Ο Δ.
Ποταμιάνος καταπιάνεται στο νέο του βιβλίο : "Αλληλέγγυες μέρες" από τις εκδόσεις Ποταμός, με το μεγάλο επίκαιρο και επιτακτικό όσο ποτέ θέμα της
συνεργασίας των ανθρώπων. Της ποιότητας ζωής που την καθορίζουν οι συνιστάμενες
της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, της προσφοράς.
Από την
πρώτη γραμμή επισημαίνει ότι «η
Αλληλεγγύη έχει επιτέλους ξανά μεγάλη πέραση στις μέρες μας» . Όμως
αμέσως διαχωρίζει τη θέση του και στέκεται αρνητικά έως και κριτικά απέναντι
στη μόδα της φιλανθρωπίας έτσι όπως ασκείται
στις μέρες μας. Αντ’ αυτής προτείνει
στην πράξη το καθαρό και ανόθευτο
βίωμα της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης,
της συν- δημιουργίας, της συνεργασίας πέρα και μακριά από τις φόρμες των
κρατικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων, των κατά τόπους συσσιτίων αλλά και των δράσεων
ανάλογων συλλόγων. Για ενίσχυση των όσων αναφέρει, παραθέτει ένα απόσπασμα
άρθρου από την εφημερίδα «Νέα Εποχή»: «… από τις αναζωογονημένες περιφερειακές
κοινότητες είναι που μπορούμε να περιμένουμε τις πιο δόκιμες και απολαυστικές
συνάμα πρωτοβουλίες…. Και να η ευκαιρία σου (και η δική μου) να δράσουμε
συλλογικά (με αίσθημα ατομικής ευθύνης) για να καταφέρουμε κάτι καλύτερο…. Όχι
ο καθένας το βιολί του, Ορχήστρα να γίνουμε... Με τιμή Νεόπτωχος». Θεωρεί ο
συγγραφέας ότι η αλληλεγγύη είναι σύμφυτη με την εξελικτική πορεία του ανθρώπου. Είναι στοιχείο που διακρίνει
τον άνθρωπο, τον ξεχωρίζει και του δίνει προοπτική και εξέλιξη. Διαβάζοντας τα
κείμενα του, έχεις την εντύπωση ότι η γραφίδα του είναι εμποτισμένη από το πνεύμα του
Μακρυγιάννη, άλλωστε γίνεται
αναφορά στο «ΝΕΟ ΕΜΕΙΣ» και συγχρόνως
αποστάζει την εμπειρία από των «Ελλήνων
τις κοινότητες» που κατόρθωσαν χάρη στο
πνεύμα αυτό της αλληλεγγύης και της αρμονικής συμβίωσης του καθημερινού «δουναι
και λαβείν της ανταλλακτικής οικονομίας»
να ξεπεράσουν τις όποιες δυσκολίες και να επιζήσουν είτε στην Τουρκοκρατία,
είτε στη Μικρασία, στη Σμύρνη, στη Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη. Είναι το
βίωμα των προσφύγων του ’22 ή του ΄55 που μετάγγισαν την ελλαδική κοινωνία με
τις αξίες του πλούσιου κοινοτικά
πολιτισμού τους και φύσηξαν έναν άλλον αέρα στις γειτονιές της Δραπετσώνας, της Κοκκινιάς, της
Καισαριανής του Βύρωνα. Εκεί που το καθημερινό φαγητό μπορεί να προερχόταν από
το τσουκάλι της γειτόνισσας, ή το φουρνάκι της , όταν έφτιαχναν πίτες, ψωμιά,
κάποιο γλυκό ή ακόμα και κρασί. Δοκίμαζε όλη η γειτονιά, έτρωγαν όλοι.
