Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

"Χαρά Θεού", ένα διήγημα για τα Φώτα

ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα "Χαρά Θεού" του Γ. Μπήτρου που κυκλοφόρησε πέρσι τέτοιες ημέρες  και ο κάθε αναγνώστης μπορεί να το βρει στα βιβλιοπωλεία της Αίγινας.

   "Η μέρα ήταν πραγματικά «χαρά Θεού». Ούτε να την είχε παραγγείλει. Ούτε να την είχε φανταστεί. Γύρω  στις εννιάμισι  βγήκε από το σπίτι και άρχισε να κατηφορίζει προς την παραλία. Η μάνα είχε από νωρίς φύγει για την εκκλησία. Τα πρωινά καράβια είχαν αναχωρήσει χωρίς να πάρουν το καθιερωμένο μερίδιο της καθημερινής επιβατικής τους κίνησης. Αργία σήμερα. Η θάλασσα ήσυχη και τεντωμένη χωρίς καμία ζάρα στην επιφάνεια της. Κάποιοι τεμπέληδες γλάροι, που δεν ακολούθησαν τα πρωινά καράβια της γραμμής, είχαν βρει αποκούμπι στο καμπαναριό του Αη- Νικόλα και στα κατάρτια κάποιων καϊκιών. Η πόλη έδειχνε να κοιμάται ακόμα και να μην έχει διάθεση να κατέβει  στο λιμάνι. Η εξέδρα σημαιοστολισμένη με πολύχρωμα σημαιάκια και κλαδιά φοίνικα ήταν πανέτοιμη να υποδεχθεί τους ιερείς, τους ψαλτάδες και τα παπαδάκια με τα εξαπτέρυγα και τα φαναράκια. Σε λίγο και οι τρεις ενορίες της πόλης θα συγκεντρώνονταν γύρω από το μικρό λιμανάκι. Λένε οι παλαιότεροι ότι η μέρα είναι σημαδιακή για  τους ναυτικούς. Με ότι καιρό, έλεγαν, πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, τέτοιον θα έχουνε και στα ταξίδια τους. Ο Αντώνης κάθισε  σε ένα παγκάκι  του λιμανιού περιμένοντας και τους άλλους. Ένας – ένας οι επίδοξοι κολυμβητές των Φώτων άρχισαν να συγκεντρώνονται  και να κάνουν διάφορες ασκήσεις προθέρμανσης. Δύο από αυτούς έπεσαν δοκιμαστικά στο νερό για να συνηθίσουν τη θερμοκρασία του. Βγήκαν τουρτουρίζοντας και βιάστηκαν να σκουπιστούν και να τυλιχτούν σε μεγάλες πετσέτες.
   Ο κόσμος άρχισε σιγά – σιγά να συγκεντρώνεται. Άνθρωποι από τα χωριά που η εκκλησιά  τους είχε νωρίτερα σχολάσει, έχοντας ακούσει τα «εκκλησιαστικά γράμματα της ημέρας» κατέβηκαν στο μεγάλο λιμάνι για την τελετή  του «αγιασμού των υδάτων». Ο Αντώνης άφησε το παγκάκι και προχώρησε ως κάτω από την εξέδρα, ψάχνοντας με το μάτι του τη φιγούρα του Πέτρου. Ήδη είχαν  συγκεντρωθεί επτά άτομα που φιλοδοξούσαν να βγάλουν το Σταυρό στην επιφάνεια και να τον παραδώσουν προσκυνώντας τον, στα χέρια του νέου αρχιμανδρίτη της πόλης. Ο Αντώνης θυμήθηκε  τον πατέρα του, που όταν ήταν μικρός αυτήν την ημέρα έπιανε πάντα το Σταυρό. Ήταν το πρόσωπο της ημέρας. Περιέφερε σε έναν δίσκο το Σταυρό σε όλα τα καφενεία και τα μαγαζιά που ήταν ανοιχτά για να τον προσκυνήσουν οι άνθρωποι. Και  όλοι του εύχονταν και του ακούμπαγαν κάποια κέρματα μέσα στο δίσκο. Μαζί με την ευλογία έβγαινε και ένα μικρό χαρτζιλίκι  που ερχόταν να προστεθεί στις πενιχρές εισπράξεις από τα κάλαντα των προηγούμενων ημερών. Άλλες εποχές. Άλλα ήθη.
   Στην εξέδρα πήραν τη θέση τους οι καλλίφωνοι ψαλτάδες που έβαλαν τα δυνατά  τους για να ακουστούν μέσα από το μικρόφωνο σε όλο το λιμάνι. Τα  εκκλησιαστικά τροπάρια διαδέχονταν το ένα το άλλο πάνω στην εξέδρα, ενώ στη βάση της ο Αντώνης και οι υπόλοιποι θαρραλέοι της ημέρας είχαν ήδη βγάλει τα ρούχα τους και ήταν έτοιμοι να πηδήξουν στο άκουσμα του πασίγνωστου απολυτίκιου. Ο Πέτρος με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις μαζί με άλλους τέσσερις ξεπρόβαλε από την απέναντι πλευρά. Σαν οργανωμένη αθλητική ομάδα με άσπρα μπλουζάκια που κάτι έγραφαν στα ψιλά, και με παράταιρες  βερμούδες πήραν θέση ανάμεσα σε δύο μικρές ξύλινες βάρκες. Ένας γρήγορος ψίθυρος διέτρεξε το μικρό λιμανάκι από άκρη σε άκρη. Κάποια νοήματα και βλέμματα παρατηρήθηκαν πάνω στην εξέδρα. Κάτι μουρμούρισαν τα παπαδάκια. Κάτι είπαν μεταξύ τους τα άλλα παιδιά γύρω από τον Αντώνη. Κάτι προσπάθησαν να του πουν. Εκείνος απέφυγε. Κοιτούσε τον ουρανό, τον κόσμο, τα μικρά παιδιά που τον χάζευαν. Χαρά Θεού. Όλα ήταν φωτεινά και καθάρια. Ο Αντώνης έκανε το Σταυρό του με αργές και χορταστικές κινήσεις  και κατέβασε τα γυαλιά της κολύμβησης μπροστά στα μάτια του. Πάντα η άμμος μέσα στο ρηχό λιμανάκι ανακατευόταν, θόλωνε το νερό, γινόταν πολτός και δεν υπήρχε ορατότητα. Η μεγάλη στιγμή  είχε έρθει. Ήταν εδώ. Θέλησε να ακούσει τη στιγμή. Να τη νιώσει. Να τη ζήσει. Είχε φθάσει στο τέλος μιας πορείας  που τον είχε γεμίσει. Αισθανόταν ήδη νικητής αν και δεν είχε ακόμα αγωνιστεί. Από μέρες σκεφτόταν και προετοίμαζε τον εαυτό του για όλα τα ενδεχόμενα. Είχε συμβιβαστεί με την ιδέα ακόμα και της αποτυχίας. Δεν θα ένιωθε χαμένος όπως πέρσι. Δεν θα χάριζε στην παρέα του Πέτρου την ευχαρίστηση να τον δουν να αρρωσταίνει μετά από μία αποτυχία. Ας κέρδιζε ο Πέτρος. Τουλάχιστον όμως τίμια και χωρίς να επαναληφθούν όλα εκείνα  τα θλιβερά  της προηγούμενης χρονιάς"