Ο Άγιος Λογγίνος ο εκατόνταρχος
Ο Λογγίνος έζησε την εποχή που αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν ο Τιβέριος. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Εντάχθηκε στο Ρωμαϊκό στρατό και έφθασε στο αξίωμα του εκατόνταρχου, επικεφαλής δηλαδή εκατό στρατιωτών. Υπηρετούσε στην περιοχή της Παλαιστίνης και ήταν επικεφαλής αξιωματικός των στρατιωτών που διατάχθηκαν από τον Πόντιο Πιλάτο να εκτελέσουν τη θανατική καταδίκη του Ιησού. Ο Λογγίνος εκτελώντας τις διαταγές που είχε πάρει, παρακολουθεί και ζει από κοντά τα γεγονότα της Σταύρωσης, τα φρικτά πάθη του Κυρίου. Όμως η ψυχή του Λογγίνου ήταν ευγενική και διέκρινε την αθωότητα του Ιησού. Είδε σε βάθος το πρόσωπο του Χριστού και κατάλαβε την αγαθότητα και τη σεμνότητα του προσώπου Του, αλλά και την υποκρισία και το φανατισμό των σταυρωτών Του. Συγκλονίζεται από το σεισμό, από τη σκότιση του ήλιου και από το σκίσιμο του καταπετάσματος του Ναού. Φρίττει όταν βλέπει τα μνημεία να ανοίγουν και τις πέτρες να ραγίζουν. Ο νους του φωτίζεται και φωνάζει με δυνατή φωνή: «Πραγματικά ο άνθρωπος αυτός ήταν υιός Θεού». (Μαρκ. 15,39).
Μετά τη Σταύρωση παίρνει τη διαταγή να φυλάξει αυτός και οι στρατιώτες του τον τάφο του Κυρίου. Όταν η είδηση της Αναστάσεως του Κυρίου αρχίζει να διαδίδεται οι Φαρισαίοι τον πλησιάζουν και του δίνουν χρήματα για να διαδώσει ότι οι μαθητές του Χριστού έκλεψαν το Άγιο Σώμα. Αρνείται και μαζί του αρνούνται και δύο ακόμη στρατιώτες.
Ζώντας αυτά τα μεγάλα γεγονότα, αποφάσισε να παραιτηθεί από το στρατό και να επιστρέψει στην πατρίδα του την Καππαδοκία. Εκεί άρχισε να κηρύττει το όνομα του Χριστού και να μαρτυρεί για την Ανάστασή Του, λέγοντας ότι είναι αληθινός Θεός. Όταν πληροφορήθηκε ο Πιλάτος τις ενέργειες αυτές του Λογγίνου, αποφασίζει να τον κατηγορήσει στον αυτοκράτορα και με δώρα κατορθώνει να αποσπάσει από τον Τιβέριο την θανατική του καταδίκη. Έτσι στέλνει στην Καππαδοκία μικρό στρατιωτικό σώμα για να συλλάβει και στη συνέχεια να φονεύσει τον Άγιο. Οι στρατιώτες συναντούν το Λογγίνο και φιλοξενούνται από αυτόν. Ο ίδιος δεν τους αποκαλύπτεται, αλλά πληροφορείται το σκοπό του ταξιδιού τους. Μετά από αυτό τους παρέχει μεγαλύτερη περιποίηση και φιλοξενία και αποφασίζει να μαρτυρήσει, αφού προηγουμένως έχει καλέσει τους δύο παλαιούς στρατιώτες του, που μαζί του είχαν αρνηθεί τη δωροδοκία για να διαβάλουν την Ανάσταση του Χριστού. Ο Λογγίνος παρουσιάζεται στους στρατιώτες οι οποίοι λυπήθηκαν πολύ για την αποστολή τους αυτή. Ο Άγιος τους παρακάλεσε να εκτελέσουν τις διαταγές που είχαν λάβει από τον Πόντιο Πιλάτο. Οι στρατιώτες αποκεφαλίζουν το Λογγίνο και τους δύο στρατιώτες και παίρνουν την κεφαλή του και τη φέρνουν στην Ιερουσαλήμ για να βεβαιωθεί ο Πιλάτος αλλά και οι Ιουδαίοι ότι φονεύθηκε ο Λογγίνος. Μετά από αυτό θάβουν την τιμία κεφαλή του Αγίου μέσα σε κοπριές σε περιοχή έξω από τα Ιεροσόλυμα.
Μετά από πολλά χρόνια μια πλούσια γυναίκα από την Καππαδοκία μαζί με το γιό της επισκέπτονται τα Ιεροσόλυμα. Η γυναίκα είχε αρρωστήσει και σαν αποτέλεσμα αυτής της αρρώστιας είχε τυφλωθεί. Έρχεται λοιπόν στην Αγία Πόλη για να γιατρευτεί. Εκεί όμως πεθαίνει ο γιός της. Πάνω στον πόνο και τη δυστυχία της βλέπει στο όνειρό της τη μορφή του Λογγίνου. Ο Άγιος της αποκαλύπτεται και της αναφέρει ότι εάν σκάψει στο σημείο που της υπέδειξε θα βρει την κεφαλή του, αλλά θα γιατρευτεί και θα αποκτήσει πάλι το φως της. Η γυναίκα βρήκε την κεφαλή του Αγίου και γιατρεύτηκε. Αφού έβαλε σε θήκη την τιμία κάρα του Αγίου και ενταφίασε και το γιό της επέστρεψε στην πατρίδα της όπου έκτισε ναό προς τιμήν του Αγίου.
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Λογγίνου στις 16 Οκτωβρίου. Μαζί του εορτάζονται από την Εκκλησία μας και οι δύο στρατιώτες του Λογγίνου που μαρτύρησαν μαζί του.
