Την 1η Μαΐου του 1886, τα εργατικά συνδικάτα του Σικάγο
οργάνωσαν απεργία με αίτημα τη μείωση των καθημερινών ωρών εργασίας από δέκα ή
δώδεκα (ανάλογα με την περίπτωση) σε οκτώ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβη
κάτι τέτοιο. Ας πάμε πρώτα λίγο πίσω στο χρόνο.
Το αίτημα για το οκτάωρο έχει τις ρίζες του στην Αγγλία – την πρώτη χώρα που γνώρισε τη βιομηχανική επανάσταση. Εκείνη την πρώτη περίοδο της ανάπτυξης της βιομηχανίας (18ος αιώνας), οι συνθήκες ήταν άθλιες. Η παιδική εργασία ήταν πολύ συχνό φαινόμενο (όπως τώρα στην Ασία), και οι καθημερινές ώρες εργασίας έφταναν μέχρι και τις 16, επί έξι μέρες την εβδομάδα.
Ο άνθρωπος που πρόβαλε οργανωμένα το αίτημα για οκτάωρο (που ως τότε ακουγόταν
μόνο σποραδικά και μεμονωμένα) ήταν ο Ρόμπερτ Όουεν, Ουαλός σοσιαλιστής
(ουτοπιστής) που θεωρείται, μεταξύ άλλων, πατέρας του συνεταιριστικού
κινήματος. Ο Όουεν πρόβαλε ήδη από το 1810 το αίτημα για δεκάωρη εργασία, και
από το 1817 το αίτημα για οκτάωρο, με το σλόγκαν «οκτώ ώρες εργασία, οκτώ ώρες
αναψυχή, οκτώ ώρες ανάπαυση». Το αίτημα, βέβαια, άργησε κάπως να τελεσφορήσει:
Οι γυναίκες και τα παιδιά κέρδισαν το δεκάωρο στην Αγγλία μόλις το 1847, και οι
Γάλλοι εργάτες κατάφεραν να κερδίσουν το δωδεκάωρο μετά από επανάσταση το 1848.
Στην Αμερική, που μας ενδιαφέρει εδώ (λόγω Σικάγο), το αίτημα για μείωση των ωρών εργασίας ξεκίνησε μάλλον από τους ξυλουργούς της Φιλαδέλφεια, οι οποίοι κατέβηκαν σε απεργία το 1791 ζητώντας δεκάωρη εργασία. Το αίτημα αυτό γενικεύτηκε σιγά-σιγά. Το 1835, έγινε γενική απεργία στη Φιλαδέλφεια, με επικεφαλής τους ανθρακωρύχους. Το πανό τους έγραφε: «Από τις 6 ως τις 6, δέκα ώρες δουλειά και δυο για τα γεύματα». Από το 1836 άρχισαν να κυκλοφορούν εργατικά φυλλάδια με το αίτημα για οκτάωρο. Οι ξυλουργοί των πλοίων στη Βοστόνη, παρόλο που δεν είχαν συνδικάτο, πέτυχαν το οκτάωρο το 1842.
Το 1864, το οκτάωρο είχε γίνει κεντρικό αίτημα των συνδικάτων του Σικάγο. Το νομοθετικό σώμα του Ιλινόι πέρασε στις αρχές του 1867 ένα νόμο με τον οποίο θέσπιζε το οκτάωρο, αλλά είχε τόσα «παραθυράκια» που αποδείχτηκε τελικά αναποτελεσματικός. Την 1η Μαΐου του 1867 έγινε γενική απεργία στην πόλη, που κράτησε μια ολόκληρη εβδομάδα. Το 1868, το Κονγκρέσο ψήφισε το οκτάωρο για τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους, αλλά κι αυτός ο νόμος στην ουσία έμεινε στα χαρτιά.
