσαμε να εξασφαλίσουμε την είσοδο μας στο «Αίγινα». Και σε αυτό το πλοίο ο
πατέρας είχε πολλούς γνωστούς.
Ο «Πορτοκαλής Ήλιος»
περήφανος κι λιγουλάκι απόμακρος, ήρθε έδεσε σχεδόν δίπλα, πήρε λίγους επιβάτες
κι έφυγε. Ερχόταν «από κάτω». Αυτό σήμαινε από Μέθανα, Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες,
Ερμιόνη.
Σε λίγο φύγαμε. Εμείς
και πάλι χωμένοι, στριμωγμένοι μέσα στους καναπέδες του πλοίου, αλλά χωρίς
διάθεση να βγούμε έξω να κάνουμε βόλτα. Από τα θολά τζάμια έβλεπα το κάτασπρο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων να
ξεμακραίνει. Σιγά - σιγά βράδιαζε και η τα γυαλιστερά μαύρα νερά της
θάλασσας άρχισαν να αποκτούν μια άλλη μυστηριώδη γοητεία.
Το φωτισμένο λιμάνι του
Πειραιά μας υποδέχτηκε κι εμείς ανόρεχτοι και με βαριά διάθεση ανεβήκαμε στο
λεωφορείο για το σπίτι.
Πάντα ήταν δύσκολο το
ταξίδι της επιστροφής από την Αίγινα. Ποτέ δε θέλαμε να το θυμόμαστε γιατί ποτέ
δεν το απολαμβάναμε, δεν το χαιρόμασταν. Οι τσάντες μας μπορεί να ήταν γεμάτες
καλούδια και λιχουδιές από τη θεία αλλά
ο νους μας ήταν πίσω.
Πόσο θα θέλαμε να
ήμασταν πίσω. Γιατί η Καθαρά Δευτέρα να διαρκεί μόνο μια ημέρα κι όχι μια
βδομάδα;
Με αρκετή μελαγχολία
στο βλέμμα και με βαριά διάθεση ξεκινούσαμε τότε τη βδομάδα. Στο πίσω
μέρος του μυαλού μας είχαμε πάντα το
επόμενο ταξίδι στην Αίγινα, κάποιο Σαββατοκύριακο που θα είχε καλό καιρό ή
το Πάσχα.
Αλλά το Πάσχα αργούσε. Κι εμείς ήμασταν
παιδιά και ανυπομονούσαμε.
Και θέλαμε να ήμασταν
στην Αίγινα, στο δικό μας παιδικό παράδεισο που κι αν ακόμα ο χαρταετός ήταν
ζόρικος και δεν είχε κέφια να πετάξει, εμείς βρίσκαμε τον τρόπο να πετάξει η
ψυχή μας.
Τότε εκείνες τις μέρες
που περνάγαμε την Καθαρά Δευτέρα στο
μικρό σπίτι στο Λιβάδι!!!.