Την ώρα που σχολούσαν τα παιδιά, άρχισαν να πυκνώνουν μαύρα σύννεφα
και ο ουρανός να σκοτεινιάζει. Όλα
έδειχναν ότι πάμε για βροχή.
Κανείς όμως δεν
φανταζόταν ότι η καταχνιά θα έφερνε και στις ψυχές ενός νησιού θλίψη ανείπωτη.
Ο δυνατός σορόκος σκόρπισε γρήγορα την είδηση.
Πήρε τα χλωρά φύλλα
των δέντρων που είχαν πολύ ζωή ακόμα μέσα τους, τα ξερίζωσε με μανία και
με πρωτοφανή αγριότητα τα σκόρπισε και τα θρυμμάτισε πάνω σε στέγες, δρόμους,
σοκάκια, τοίχους και αυλές.
Ήταν η ώρα που σχολούσαν τα παιδιά. Όπως κάθε
μεσημέρι. Κάθε μέρα.
Εκείνη την ώρα θέλησες
να φύγεις. Δεν ήθελες να ταράξεις, να διακόψεις
τη μαθητική ημέρα, να προκαλέσεις ένα ακόμα κενό, να αναστατώσεις
φίλους, συναδέλφους, μαθητές και μαθήτριες.
Άφησες με πολύ διάκριση
και ευγένεια να φύγουν τα παιδιά από το σχολείο, να πάνε στις εστίες τους. Και
αφού ήσουν ήσυχος πια, ότι άλλη μια
σχολική ημέρα τελείωσε, είπες να κτυπήσεις το κουδούνι. Να σχολάσεις κι
εσύ. Να κλείσεις την πόρτα, να κλειδώσεις
το γραφείο σου. Να επιστρέψεις στους αγαπημένους σου, να αναπαυτείς μετά
από μια άλλη μέρα δουλειάς.
Ήταν η δική σου ώρα.
Ήταν η ώρα που πέρναγες έξω από το Γυμνάσιο.
-
Τώρα φεύγεις κι εσύ; Μου έλεγες.
Και ανταλλάσsαμε νέα, κουβέντες, σκέψεις.
Σε είχα δει
και φέτος να περνάς, μερικές φορές την
ίδια ώρα, ίσως από συνήθεια.
Στάθηκα στην
πόρτα και περίμενα και σήμερα.
Δεν μπορεί λέω θα περάσει. Είναι τυπικός ο Γιάννης.
Δεν πέρναγες όμως η ώρα περνούσε και η βροχή
δυνάμωνε.
Πέρασαν όμως τότε από το μυαλό μου εικόνες πολλές.
Ήταν Ιούλιος του 2011. Οι τρεις μας, εσύ, η Τασούλα κι η
αφεντιά μου, διαβάζαμε για να περάσουμε από αξιολόγηση για Διευθυντές.
Συναντήσεις στον κήπο σου, τηλέφωνα, ανταλλαγές θεμάτων, ερωτήσεων, απαντήσεων.
Κι ήρθε η στιγμή. Αναλάβαμε υπηρεσία και την πρώτη ημέρα των καθηκόντων μας ανταλλάξαμε
ανθοδέσμες, ευχές. Μεγάλη η χαρά τότε, η συγκίνηση, ο ενθουσιασμός, η όρεξη για
δουλειά. Εσύ στο αγαπημένο σου ΓΕΛ, η Τασούλα στο Γυμνάσιο Μεσαγρού κι εγώ στην
Κυψέλη. Και συνεχίσαμε. Κάθε μέρα τηλέφωνα.
-
Έλα Τζωρτζ. Έτσι με έλεγες.
Και να συμπορευόμαστε,
να συν -προβληματιζόμαστε, να γράφουμε και να σβήνουμε. Να θέλουμε να βάλουμε
μια πορτοκαλί γραμμή ενδοεπικοινωνίας. Να συνεργαζόμαστε.
Κι έτσι πέρασαν 10
χρόνια. Πότε πέρασαν Γιάννη; Ο καθένας στο μετερίζι του. Ήταν Σάββατο κι ήσουν
στο Γραφείο. Ήταν Κυριακή κι ήσουν στο σχολείο. Ήταν προχωρημένος Ιούλιος και
ακόμα δεν είχες τελειώσει με τα μηχανογραφικά.
Ήταν τέλος Αυγούστου κι
ήσουν πάλι εκεί για το Θερινό σχολείο
Φυσικής.
Ήσουν πάντα εκεί.
Όπως και πριν από λίγες
μέρες για μια ακόμα εκδήλωση που είχες
εσύ προετοιμάσει πριν βγεις στη σύνταξη.
Σήμερα δεν ήσουν εκεί.
Κι εγώ από συνήθεια,
νόμιζα ότι θα περάσεις έξω από το σχολείο.
Δεν πέρασες.
Ήταν όμως η ώρα σου.
Περίμενα να μου πεις:
Γεια σου Τζωρτζ.
Μου είχες πει από το καλοκαίρι: Εγώ φεύγω, βλέπω αυτά που έρχονται
κι είναι δύσκολα. Καταιγίδα έρχεται, και εννοούσες τα εκπαιδευτικά.
Κι έφυγες.