Στην Αμερική, που μας ενδιαφέρει εδώ (λόγω Σικάγο), το αίτημα για μείωση των ωρών εργασίας ξεκίνησε μάλλον από τους ξυλουργούς της Φιλαδέλφεια, οι οποίοι κατέβηκαν σε απεργία το 1791 ζητώντας δεκάωρη εργασία. Το αίτημα αυτό γενικεύτηκε σιγά-σιγά. Το 1835, έγινε γενική απεργία στη Φιλαδέλφεια, με επικεφαλής τους ανθρακωρύχους. Το πανό τους έγραφε: «Από τις 6 ως τις 6, δέκα ώρες δουλειά και δυο για τα γεύματα». Από το 1836 άρχισαν να κυκλοφορούν εργατικά φυλλάδια με το αίτημα για οκτάωρο. Οι ξυλουργοί των πλοίων στη Βοστόνη, παρόλο που δεν είχαν συνδικάτο, πέτυχαν το οκτάωρο το 1842.
Το 1864, το οκτάωρο είχε γίνει κεντρικό αίτημα των συνδικάτων του Σικάγο. Το νομοθετικό σώμα του Ιλινόι πέρασε στις αρχές του 1867 ένα νόμο με τον οποίο θέσπιζε το οκτάωρο, αλλά είχε τόσα «παραθυράκια» που αποδείχτηκε τελικά αναποτελεσματικός. Την 1η Μαΐου του 1867 έγινε γενική απεργία στην πόλη, που κράτησε μια ολόκληρη εβδομάδα. Το 1868, το Κονγκρέσο ψήφισε το οκτάωρο για τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους, αλλά κι αυτός ο νόμος στην ουσία έμεινε στα χαρτιά.
Τη δεκαετία του 1870, το οκτάωρο έγινε κεντρικό αίτημα για όλους τους αναρχικούς και σοσιαλιστές συνδικαλιστές, και διαδόθηκε σε όλες τις ΗΠΑ με συγκεντρώσεις και πορείες. Το 1872, στη Νέα Υόρκη, εκατό χιλιάδες εργάτες έκαναν απεργία και το πέτυχαν. Το ίδιο και στον Καναδά.
Στο συνέδριο που έκανε το 1884 στο Σικάγο, η Ομοσπονδία Αναγνωρισμένων Επαγγελματικών και Εργατικών Συνδικάτων πήρε την απόφαση ότι «από την 1η Μαΐου του 1886 και στο εξής, η νόμιμη εργάσιμη ημέρα θα περιλαμβάνει οκτώ ώρες εργασίας».
Την 1η Μαΐου του 1886, λοιπόν, τα εργατικά συνδικάτα του Σικάγο ξεκίνησαν την απεργία τους. Μετά από δυο μέρες, οι απεργοί συγκεντρώθηκαν κοντά στο εργοστάσιο McCormick. Ξέσπασαν ταραχές, και η αστυνομία του Σικάγο επιτέθηκε στους απεργούς. Το αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον δυο άνθρωποι νεκροί, αρκετοί τραυματίες, και μια πόλη γεμάτη εξοργισμένους εργάτες. Οι αναρχικοί μοίρασαν φυλλάδια με τα οποία καλούσαν τους πάντες σε συγκέντρωση στην πλατεία Haymarket, που τότε αποτελούσε πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο. Τα φυλλάδια έλεγαν ότι η αστυνομία είχε σκοτώσει τους απεργούς για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα, και παρότρυνε τους εργάτες να πάρουν εκδίκηση.
