Ο Δημήτρης Ξανθούλης δεν είναι συλλέκτης, αυτό
μπορούν να το βεβαιώσουν οι άνθρωποι που τον γνωρίζουν, είναι κάτι παραπάνω,
αυτό που λέμε «εραστής» μιας τέχνης που μας έχει χαρίσει αριστουργήματα, είναι
από τις αρχαιότερες που έχουν καταγραφεί και πολλές φορές μας οδήγησε στο να
ανακαλύψουμε το ανάγλυφο ενός χαμένου πολιτισμού.
Η συλλογή κεραμικών του Δημήτρη Ξανθούλη απαριθμεί
πάρα πολλά αντικείμενα, τα οποία συλλέγει και μελετάει από παλιά. Το κύριο σώμα
της, περιλαμβάνει αντικείμενα κατασκευασμένα στην Αθήνα, στο Μαρούσι κυρίως, το
δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και από νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ενόψει της έκθεσης «Πικάσο και Αρχαιότητα. Γραμμή και πηλός» που ξεκίνησε στις 20 Ιουνίου, στο Cycladic Shop,
παρουσιάζει προς πώληση μοναδικά κεραμικά από την πλούσια συλλογή κεραμικών του
Δημήτρη Ξανθούλη. Είναι η πρώτη φορά που το πωλητήριο ενός μουσείου
παρουσιάζει προς πώληση σπάνια, μοναδικά κεραμικά μιας ιδιωτικής συλλογής.
Μοναδικά κεραμικά από τον ελληνικό χώρο, τα οποία συνθέτουν νοσταλγικά την
ατμόσφαιρα μιας εποχής που δεν υπάρχει πια, ξυπνώντας μνήμες και εικόνες της
καθημερινής ζωής των 100 τελευταίων χρόνων.
Ζητήσαμε από τον Δημήτρη Ξανθούλη να
μας μιλήσει για την έκθεση και τη συλλογή του:
«Ούτε που
κατάλαβα το πώς άρχισα να συλλέγω κεραμικά. Η αλήθεια είναι ότι την αγάπη
την είχα από μικρός, αλλά τόσα χρόνια που είχα τον “Εξερευνητή”, ένα
παλαιοπωλείο γκαλερί στο Κολωνάκι, ασορτί με το μικρόβιο του εμπόρου,
αναγκαστικά πουλούσα τα πάντα. Μετά ήρθε η κρίση, έκλεισε ο “Εξερευνητής”
και για πρώτη φορά, αντικείμενα που αγόραζα από το παζάρι με πολύ αγάπη,
άρχισαν να συσσωρεύονται επικίνδυνα – μια και δεν είχα πια τρόπο να τα πουλήσω,
στην αρχή στα ράφια και στα τραπέζια του σπιτιού, και πολύ σύντομα όταν αυτά
γέμισαν, στα ντουλάπια, στα μπαούλα στις αποθήκες και ου το καθεξής.
Με αυτόν
τρόπο, από αποτυχημένος – θύμα της κρίσης έμπορος, έγινα συλλέκτης! Η ιδέα του να κάνω μονοθεματική
συλλογή, ξεκίνησε πριν μερικά χρόνια, όταν θαυμάζοντας τα κεραμικά της Ήρας
Τριανταφυλλίδη στο σπίτι του παλιού μου φίλου και συλλέκτη Θέμη Ραγιά, σκέφτηκα
να οργανώσω στο Φουγάρο στο Ναύπλιο, μία έκθεση με κεραμικά της. Το σχέδιο αυτό
τελικά ναυάγησε, αλλά είχα κολλήσει το μικρόβιο, και άρχισα να συλλέγω μετά
μανίας έργα της».
«Με
ενθουσίαζε η ιδέα, του ότι σε ένα χωριό – συνοικία της Αθήνας, στο Μαρούσι
συγκεκριμένα, μετανάστευσαν από τις Κυκλάδες κυρίως, όλοι αυτοί οι
αγγειοπλάστες στις αρχές του 20ού αιώνα και όταν πια η ζήτηση για στάμνες και
άλλα χρηστικά είχε τελειώσει, μετά τον πόλεμο, άρχισαν να δημιουργούν κεραμικά
αντικείμενα, αστικού γούστου αλλά με τους παλιούς τρόπους, για τις αγοραστικές
ανάγκες της νέας κοινωνίας τον αστών που δημιουργήθηκε μετά τον πόλεμο.
Η Ήρα
Τριανταφυλλίδη μαθήτευσε, έζησε και δημιούργησε μέσα σε αυτό το περιβάλλον.
Οπότε εκ των πραγμάτων, παράλληλα με τη συλλογή Τριανταφυλλίδη, άρχισα να
συλλέγω για τεκμηρίωση, κεραμικά της ίδιας περιόδου από το Μαρούσι στην αρχή
και αμέσως μετά από τα άλλα αθηναϊκά κέντρα παραγωγής. Ήταν ένα πράγμα
εξαιρετικά δύσκολο μια και τα αντικείμενα αυτά, εξαιρετικά ταπεινά, δεν
αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενο συλλογής και μέσα στα χρόνια σπάστηκαν, οι χρήστες
τους τα πετούσανε κλπ. Μια και το μικρόβιο είναι μικρόβιο, με τα χρόνια, η
συλλογή αυτή επεκτάθηκε, σε κεραμικά της ίδιας περιόδου από τα νησιά του ανατολικού
Αιγαίου και βεβαίως διάφορα «ξέμπαρκα» αντικείμενα που τα αγόραζα απλώς γιατί
μου άρεσαν.
