Όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, έτσι και στην Αίγινα , ο
πόλεμος και η γερμανική κατοχή
έδειξαν το χειρότερο πρόσωπο τους
, που ήταν η πείνα.
Η Αίγινα
δοκιμάστηκε περισσότερο από τα υπόλοιπα νησιά του Αργοσαρωνικού, λόγω της μεγαλύτερης απόστασης
που την χωρίζει από την Αττική και
την Πελοπόννησο σε σύγκριση
με τα υπόλοιπα νησιά.
Ο βαρύς
χειμώνας εκείνης της
χρονιάς, ήρθε να
χειροτερέψει την κατάσταση.
Ο ανεφοδιασμός
σε τρόφιμα σταμάτησε από τον Πειραιά, το 1941 και έτσι
η χρονιά αυτή – πρώτη της Γερμανικής κατοχής - ήταν φριχτή
για τους Αιγινήτες. Αναφέρεται
ότι μέσα σε τρεις μήνες το 1/6 του
πληθυσμού του νησιού πέθανε από την πείνα. Υπολογίζεται ότι
κατά το πρώτο τρίμηνο της πείνας
, πέθαναν 700 περίπου άτομα. Περισσότερο δοκιμάστηκε η Κυψέλη, στην οποία
αρχίζουν να λειτουργούν τα πρώτα συσσίτια με την φροντίδα του δάσκαλου Ιωάννη Ηλιόπουλου.
Ο δάσκαλος
Ιωάννης Ηλιόπουλος θέλοντας
να αντιμετωπίσει το σοβαρό
πρόβλημα της κακής διατροφής των
μαθητών του Δημοτικού Σχολείου
Κυψέλης οργάνωσε συσσίτια με πολύ κόπο και προσωπικές θυσίες πριν το
ξέσπασμα του πολέμου. Αυτά τα συσσίτια διακόπτονται τον Οκτώβριο
του 1940 και επαναλειτουργούν από
τον Μάιο του 1941. Αναφέρεται
ενδεικτικά ότι η πείνα, εκείνη την εποχή, αφάνισε κυριολεκτικά την
Κυψέλη. Τέσσερα με δέκα άτομα πέθαιναν
καθημερινά..
Οι Γερμανοί
είχαν απαγορεύσει τον ανεφοδιασμό
σε τρόφιμα από τον Πειραιά και την Πελοπόννησο
, ενώ οι ίδιοι άρπαζαν
για τις δικές τους ανάγκες τα
λιγοστά προιόντα του νησιού.
Οι καμπάνες
κτυπούσαν πένθιμα όσο
διαρκούσε η πείνα. Οι ιερείς έθαβαν
καθημερινά τους σκελετωμένους
από την πείνα νεκρούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία κάθε χρόνο στην κοινότητα της Αίγινας πέθαιναν 60 – 70 άτομα.
Οι άνθρωποι έτρωγαν τα πάντα
για να σωθούν, χαρούπια, τσόφλια από αμύγδαλα, κολοκύθια ωμά, κάθε
είδους χόρτα. Από την ασιτία οι άνθρωποι
πρήζονταν και αναγκάζονταν να αρπάξουν οτιδήποτε για να φάνε. Υπήρχαν
βέβαια μικρές εξαιρέσεις, όπου κάποιοι
εύποροι Αιγινήτες έκρυβαν ψωμί
και λάδι. Μετά την απελευθέρωση τα κρυμμένα λάδια
δεν ήταν κατάλληλα για
κατανάλωση.
Η ανάγκη
οδήγησε πολλούς στη ζητιανιά. Λέγεται ότι
εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην
Αίγινα ζητιάνοι, κλέφτες και διαρρήκτες.
Τα χρόνια
εκείνα μερικοί Αιγινήτες
τόλμησαν να κάνουν εμπόριο με
τα ψαράδικα και σφουγγαράδικα καίκια
τους και να μεταφέρουν όσπρια,
λάδι σιτάρι, τα οποία αποθήκευαν και κατόπιν τα πουλούσαν στην μαύρη αγορά.
Αρκετοί με τον τρόπο αυτό
απέκτησαν χρήματα, ενώ άλλοι καταστράφηκαν
γιατί τα καίκια τους
βομβαρδίστηκαν ή τορπιλίστηκαν.
Από το 1942
αρχίζουν τα Αιγινήτικα καίκια
να φέρνουν τρόφιμα από την Πελοπόννησο
και την Αττική, κι έτσι αντιμετωπίζεται το πρόβλημμα.
Από το 1943 αρχίζει να υποχωρεί η πείνα, αφού προηγουμένως έχει θερίσει ένα
μεγάλο μέρος του πληθυσμού του νησιού. Ακολούθησε η Αμερικάνικη
βοήθεια. Μετά την απελευθέρωση η
πείνα έμεινε μια φρικιαστική
ανάμνηση για όσους την έζησαν και είδαν τους συγγενείς τους
να πεθαίνουν από την πείνα.