Έφυγε αθόρυβα έτσι όπως έζησε. Ο ταπεινός εργάτης της
Κυψέλης.
Θυμάμαι το Στέλιο να
έρχεται με το παλιό τρίκυκλο κάθε πρωί στου «Σουβλάκια» στην Καβουρόπετρα και
να φέρνει τις κολώνες του πάγου. Δεκαετία του ’70 σε μια Αίγινα ασφαλώς πολύ
διαφορετική, που τα καλοκαίρια τους χωματόδρομους όργωναν πολλά ποδήλατα και
το θαλάσσιο μπάνιο ήταν μια καθημερινή ιεροτελεστία. Οι λάμπες πετρελαίου ήταν
οι απόλυτες πρωταγωνίστριες κάθε βράδυ που το τριζόνι συνόδευε τον ύπνο των απλών ανθρώπων.
Οι
νοικοκυρές, περισσότερες από τις οποίες είχαν έρθει για παραθερισμό στη πλευρά
αυτή της Κυψέλης, έρχονταν στο καθημερινό ραντεβού με μεγάλες πάνινες τσάντες ή
ζεμπίλια για να παραλάβουν το κομμάτι του πάγου. Τα παλιά ψυγεία και τα «φανάρια»
που κρέμονταν από το ταβάνι ή ήταν στερεωμένα στον τοίχο διατηρούσαν τα φαγητά
και τα τρόφιμα φρέσκα.
Ο Στέλιος έφερνε και τις μποτίλιες υγραερίου. Το ηλεκτρικό ρεύμα σιγά – σιγά τα
επόμενα χρόνια άρχισε να φωτίζει τα
σπιτάκια της Καβουρόπετρας και της υπόλοιπης
Κυψέλης. Σιγά – σιγά ο Στέλιος που πλέον οδηγούσε αυτοκίνητο, είχε
σκεπάσει την καρότσα και την είχε
μετατρέψει σε ένα μικρό μανάβικο – μπακάλικο. Περιπλανώμενος μανάβης και
μπακάλης κατέφθανε καταμεσήμερο πάλι
στου «Σουβλάκια» για να πουλήσει καρπούζια και άλλα φρούτα, με μια ζυγαριά κρεμασμένη από την
οροφή του αυτοκινήτου. Από το μεγάλο μαγαζί η Ευφημία άρχιζε τα πειράγματα κι
ένα σωστό πανηγύρι στηνόταν στις τρεις
το μεσημέρι αψηφώντας τον καυτό ήλιο, τη
ζέστη και το επίμονο τραγούδι των τζιτζικιών.
Οι δεκαετίες έτρεξαν
στη ράχη της Αίγινας. Οι συνήθειες
άλλαξαν όπως και πολλά επαγγέλματα, δρόμοι ανοίχτηκαν, καράβια ήρθαν και
έφυγαν. Άνθρωποι έζησαν καλά και
ολοκλήρωσαν τη διαδρομή τους, μα η εικόνα τους, η σκιά τους, η αύρα τους μένει να συνοδεύει
όσους τους είδαν τους απάντησαν στο
δρόμο, τους συναναστράφηκαν και άλλαξαν δυο κουβέντες μαζί τους.
Ο Στέλιος αξιοπρεπής
και διακριτικός όλα αυτά τα χρόνια κυκλοφορούσε προσεκτικά στην άκρη του
δρόμου. Δεν οδηγούσε ούτε το τρίκυκλο, ούτε το αυτοκίνητο. Σκυφτός έσερνε
τώρα το καροτσάκι του και χαιρετούσε
ευγενικά όσους συναντούσε.
Καταμεσήμερο και πάλι
ακουγόταν ο αργόσυρτος ήχος του
καροτσιού στα δρομάκια της Κυψέλης. Διαδρομές καθημερινές με προορισμούς που
μόνο εκείνος ήξερε. Με αναγκαστικές στάσεις
για να ξαποστάσει λίγο και μετά να συνεχίσει. Να συνεχίσει ως τη θάλασσα
για να κάνει το μπάνιο του.
Τούτο το καλοκαίρι που
έρχεται ο ήχος του καροτσιού δεν θα ηχήσει σε κανέναν δρόμο του χωριού. Τα
μεσημέρια δεν θα ιδρώσουν το πρόσωπό του και οι σκιές των δέντρων θα χάσουν το
θαμώνα τους. Ο Στέλιος έφυγε αθόρυβα
έτσι όπως έζησε, αφήνοντας πίσω του την εικόνα ενός ανθρώπου που δούλεψε και
ίδρωσε πολύ. Που δεν κλείστηκε στο σπίτι του, που ξεγέλασε το πρόβλημα
του και σκυφτός ως τις τελευταίες ημέρες συνέχιζε να ανηφορίζει το δρόμο
της δικής του μοναχικής ζωής.
Και ο Θεός τον είδε. Και του έδειξε την αγάπη Του. Τον
απάλλαξε από αυτό το ανηφόρι. Τον πήρε στον Παράδεισο πριν το κακό της γης
μαραζώσει το λουλούδι της ψυχής του και
οι αέρηδες το αφανίσουν. Το έκοψε και το
ανέβασε ολόφρεσκο στην αιωνιότητα.
Μια μικρή αναφορά στη μνήμη
του Στυλιανού Ηρειώτη που «έφυγε»
πριν εννέα ημέρες από το αλώνι της ζωής. Λίγα λόγια για ένα πρόσωπο
που χαρακτήρισε την καθημερινότητα του
χωριού της Κυψέλης για πολλές δεκαετίες.
Φωτογραφίες από γωνιές της Καβουρόπετρας.