Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του νέου βιβλίου του πολυγραφότατου κοινωνιολόγου και θεολόγου Χρήστου Γιανναρά, καθηγητή του Πάντειου Πανεπιστημίου ο οποίος μέσα από τις επιφυλλίδες του στην "Καθημερινή" έχει αναδειχθεί σε έναν ασίγαστο κριτή της νεοελληνικής κοινωνίας, παραθέτουμε ένα μικρό - αναγκαστικά - απόσπασμα από το καινούργιο του βιβλίο, έτσι όπως το παρουσίασε ο Κ. Παπαγιώργης στην εβδομαδιαία "lifo".
Ο Γιανναράς
έχει στοχαστεί σφαιρικά όσο και ιστορικά το φαινόμενο του νεοελληνικού
κρατιδίου. Στην επιφυλλίδα με τίτλο «Κάλλιον αφτιασίδωτη υποτέλεια»
προειδοποιεί τον αναγνώστη του: «Η σημερινή επιφυλλίδα είναι αυστηρώς
ακατάλληλη για ιδεολόγους εθνικιστές - οπαδούς του “ελληνοχριστιανισμού”, του
κοραϊσμού, του “εκσυγχρονισμού”, ή όποιους άλλους». Προκλητικά, αλλά διόλου
άτοπα, προτάσσεται μια «παιγνιώδης υπόδειξη» του Μάνου Χατζιδάκι: «Να φέρουμε
τους Ευρωπαίους να μας κυβερνήσουν, ώστε να μπορέσουμε εμείς ν’ ασχοληθούμε με
τα ουσιώδη». (Ξεχνάει ο Μάνος ότι οι πρώτοι που ήρθαν με κυβερνητικά καθήκοντα
ήταν οι Άγγλοι και οι Βαυαροί;) Εν πάση περιπτώσει, γεωγραφικά σύνορα αποκτά η
χώρα με την ίδρυση του «εθνικού» κράτους το 1821, αφήνοντας εκτός συνόρων τα
τρία τέταρτα των ελληνόφωνων πληθυσμών του βαλκανικού, μικρασιατικού και
μεσανατολικού χώρου. Ο ελληνισμός, με άλλα λόγια, οι πόλεις-κράτη των αρχαίων
αλλά και η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ουδέποτε απέβλεψαν σε παρόμοιο
σχήμα. Το ιμπέριουμ των Ρωμαίων είναι κατοπινό μόρφωμα.
«... Ο Ελληνισμός συνέχισε να παράγει πολιτισμό με
πανανθρώπινη εμβέλεια, όντας υποτελής στους Ρωμαίους αρχικά και υπόδουλος στους
Οθωμανούς αργότερα. Η πολιτιστική του δυναμική εξελληνίζει ένδοθεν τη Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία, έτσι ώστε όταν η Δύση υποτάσσεται στα βαρβαρικά φύλα και
αποκόβεται (με το Σχίσμα, το 1054) από τον πολιτισμό της χριστιανικής
Οικουμένης η λέξη “Ρωμηός” να σημαίνει τον φορέα της πολιτιστικής συνέχειας του
Ελληνισμού. Ακόμα και κάτω από τον οθωμανικό ζυγό ο Ελληνισμός συνεχίζει τη
δημιουργική ανέλιξη της γλωσσικής του συνέχειας, την πολιτική ως κοινό άθλημα
πραγμάτωσης του «κατ’ αλήθειαν» βίου (στην αυτοδιοικούμενη κοινότητα) - παράγει
ποίηση, τραγούδι, εκπληκτική αρχιτεκτονική, έκπαγλη φορεσιά, αξεπέραστους
θεσμούς συνεργατικούς». Το συμπέρασμα του Γιανναρά είναι υποβλητικό:
Ο Ελληνισμός τελειώνει ιστορικά με την ίδρυση του
«εθνικού κράτους»!
