«Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί…», και για να μη χαθεί η μαγεία του Δωδεκαήμερου, μια βόλτα πίσω στα παλιά θα βοηθήσει να θυμηθούμε όλα όσα μας έδιναν τη χαρά και τα όνειρα, στην προσμονή εκείνων των ημερών.
Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια!
Μια αλυσιδωτή γιορτή, όλες μαζί οι μέρες εκείνες, με διάφορες παραλλαγές, με παρόμοια έθιμα, με κάλαντα και γλυκίσματα σε όλο τον Ελλαδικό χώρο.
Για όσο κρατάει το Δωδεκαήμερο και μέχρι ν’ αγιαστούνε τα νερά με την Πρωτάγιαση (ο μικρός αγιασμός, παραμονή των Φώτων), ο λαός μας πιστεύει, –πάντα μέσα από την παράδοση– πως, από τα σκοτάδια του κάτω κόσμου, ανεβαίνουν πάνω στη γη για να «πειράξουν» τους ανθρώπους, οι κολοτσέντες! (Έτσι λέμε τους καλικάντζαρους στην Αίγινα).
Η δική μου χαρά, δυο φορές μεγαλύτερη, γιατί οι ιστορίες με κολοτσέντες, από τους παππούδες και τους γεροντότερους της γειτονιάς, ήταν ό,τι καλύτερο κοντά στο αναμμένο τζάκι, με ψητά κάστανα και στραγάλια με σταφίδες.
Σαν εκοντοζύγωνε του Άϊ Φιλίππου και αποκρεύαμε για του Χριστού τα Γέννα, εμπαίναμε πια για τα καλά στου χειμώνα τις γιορτάδες. Στα πρώτα κρύατα με τ’ Άϊ Νικολοβάρβαρα, εκάναμε τις κουμπάνιες μας. Τα άχερα στ’ αχιούρι, να ’χουνε φαΐ τα ζωντανά, στοιβιάζαμε σκεπά τα ξύλα (λιόκλαρα, περνάρια, αστοιβές), για το παραγώνι και το φούρνο, να μη βρεχόντουνε, και επαίρναμε τη «σειρά» αφ’ το μυλωνά, ν’ αλέσουμε τα γεννήματα προτού να έμπει το Δωδεκάμερο και έχουμε ντράβαλα με κείνα τα καταραμένα, τους κολοτσέντες.
Ετούτοι που λες, οι κατσικοπόδαροι, εβγαίνανε παγανιά μόνο τις νύχτες, όπως ούλοι οι κριματισμένοι. Βουρλιζόντουσάνε με το φως, και ετρουπώνανε στις σαράντα τρούπες. Όποιονε όμως επετυχαίνανε μοναχό να πορπατάει τη νύχτα, τονε πειράζανε μέχρι σκασμού.
Εξόν αν είχες κατά νου σου να τους κάνεις τον κουζουλό, και να τους μπερδέψεις, να κερδέψεις τον καιρό, ωσότου να λαλήσουνε οι πρώτοι αλέχτορες, να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα του.
Ο φόβος και ο τρόμος ήντονε οι κολοτσέντες για τις νοικοκυρές! Έτσι και δεν εβάζανε στο ντουλάπι ή στο φανάρι τα καλούδια και τις μαγεριές τους για φύλαξη, μαύρο φίδι όπου τις εδάγκωσε. Οι καταραμένοι, δεν είναι όπου τα ετρώγανε, κακιά υπομονή, είναι που τα εμαγαρίζανε. Απομόναχοι τους!
Οι κολοτσέντες, δύο πράματα τα φοβόντουνε όσο τίποτα: το ʼνα είναι η αγιαστούρα του παπά, που αγιάζει στην Πρωτάγιαση, για τούτο και εξεκουμπιζοντουσάνε από εκείνη την ημέρα για να μας ξανάρθουνε, οι καουνιασμένοι, ξανά μανά, παραμονή, στα Γέννα του Χριστού:
Φεύγετε να φεύγουμε, τι έρχεται ο μουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του τσαι με τη μαγκούρα του.
Ετούτο το τραγουδάκι, μου το έλεγε η κυρούλα μου, που το ’χε ακουσμένα σαν ήντονε παιδί, αφ’ τους ίδιους που πηλαλάγανε απάνου στο λιακό, για να γλυτώκουνε αφ’ τον παπά.
Το άλλο που φοβόντουνε, είναι η φωτιά. Βλέπεις η φωτιά δε είναι που φωτάει, είναι που τσουρουφλάει κιόλα.