Πόντιος Πιλάτος
Στα χρόνια 26 -36 μ. Χ. η Ιουδαία γνωρίζει τη διακυβέρνηση του Πόντιου Πιλάτου, μιας αμφιλεγόμενης προσωπικότητας που γνώρισε ακόμη και την αγιοποίηση από την χριστιανική Αιθιοπική Εκκλησία λόγω της στάσης που κράτησε απέναντι στο Χριστό. Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν γιός του Τύρου βασιλιά της Μαγεντίας. Ο Πιλάτος ήταν φίλος του αυτοκράτορα Τιβέριου. Μόνιμη έδρα του ήταν η Καισάρεια στα μεσογειακά παράλια της Παλαιστίνης. Εκεί στρατοπέδευε και μια μεγάλη στρατιωτική μονάδα. Για την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας τις ημέρες του Εβραϊκού Πάσχα ο Πιλάτος βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ. Στη διάθεσή του εκεί είχε ένα απόσπασμα της ρωμαϊκής φρουράς που κατοικούσε στο φρούριο Αντωνία. Γνώριζε πολύ καλά τα « καμώματα» των γραμματέων και των φαρισαίων και σιχαινόταν τις θρησκευτικές διαφορές που παρουσιάζονταν. Ήταν ανεκτικός μαζί τους και προσπαθούσε να κρατήσει κάποιες ισορροπίες. Η Σταύρωση του Χριστού ήταν μία ακόμη σταύρωση ανάμεσα σε χιλιάδες που είχε διατάξει κατά τη θητεία του ως κυβερνήτης της Ιουδαίας. Η τακτική του αυτή οδήγησε τη Ρώμη να τον ανακαλέσει από τα καθήκοντά του. Η ανάκληση αυτή συνιστούσε μεγάλη ατίμωση καθώς θα οδηγούσε σε δίκη και σε εξορία. Ο μόνος τρόπος για να «ξεπλύνει» κάποιος αυτή την ντροπή ήταν η αυτοκτονία. Με αυτόν τον τρόπο η οικογένεια του αυτόχειρα κληρονομούσε την περιουσία του δίνοντας στην πράξη του ένας ίχνος αλτρουισμού. Ο Πόντιος Πιλάτος αυτοκτόνησε χωρίς να μάθει ποτέ ότι μία ακόμη σταύρωση θα γινόταν η αφετηρία μιας παγκόσμιας Ιστορίας.
Έξι χρόνια μετά τη Σταύρωση του Χριστού, έστειλε στη Σαμάρεια στρατό για να καταστείλει μια εξέγερση. Πολλοί αθώοι θανατώθηκαν και οι Σαμαρείτες διαμαρτυρήθηκαν στον αυτοκράτορα, που τον κάλεσε στη Ρώμη. Ο ιστορικός Ευσέβιος προσθέτει πως ο Πιλάτος, μετά τις πολεμικές αποτυχίες του αυτοκτόνησε. Όμως άλλες πληροφορίες αναφέρουν ότι εξορίστηκε στη Γαλατία από τον αυτοκράτορα Καλιγούλα. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι, για να απαλλαγεί από τις τύψεις, ανέβηκε σε ένα βουνό, που βρίσκεται στη λίμνη Λουκέρνη της Ιταλικής χερσονήσου και έπεσε στο κενό.
Μαζί με τον Πιλάτο κατηγορίες απαγγέλθηκαν και στον Καϊάφα, τον Εβραίο αρχιερέα, που καταδίκασε το Χριστό. Λέγεται ότι σκοτώθηκε στο ταξίδι προς τη Ρώμη, στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή ο Πιλάτος αυτοκτόνησε μετανιωμένος που παρέδωσε στους Εβραίους το Χριστό, ενώ άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μετά την πτώση του αυτοκράτορα και φίλου του Τιβέριου απομακρύνθηκε από τη θέση του, εξορίστηκε και αυτοκτόνησε. Τέλος άλλες πληροφορίες θέλουν να έχει αποκεφαλιστεί στα χρόνια του αυτοκράτορα Νέρωνα.
Ότι κι αν έχει συμβεί, η προσωπικότητα του Πόντιου Πιλάτου δεν παύει να είναι ενδιαφέρουσα. Έχει καταλάβει από νωρίς ότι ο Ιησούς είναι αθώος και προσπαθεί με κάθε μέσο να τον αθωώσει. Τελευταία του λύση ο Βαραββάς και η «χάρη» που διδόταν σε έναν κρατούμενο λίγο πριν την εορτή του Πάσχα. Η ιστορία όμως απέδειξε ότι ήταν πολύ δειλός. Δεν μπόρεσε τελικά να επιβάλει την άποψη του και υπέκυψε στα ύπουλα διλήμματα των Εβραίων που έντεχνα υπαινίσσονταν πως αν δεν καταδικάσει σε θάνατο τον Ιησού, θα πάψει να είναι φίλος του αυτοκράτορα.
Ο Πιλάτος υποκύπτει αφού προηγουμένως φροντίζει να «νίψει» τα χέρια του σε μια κίνηση απαλλαγής κάθε προσωπικής ευθύνης για την καταδίκη του Ιησού. Προηγουμένως έχει δεχτεί να ακούσει τους φόβους της γυναίκας του που του εξομολογείται πως έχει δει ένα κακό όνειρο για τον Ιησού. Δειλός και αναποφάσιστος, φοβισμένος και ανασφαλής ανακρίνει τον Ιησού και διατυπώνει τη συγκλονιστική απορία του: «Και τι είναι αλήθεια;».
Τέλος οι ιστορικοί αναφέρουν πως η γυναίκα του Πιλάτου, Πρόκλα πίστεψε στο Χριστό και αγίασε.