Η δεύτερη Κυριακή μετά το Πάσχα είναι αφιερωμένη στα πρόσωπα που φρόντισαν για την ταφή του Χριστού. Ο Νικόδημος, ο αποκαλούμενος και νυχτερινός μαθητής του Χριστού, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, οι Μυροφόρες γυναίκες όπως Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, η Σαλώμη είναι οι άνθρωποι που αποκαθηλώνουν τον Ιησού από το Σταυρό και τον κηδεύουν.
Ιδιαίτερα οι γυναίκες είναι αυτές που μένουν πιστές και αφοσιωμένες στον Ιησού όχι μόνο τις τελευταίες στιγμές του, στο Γολγοθά, αλλά και μετά τη θανάτωση του.
Αφοσιωμένες δεν τον εγκαταλείπουν. Δείχνουν επιμονή και ηρωϊσμό όταν όλα έχουν καταρρεύσει. Όταν όλοι τον έχουν καταδικάσει, κτυπήσει, φτύσει, περιπαίξει, όταν οι μαθητές τον έχουν εγκαταλείψει αυτές είναι εκεί.
Δίπλα σε έναν κατάδικο, σε έναν συκοφαντημένο, σε έναν τιμωρημένο νεκρό. Οι μαθητές έχουν τρομάξει και φοβηθεί. Έχουν κρυφτεί απογοητευμένοι και ίσως να αισθάνονται ακόμα και προδομένοι.
Οι γυναίκες όμως συνεχίζουν. Δεν κατανοούν αυτό που ο πολύς κόσμος εννοεί. Συνεχίζουν και επιτελούν τα νεκρικά έθιμα της εποχής. Βγαίνουν έξω γνωρίζοντας τη θέση τους μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία που αντιλαμβάνεται τη γυναίκα ως res (πράγμα).
Οι γυναίκες κάνουν το καθήκον τους. Αυτό το λίγο, το εθιμικό κι όμως μέσα από αυτές τις ταπεινές αλλά γενναίες πράξεις αναδεικνύουν την πίστη τους και αξιώνονται να γίνουν οι πρώτοι μάρτυρες του κενού μνημείου και της Αναστάσεως.