Αμή τι εκάμανε όμως οι αχρόνιαγοι; Κατουράγανε απάνου αφ’ την καμινάδα να σβήσουνε τη φωτιά, και εμαγαρίζανε και το φαΐ, και τη στάχτη, που άμα ξεχνιότανε η νοικοκυρά και την έβαζε αλισίβα, όλη η μπουγάδα της εγιόμιζε τρούπες!
Για τούτο και κάθε τόσο επετάγαμε λίγα σπυριά αλάτι απάνου αφ’ τα κάρβουνα και όπως έσκαγε, εγινότανε σαματάς τρανός αφ’ τους κρότους. Έτσι φοβόντουσάνε, και μη τους είδατε.
Εκάμανε και άλλα οι νοικοκυραίοι: εγράφανε σταυρό με κάρβουνο σε ξώθυρα, σε παλεθύρια, σε χαρανί, σε κανάτι, σε γούργουλα. Προσέχανε να τα ’χουνε ούλα σκεπασμένα, και το νερό, αλλά και τα λαδικά με το λάδι, γιατί ερίχνανε μαγαρισές.
Βάζανε αστοιβή, περνάρι, θήμο, απάνου στο λιακό κοντά στην καμινάδα τσαι στις ξώθυρες, γιατί ετούτα είχανε βελόνια και τους τζιλώνανε, έτσι όπως ήντονε γδυμνοί, και όπου φύγει, φύγει, οι κατσικοπόδαροι.
Στην ξώθυρα, αφήνανε ένα κόσκινο. Έτσι και το εθωρούσανε οι βουρλισμένοι, μετράγανε τις τρούπες. Μία, δύο… και ξανά αφ΄ την αρχή, μία, δύο…, που να πούνε το τρία, που είναι η Αγιά Τριάδα!
Τους εκρεμούσανε επίσης, μια πλεξάνα λινάρι. Πάλε τα ίδια εκείνοι. Ντε και καλά να μετράνε τις κλωνές του λιναριού και να κολλάνε μέχρι το δύο. Τα ίδια εκάμανε και με τους κόμπους στο δίχτυ, ωσότου εξημέρωνε και εξεκουμπιζόντουσάνε.
Θαρρείς πως είναι παραμύθια, όσα τους καταμαρτυράνε; Αμ δε που είναι! Έχουνε ακούσει τα φυτία μου, εμένανε… Έχουνε διει τα μάτια μου…
Άλλη μέρα να ʼχωμε υγεία, που θα σε φέρει η νόνα σου, να φωνάξω τη Σιδερή και τη γριά Λασκαρού, να σου μολοήσουνε και τα εδικά τους, έτσι για να μη βάνεις με νου σου, ότι, όσα λέω, τα λέω για να περνάει η ώρα…
Κάπως έτσι τέλειωνε τις ιστορίες του ο μπάρμπα Χρήστος ο Κουνουπιώτης (1875-1959) εκείνα τα όμορφα χειμωνιάτικα βράδυα μπροστά στο τζάκι, όπου μαζί με τις φλόγες ζωντάνευαν οι θρύλοι και μάγευαν τα παιδικά μου αυτιά.
Γλωσσάρι
αλέχτορες = κοκόρια
αποκρεύαμε = νηστεύαμε το κρέας
αστοιβές = είδος αγκαθωτών θάμνων
γδυμνοί = γυμνοί
γεννήματα = στάρια, κριθάρια
γούργουλας = στάμνα
εμαγαρίζανε = βρωμίζανε με ακαθαρσίες
θήμο = είδος αγκαθωτού θάμνου
καουνιασμένοι = μαύροι σαν καμένοι
κλωνές = κλωστές
κουζουλό = τρελό
κουμπάνιες = προμήθειες
λιακό = είδος στέγης
μολοήσουνε = ομολογήσουν
ντράβαλα = φασαρίες
παραγώνι = τζάκι
τζιλώνανε = τσιμπούσαν, τρυπούσαν
φανάρι = κρεμαστό σιδερένιο ντουλάπι με σίτα
φυτία = αυτιά
χαρανί = σιδερένιος κουβάς
* Η Λίνα Μπόγρη-Πετρίτου ασχολείται συστηματικά με την Τοπική Ιστορία και την Λαογραφία της Αίγινας και αρθρογραφεί για τα θέματα αυτά στον τοπικό τύπο.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο blog aeginafirst