" Στην παλιά Αθήνα, λίγο
μετά τη Γερμανική Κατοχή οι άνθρωποι
προσπαθούν να γιατρέψουν τις πληγές που άφησε πίσω τους ο πόλεμος. Και η
μεγαλύτερη πληγή είναι ο εμφύλιος, η φαγωμάρα
για τα πολιτικά, η ασυνεννοησία, ο διχασμός.
Είναι η εποχή που στην Αθήνα υπάρχουν χαμόσπιτα τα οποία ενώνει μια κοινή αυλή με πηγάδι και πολλά λουλούδια στα παρτέρια.
Εκεί οι νοικοκυρές μαγειρεύουν, πλένουν και απλώνουν τα ρούχα τους,
κουτσομπολεύουν, ενώ οι άντρες διαβάζουν την εφημερίδα τους, πίνουν τον καφέ
τους και το ουζάκι τους. Από το πηγάδι πίνουν όλοι νερό. Σε αυτή την αυλή
υπάρχουν και τα κατοικίδια τους, τα καναρίνια, οι γάτες, ο σκύλος. Και όλοι οι
κάτοικοι της αυλής τα φροντίζουν. Η αυλή είναι ο τόπος συνάντησης, μια μικρή
Βουλή που συζητάνε τα πολιτικά, τις εξελίξεις, ο τόπος που αγαπάνε, ερωτεύονται αλλά και τσακώνονται
με το ίδιο πάθος.
Σε μια τέτοια
Αθηναϊκή αυλή ζει ο Θόδωρος, ένας φιλήσυχος νοικοκύρης που έχει αγανακτήσει από
την εμφύλια φαγωμάρα που διαδέχθηκε την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Μια
συνηθισμένη μέρα σαν όλες τις άλλες γυρίζει από τη δουλειά του και μέχρι να
τηγανίσει η Ουρανία, η γυναίκα του, τα
σαβρίδια, πέφτει για έναν μεσημεριανό
υπνάκο και βλέπει στον ύπνο του, ότι οι Γερμανοί ξανάρχονται. Ένα ολοζώντανο
όνειρο που θα εξελιχθεί σε εφιάλτη και θα τον ξαναγυρίσει στις μέρες που κρυφάκουγε
το ραδιόφωνο που φύλαγαν στο πηγάδι. Στις μέρες της πείνας και της ανέχειας που
κυριαρχούσε ο φόβος για τον Γερμανό κατακτητή. Μια τέτοια μέρα, Γερμανοί θα
μπουκάρουν στην αυλή και θα τον συλλάβουν
μαζί με τους άλλους άντρες που κατοικούν
στα σπιτάκια της αυλής……"
Το εύρημα του εφιάλτη σκαρφίστηκε το ακτύπητο συγγραφικό ζευγάρι των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου για να καυτηριάσει τη φαγωμάρα και τη διχόνοια των Ελλήνων μετά τον Εμφύλιο που ακολούθησε τη γερμανική κατοχή. Το κείμενο του 1948 που απετέλεσε και τη βάση της μεγάλης κινηματογραφικής επιτυχίας με πρωταγωνιστή το Βασίλη Λογοθετίδη παραμένει δραματικά επίκαιρο. Αυτό το έργο παρουσίασε η θεατρική ομάδα του 2ου Γυμνασίου Αίγινας το τριήμερο 18 -19 -20 Μαΐου στην αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου Κυψέλης η οποία και τις τρεις βραδιές ήταν κατάμεστη με αποκορύφωμα την παράσταση της Κυριακής, όπου οι μικροί ηθοποιοί έπαιξαν μπροστά σε ένα πολυπληθές κοινό που παρακολουθούσε όρθιο μέσα και έξω από την αίθουσα από τα ανοικτά παράθυρα και την πόρτα.
Οι μικροί πρωταγωνιστές με άνεση, απίστευτη ενέργεια και ζωντάνια έδωσαν το καλύτερό τους εαυτό κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες των καθηγητών Μπήτρου Γεώργιου και Αλυφαντής Καλλιρρόης. Το σκηνικό της παράστασης διαμόρφωσε η κ. Ματούλα Ρούσσου στηριγμένη σε πίνακες της αείμνηστης ζωγράφου Μαρίας Πωπ.
Τα μηνύματα του έργου βασανίζουν το μυαλό σε μεσοδιάστημα δύο εκλογικών αναμετρήσεων που τα παιδιακίστικα καμώματα των πολιτικών αρχηγών, τα καπρίτσια και η ασυνενοησία μας θυμίζουν τους Έλληνες του 1948. Τελικά η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει ή οι Έλληνες δεν λένε να αλλάξουν;