Η συγκέντρωση, πάντως, ξεκίνησε ειρηνικά, κάτω από ψιλόβροχο, το απόγευμα της 4ης Μαΐου. Ο επικεφαλής των αναρχικών, August Spies, μίλησε σε ένα πλήθος κάπου 6.000 ανθρώπων. Απ’ ό,τι φαίνεται, τους είπε πως δεν ήταν εκεί για να υποδαυλίσει κανενός είδους ταραχές. Στο μεταξύ, μια μεγάλη αστυνομική δύναμη ήταν εκεί κοντά και παρακολουθούσε τη συγκέντρωση. Το πλήθος ήταν τόσο ήρεμο που ο δήμαρχος της πόλης, που είχε περάσει από εκεί για να δει τι γινόταν, έφυγε ήσυχος για το σπίτι του. Λίγη ώρα μετά, ο επικεφαλής της αστυνομίας ζήτησε να διαλυθεί η συγκέντρωση, και οι αστυνομικοί άρχισαν να βαδίζουν παρατεταγμένοι προς το πλήθος. Κάποιος πέταξε μια βόμβα με αναμμένο φιτίλι, και η έκρηξη σκότωσε έναν αστυνομικό (και τραυμάτισε άλλους επτά, οι οποίοι αργότερα υπέκυψαν στα τραύματά τους). Η αστυνομία άνοιξε πυρ, σκοτώνοντας έντεκα ανθρώπους και τραυματίζοντας δεκάδες. Συνελήφθησαν πάνω από εκατό άτομα, και οκτώ από τους πιο επιφανείς αναρχοσυνδικαλιστές παραπέμφθηκαν σε δίκη.
Στη δίκη, η πολιτική αγωγή δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο που να συνδέει τους κατηγορούμενους με τη βόμβα. Το μόνο επιχείρημα που είχε ήταν ότι αυτός που την πέταξε είχε, λέει, υποκινηθεί από τους διοργανωτές, κι έτσι ήταν κι εκείνοι εξίσου υπεύθυνοι. Οι ένορκοι δέχτηκαν την ενοχή και των οκτώ. Στους επτά επιβλήθηκε θανατική ποινή. Η απόφαση δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερες εντάσεις και διαδηλώσεις. Ο κυβερνήτης της πολιτείας μετέτρεψε τις ποινές δύο κατηγορουμένων σε ισόβια, κι ένας από τους υπόλοιπους αυτοκτόνησε στο κελί του την παραμονή της εκτέλεσης.
Στις 11 Νοεμβρίου 1887, ο August Spies, ο Albert Parsons, ο Adolph Fischer και ο George Engel, όλοι αναρχικοί, απαγχονίστηκαν δημόσια. Αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι, καθώς περπατούσαν προς τα ικριώματα, τραγουδούσαν τη Μασσαλιώτιδα, που τότε ήταν ο ύμνος του διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Οι συγγενείς τους, που είχαν πάει για να συμπαρασταθούν, συνελήφθησαν και υπέστησαν σωματικό έλεγχο. Τις τελευταίες στιγμές, λένε πως ο Spies φώναξε: «Θα έρθει κάποτε ο καιρός που η σιωπή μας θα είναι πιο δυνατή από τις φωνές μας που στραγγαλίζετε σήμερα». Οι καταδικασμένοι δεν πέθαναν αμέσως, αλλά ο θάνατός τους ήταν αργός και βασανιστικός, και οι θεατές έφυγαν εμφανώς ταραγμένοι.
Το τραγικό είναι ότι, στις 26 Ιουνίου 1893, ο κυβερνήτης του Ιλινόι έδωσε χάρη στους 3 που ήταν στη φυλακή, γιατί αποδείχτηκε πως, τελικά, ήταν και οι οκτώ αθώοι. Η δήλωσή του έλεγε πως οι απαγχονισμένοι ήταν «θύματα της υστερίας, ενός στημένου σώματος ενόρκων και ενός μεροληπτικού δικαστή». Περιττό να πούμε ότι η πολιτική του καριέρα τελείωσε εκείνη τη μέρα.
Οι αγώνες συνεχίστηκαν, με αποτέλεσμα το 1898 να κερδίσουν το οκτάωρο οι εργάτες των ορυχείων, και το 1900 οι οικοδόμοι. Ακολούθησαν κι άλλες ενώσεις, και τελικά το οκτάωρο θεσπίστηκε επίσημα στην Αμερική το 1938.
Στην Ελλάδα, η πρώτη πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση έγινε το 1892
(αναδημοσίευση από τον ιστότοπο Gravity and the Wind)