Η ιδέα του
να τα δείξω, δεν ήταν δικιά μου. Ανταποκρίθηκα στην πρόταση της Τίνας
Δασκαλαντωνάκη, η οποία έχει την επιμέλεια αυτής, ας την πούμε επίδειξη και
διάθεση -για έκθεση, που θέλει μια διαφορετικού είδους προσέγγιση και
τεκμηρίωση σίγουρα και περιλαμβάνει ένα κομμάτι της περιφερειακής συλλογής, όχι
δηλαδή της Ήρας Τριανταφυλλίδη, αλλά των συγχρόνων της αγγειοπλαστών από την
Ελλάδα.
Μια ευκαιρία
για μένα να θυμηθώ το εμπορικό μου παρελθόν και να ανασάνουν κάπως τα ράφια και
τα μπαούλα του σπιτιού από το στοκ, σε ένα χώρο που αγαπώ και θαυμάζω».
Τα λαϊκά
κανάτια της Αίγινας, άρχισαν να κατασκευάζονται ήδη από τον 19ο αιώνα. Το υλικό
τους είναι η χαρακτηριστική «πασπάρα», δηλαδή αργιλώδης και πορώδης πηλός που
είχε την ιδιότητα να κρατάει δροσερό το νερό. Τα κανάτια αυτά γίνονται γρήγορα
το σήμα κατατεθέν του νησιού. Είναι πάντα διακοσμημενα με λουλούδια σε έντονα
χρώματα, συνήθως γαρύφαλλα και ιβίσκους. Διακοσμούνται επίσης με θέματα όπως
καράβια και ελληνική σημαία ή τη φράση «Καλό Πάσχα» ανάλογα με την εποχή του
χρόνου. Παρουσιάζονται κάποια κανάτια από τη δεκαετία του ’60, κάποια
σπανιότερα όπως τα κόκκινα από τη δεκαετία του ’70 και κάποια από την πιο πρόσφατη
παραγωγή, διακοσμημένα με αρχαιοελληνικής εμπνεύσεως φρίζες.
Η παρουσίαση
των κεραμικών, την οποία επιμελείται ο ίδιος ο κ. Ξανθούλης, περιλαμβάνει
σειρές αντικειμένων που στην πορεία θα εναλλάσσονται. Στον πρώτο κύκλο
αντικειμένων, παρουσιάζεται μεταξύ άλλων, μία ομάδα «αστικών» κεραμικών από
το Μαρούσι: κορμοί βάζα της δεκαετίας του ’60 μιας νοσταλγικής αισθητικής
του τύπου «επιστροφή στις αξίες της φύσης» εξαιρετικά δημοφιλούς στους νέους
αστούς της εποχής, καθώς και μια ομάδα από επιζωγραφισμένες κεραμικές φιγούρες
και βάζα, της ίδιας εποχής, από την Αγιάσο της Μυτιλήνης: αναμνηστικά που
εξάγονταν και πωλούνταν στα πανηγύρια των νησιών του Αιγαίου και στα
τουριστικά μαγαζιά της εποχής.
Οι τιμές των κεραμικών κυμαίνονται από 15,00€ ως περίπου 200,00€.
Οι τιμές των κεραμικών κυμαίνονται από 15,00€ ως περίπου 200,00€.
Τα πρώτα
αγγειοπλαστεία της Αγιάσου ιδρύθηκαν από αγγειοπλάστες πρόσφυγες τη δεκαετία
του ’30. Αυτοί, αναπαρήγαγαν τους «τρόπους» του Τσανάκαλε, της ζωγραφισμένης
δηλαδή με λαδομπογιές terracotta. Με τον ίδιο τρόπο είναι φτιαγμένα και τα
«αναμνηστικά» της δεκαετίας του ’60. Βαζάκια αγιασμού, θυμιατά, διακοσμητικά
κανάτια, αλλά και φιγούρες ανθρώπων και γαϊδουριών που μεταφέρουν πόσιμο νερό
σε λαΐνια.
Μία από τις
πρώτες ελληνικές βιομηχανίες κεραμικών από τις αρχές του ’20ού αιώνα. Παρήγαγε
χρηστικά κεραμικά αλλά και μοναδικά κομμάτια. Στα ατελιέ της συνεργάστηκαν κατά
καιρούς σπουδαίοι έλληνες εικαστικοί. Παρουσιάζονται κεραμικά από την τελευταία
ενδιαφέρουσα «καλλιτεχνική» περίοδο της βιομηχανίας, των δεκαετιών δηλαδή ’60
και ’70. Λίγο αργότερα, τη δεκαετία του ’80, ο Κεραμεικός, χτυπημένος από τους
σεισμούς, αλλά και από τον ανταγωνισμό των φτηνών εισαγωγών αναγκάζεται να
κλείσει οριστικά.
—