Τέτοια εποχή, λίγο πριν ή λίγο μετά, το ερώτημα αυτό ακουγόταν συνεχώς μέσα στο σπίτι.
Καλοκαίρι στην Αίγινα.
Η μεγάλη στιγμή, η πολυπόθητη μέρα της αναχώρησης αποφασιζόταν μέρες ή ακόμα και βδομάδα πριν. Έπρεπε να τακτοποιηθούν τα πάντα. Η γιαγιά να πάρει τη σύνταξη, να πληρωθούν οι λογαριασμοί, να ετοιμαστούν " τα πράγματα" οι χιλιάδες τσάντες που δεν περιείχαν μόνο ρούχα αλλά και φαγώσιμα και είδη πρώτης ανάγκης και κάθε τι που η νοικοκυρά νόμιζε ότι θα της ήταν χρήσιμο και απαραίτητο για τις πρώτες ώρες, για τις πρώτες μέρες.
Τα μεγάλα μπακάλικα, ο φούρνος, το μανάβικο, γενικώς η αγορά ήταν μακριά. Λίγα τα ιδιωτικά αυτοκίνητα. Οι μετακινήσεις αυστηρά με το ΚΤΕΛ Αίγινας που τότε είχε πολλά και συχνά δρομολόγια.
Και η μέρα πλησίαζε.
Έλεγχος και πάλι στις τσάντες. Κλείσιμο καλό. ΄Θα έπρεπε να επιλέξουμε δρομολόγιο, όχι πολύ πρωινό γιατί δεν θα πραλαβαίναμε να κατέβουμε στο λιμάνι, ούτε και μεσημεριανό γιατί θα μας "έπιανε" η ζέστη. Αγώνας για να βρούμε ταξί. Δεύτερος αγώνας να ξεφορτώσουμε το ταξί από τα χιλιάδες πράγματα. Τρίτος αγώνας να βάλουμε τις τσάντες μέσα στο καράβι και μάλιστα από τη μεριά που δεν θα είχε ήλιο. Να καθίσουμε από τη μεριά που δεν θα είχε ήλιο. Συχνή η ερώτηση: "από δω θα έχει ήλιο όταν θα στρίψει;".... Και το καράβι κάποια στιγμή αναχωρούσε και μαζί άρχιζαν οι διαπραγματεύσεις. "Να βγω έξω;" "Να ανέβω επάνω;" Το κατάστρωμα επάνω, ο ανοιχτός χώρος φάνταζε σαν κάτι το εξωτικό αλλά στα μάτια των μεγάλων ένας χώρος λίαν επικίνδυνος για τα παιδιά. Και οι απάντήσεις: "Να προσέχεις" , "Μη κρέμεσαι από τα κάγκελα.)
Η Λαούσα ο πρώτος "κάβος". "Πιάσαμε τη Λαούσα;" "Κοντεύουμε τότε", "φάνηκαν τα σπίτια", "στρίψαμε στο φανάρι;".
Ερωτήματα , φράσεις κλειδιά και σημεία αναφοράς για την αρχή του καλοκαιριού που πάντα ξεκινούσε με πολλές ποοετοιμασίες και χιλιάδες όνειρα στην ψυχή και στις αποσκευές.
Ακολουθούσε η εγκατάσταση, ο καθαρισμός του σπιτιού, το ασβέστωμα στις πεζούλες τις επόμενες μέρες, τα πρώτα μπάνια, οι πρώτες ποδηλατάδες, το σμίξιμο με τους φίλους του καλοκαιριού που τους βλέπαμε μόνο το καλοκαίρι.
Τα καλοκαίρια τα παλιά στην Αίγινα, ο τζίτζικας σε ξεκούφανε το μεσημέρι, η μπουκαδούρα σε ανακούφιζε το απόγευμα, ο πουνέντης σε καλημέριζε σχεδόν κάθε μέρα. Το τριζόνι σε νανούριζε τη νύχτα. Οι πυγολαμπίδες έπαιζαν κρυφτό.
Το λεωφορείο για την Αίγινα ήταν μια γιορτή επικοινωνίας των ανθρώπων με τους ιστορικούς οδηγούς και τους θρυλικούς εισπράκτορες να βασιλεύουν. Τα ψώνια απο του Λαβράτση, του Μούρτζινου, του Κρητικού, η ψαραγορά, ο Χαραλαμπάκης, ο Παγούδης, ο Βαπόρης με τα μοναδικά κουμπιά και τις κλωστές του, ο Καμπανάος, η Φλώρα, ο Μανούσος, ο Γιώτης με τις εφημερίδες και τα περιοδικά και τόσα άλλα μικρά και μεγάλα μαγαζιά και στέκια ανεπανάληπτα της πόλης.
Και ταινίες στο Ακρογιάλι, στο Ολύμπιον, στο Άνεσις με τη Θεία Λούλα.
Το καλοκαίρι στην Αίγινα ήταν μια φέτα καρπούζι, μια τηγανιά ψάρια από τα δίχτυα του Θείου Νίκου, ένα ραβανί από τον Παγούδη, ένα αναψυκτικό στης Μαργαρώς στην Καβουρόπετρα και ένα ουζάκι στην παράγκα του μπάρμπα - Παύλου.
Το καλοκαίρι τότε ήταν οι φωνές και τα τραγούδια της Ευφημίας. Το τρέξιμο της Θείας Μαρίνας να προλάβει τις δουλειές γιατί το "Αφαία κατεβαίνει" και μέσα είναι ο άντρας της που έρχεται.
Το καλοκαίρι μετά ήταν οι βραδιές στο "Ελπιάνα" στο "Οινόη". Τα κεφτεδάκια στου "Κόκκορα" οι μακαρονάδες στου "Βατζούλια" και το σουβλάκι στου "Μπέρδου".
Το καλοκαίρι τότε ήταν απλά γιορτή που δεν ήθελες να τελειώσει γρήγορα.Γιατί είχε ανθρώπους με ψυχή και πρόσωπα γεμάτα χαρά και φως.
Στην πρώτη φωτογραφία διακρόνονται προσεκτικά τα πλοία: "Χαρά" - "Αίγινα(Αιγινάκι)" "Μαριώ" "Νεράιδα", "Αφαία", "Αίγινα".