Αυτό το απίθανο σύμφυρμα
χριστιανο-αρβανιτο-βλαχο-φαναριωτο-κρητικών και ό,τι βάλει ο νους μας
ελευθερώνεται ως προτεκτοράτο των Άγγλων και μέσω της Μεγάλης Ιδέας του Κωλέττη
(που την έφερε από τα Παρίσια) πουλάει παρόν για ν’ αποκτήσει μέλλον. Αν
λογαριάσουμε τους τοπικούς πολέμους, τους εμφυλίους, τους παγκόσμιους πολέμους,
τις εκστρατείες προς Ανατολάς, τις χούντες και τις μούντζες που εξαναγκάστηκε να
υποφέρει αυτό το κρατίδιο, μπορούμε να εκτιμήσουμε τις συνέπειες. Μια χώρα που
βρισκόταν από αιώνων μεταξύ Ανατολής και Δύσεως αποφάσισε να στραφεί προς τη
Δύση, πιθηκίζοντας τα πάντα (ενδυμασία, θεσμούς, κράτος, στρατό, παιδεία,
λογοτεχνία, αθλητισμό). Και μόνο η βίαιη αλλαξοφορεσιά των φουστανελάδων
πολεμιστών που αναγκάστηκαν να φορέσουν «τα στενά» αρκεί για να μεταδώσει το
πνεύμα του μιμητισμού. Και μόνο η μανιώδης αρθρογραφία μεταξύ Φαρμακίδη και
Οικονόμου εξ Οικονόμων (ο τελευταίος έδωσε προσφάτως τα’ όνομά του σε
ποδοσφαιρική ομάδα!) αρκεί για να δώσει μια ιδέα των νέων συνθηκών.
«Διακόσια
χρόνια πασχίσαμε οι Νεοέλληνες να γίνουμε Ευρωπαίοι και δεν καταφέραμε παρά
μόνο τον βυθισμό μας στη μοναξιά, στην ανημπόρια, στην καθυστέρηση. Ούτε
Ευρωπαίοι ούτε Έλληνες πια, αλλά ένα μπάσταρδο τριτοκοσμικό συμπίλημα των
ελαττωμάτων του μεταπράτη και του παρακμιακού. Και σήμερα το μεταπρατικό
οικοδόμημα του “εθνικού” μας κράτους καταρρέει με πάταγο μέσα στη διεθνή
χλεύη».
Είναι προφανές
ότι στην αρνητική κριτική ο θεολόγος παίρνει άριστα. Ακόμα και όταν, μιλώντας
για ανελλήνιστους, φτάνει μέχρι σημείου να προτείνει μια ξένη κατοχή, μια
απροσχημάτιστη υποδούλωση για να συνεχίσει να υπάρχει ο Ελληνισμός, δεν χάνει
το θέμα του. Η ξένη κατοχή, βέβαια, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Τόσο οι
Άγγλοι, που κάποτε «έκλειναν» τον Πειραιά για ψύλλου πήδημα, όσο και οι
Αμερικανοί, που διαδέχτηκαν τους Βρετανούς στον θρόνο της «προστασίας», ήξεραν
ότι αυτό το πληθυσμιακό σύμφυρμα δεν έχει ιστορική μοίρα. Είναι μήπως τυχαίο
ότι στο μόνο ζήτημα που οι Νεοέλληνες κέρδισαν επαίνους ήταν οι πόλεμοι;
Κατσαπλιάδες ξεκίνησαν, κατσαπλιάδες συνέχισαν και νυν κουκουλοφόροι.
Mοιραία,
λοιπόν, φτάνουμε στη σημερινή κατάσταση της χώρας. Ο δικομματισμός δεν άφησε
τίποτα όρθιο στη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας. Εξού και το επαχθές
χρέος, η αναβίωση του «δεν είν’ εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τες κουρταλεί»,
τα κομματικά μίση και βέβαια η ανάδειξη μιας κάποιας Αριστεράς στη θέση του
εθνοσωτήρα. Υπάρχει, τάχα, περιθώριο ανάκαμψης; Πώς να συνεννοηθούν κόμματα και
κομματίδια, όταν το μόνο που μετράει είναι το παραταξιακό άχθος; Αν και σήμερα
ίσχυε ο αττικός οστρακισμός, είναι βέβαιο ότι δεν θα είχε απομείνει ούτε ένας
πολιτικός στο κλεινόν άστυ. Και όμως, μέσα στον καταχανά θα πρέπει με ό,τι μας
απέμεινε να σηκώσουμε μπόι, να τείνουμε χείρα φιλίας, να βρούμε ό,τι χάσαμε από
τον καλό εαυτό μας. Η παρακμή της χώρας είναι κατάδηλη. Ωστόσο, δεν είναι η
μόνη. Δεν ανήκουμε στη Δύση, προφανές αυτό, ανήκουμε στα Βαλκάνια, είμαστε χώρα
αρχοντοξεπεσμένη, κι αν βρούμε τη λύση θα είναι αρχοντοξεπεσμένη κι αυτή.