Στο σημείο αυτό να καταθέσω μια σκέψη που μου δημιούργησε η πρώτη
παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στη Θεσσαλονίκη από τη δημοσιογράφο Μαρία
Χούκλη και το δήμαρχο της πόλης κ. Γιάννη Μπουτάρη. Ρώτησα τον κ. Ποταμιάνο αν
αυτό ήταν σχεδιασμένο και μου απάντησε ότι ήταν σύμπτωση. Και σκέφτομαι ότι δεν
θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερος τόπος, καλύτερη πόλη, πιο ταιριαστή ατμόσφαιρα
από τη Θεσσαλονίκη, μια πόλη στην οποία έζησαν αρμονικά και εν αλληλεγγύη Αρμένιοι Εβραίοι, Σλάβοι, Έλληνες Τούρκοι,
Πόντιοι, άνθρωποι με διαφορετική γλώσσα, θρησκεία, ήθη έθιμα, πολιτισμό.
Μιλάμε για τις μικρές και μεγάλες κοινότητες που μπορούσαν να
αυτοδιαχειρίζονται, να αντιμετωπίζουν τα όποια μικροπροβλήματα, να βρίσκουν
πρακτικές και έξυπνες λύσεις για τα καθημερινά, που στόχευαν και στην κοινωνική
συσπείρωση και αλληλεγγύη. Είναι αυτές οι κοινότητες που μας κατήργησε η
Ευρώπη.
Ωστόσο σε κάποια σημεία δεν μπορείς να μην
εντοπίσεις και επιδράσεις από τη
μακραίωνη Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία και
Ανθρωπολογία όταν διαβάζεις τη φράση: «
Είναι χρέος του κάθε ατόμου η προσπάθεια να μπει στη θέση του άλλου, να νιώσει
στο πετσί το κάθε τι που τον κάνει να υποφέρει… χωρίς να του διαφεύγει η
παραμικρή λεπτομέρεια». Μια άποψη
που μας υπενθυμίζει τα Φιλοκαλικά κείμενα και την εκκλησιαστική εμπειρία άλλων
αιώνων.
Ο συγγραφέας συχνά – πυκνά με
αφορμή την επικαιρότητα δεν παραλείπει να σχολιάσει αλλά και να καταθέτει την άποψη του για το διαδίκτυο, την παιδεία και τα μαθήματα των
σχολείων, την πολιτική, τις τρέχουσες συνήθειες, δεν παραλείπει να εκθειάσει
κινήσεις και πρωτοβουλίες όπως του ΠΕΛΙΤΙ, ή τις «δικτυακά οργανωμένες πλέον
συνδημιουργικές πρωτοβουλίες, εκτεινόμενες από το πεδίο των καινοτόμων
παραγωγικών πρακτικών σε αυτό της συνεργατικής κατανάλωσης»
Ακόμα να κάνει αναφορές στην αγαπημένη του
Αίγινα και τους εδώ φίλους του, και
φυσικά για να μην ξεχνιόμαστε προσθέτει στο τέλος και κάποιες σύντομες
συνταγές.
Όμως δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι μέσα από τα γραπτά του αναδεικνύεται ένας
μεγάλος ερευνητής, στοχαστής και
επιστήμονας ο οποίος παραθέτει πλήθος αναφορών σε κείμενα και ρήσεις μεγάλων
συγγραφέων για να στηρίξει τις απόψεις του. «Ένας αναγεννησιακός στροβιλισμός
χωνεμένων γνώσεων που αποτυπώνονται στο χαρτί με ωραία ελληνικά και ρέουσα
γλώσσα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Μαρία Χούκλη.
Ένας μήνυμα αισιοδοξίας απορρέει από το γραπτό του όταν λέει ή
μάλλον προβλέπει ότι «οι επόμενες γενιές θα είναι πιο ομαδικές» ή
κλείνοντας τον πρόλογό του γράφοντας ότι: « Αντί να επιχειρούμε
πεισματικά να ελέγξουμε τις δύστροπες, επιθετικές και κακόβουλες ορμές μας, ας
προσπαθήσουμε καλύτερα να εδραιώσουμε θεσμούς που αξιοποιούν το περίσσιο
απόθεμα ευγένειας που επίσης υπάρχει μέσα μας».