Η απίστευτη ιστορία ενός 12χρονου παιδιού από την
Αίγινα, που, στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου, για να γλιτώσει από την
πείνα και τις κακουχίες, στάλθηκε σε ορεινά χωριά της Πελοποννήσου, σε
αναζήτηση τροφής και στέγης, περιγράφεται στο βιβλίο “Καλώστο το ξενάκι
μας...”, που ήδη κυκλοφορεί, από τις “Εκδόσεις Μπαρμπουνάκης”.
Ο μικρός Κώστας Τζίτζης, γνώρισε πολλές οικογένειες,
σε διαφορετικά μέρη, σε ορεινά χωριά της Πελοπονήσου, φιλοξενήθηκε, αλλά και
εργάστηκε μαζί τους, απόκτησε γνώσεις για επαγγέλματα της υπαίθρου, βρέθηκε
μπροστά σε εκπλήξεις και απρόοπτα και μετά από τεσσεράμισι χρόνια, επέστρεψε
-ως άλλος... “μικρός Οδυσσέας”, γεμάτος εμπειρίες για τις συνήθειες και τις
απρόσμενες συμπεριφορές άλλων ανθρώπων- στο νησί του, στη δική του “Ιθάκη”.
Το κείμενο, που αναφέρεται στην κατοχή και στα χρόνια
του εμφυλίου, ενώ αρχίζει με απλότητα, εξελίσσεται σε μια συναρπαστική αφήγηση,
με περιγραφές διαλόγων, προσώπων, εικόνων και γενά πλήθος συναισθήματα, καθώς
περιγράφει καταστάσεις που δύσκολα ακόμα και ενήλικες αντιμετωπίζουν και
αναδεικνύεται "το παιδί, που, οι καταστάσεις το ωρίμασαν πολύ νωρίς".
Στο βιβλίο, γίνονται αναφορές στην προθυμία, με την οποία οι αγρότες σε χωριά
της ορεινής Πελοπονήσου, εντάσουν στην οικογένειά τους το “ξένο παιδί”, τρώει
και κοιμάται μαζί με την οικογένεια, αλλά και μοιράζεται τις καθημερινές
δουλειές μαζί τους, εξηγεί τους λόγους, που, κάθε φορά, αλλάζει η οικογένεια
που τον δέχεται. Τονίζει ιδιαίτερα, αυτό που εισέπρατε, γενναιοδωρία και αγάπη!
Μιλά για τους ανθρώπους, που, γνώρισε, τις
οικογένειες, που, το αγκάλιασαν, σαν να ήταν παιδί τους και του πρόσφεραν τροφή
και στέγη! Και δουλειά! ΄Οσα έμαθε κοντά τους, ήταν οι τόσο πολλές, χρήσιμες
γνώσεις. Για τις αγροτικές καλλιέργειες, τη δουλειά του ξυλοκόπου στο δάσος, τη
δουλειά του κτηνοτρόφου, πως καλλιεργούνται οι φακές, πως βγαίνει το μετάξι από
το κουκούλι του μεταξοσκώληκα, του φροντιστή αλόγων κ.ά. Τόσα επαγγέλματα...
Νοιώθει για όλους, απέραντη ευγνωμοσύνη, ακόμα και για εκείνους, με τους
οποίους είχε “δύσκολες στιγμές”, για όσα του πρόσφεραν και είχε, όπως λέει στον
απολογισμό του, πάντα την αίσθηση ότι και εκείνοι θα είχαν νοιώσει, ότι έκανε
ότι μπορούσε καλύτερο, βοηθώντας τους στις δουλειές τους.
Μιλά στην αρχή του βιβλίου, για ένα κοριτσάκι, την
Αμαλία, που ήταν παρούσα όταν ξεκινούσε η περιπέτεια και έμελλε να είναι
αργότερα, η σύζυγος του.
Δεν λείπουν στην περιγραφή του και οι εναλλαγές συναισθημάτων, χαράς, λύπης,
αγωνίας και σπανιότερα, ακόμα και θυμού.
Αναφέρεται και σε αναπάντεχα περιστατικά. Περιγράφει
σ΄ένα σημείο της αφήγησής του:
“Μια μέρα όπως ανέβαινα για Μικρομάνη, επάνω στο πρόχωμα του ποταμού Πάμισου,
δίπλα στην πλευρά, που, είχε καλάμια και πήγαινα με ελαφρύ καλπασμό, βλέπω έναν
άντρα με χλαίνη χακί και μαύρο μπερέ. Μου κάνει σήμα για να σταματήσω με το
σήκωμα του χεριού του. Σταματάω ωραία και επειδή δεν μου είπε να κατεβώ από το
άλογο, δεν κατέβηκα. Με ρώτησε που πάω και του είπα σε συντομία την ιστορία
μου...”
Ο μικρός Κώστας αναφέρει στη συνέχεια, τα όσα του είπε
ο άγνωστος για εκείνον, άνδρας, που στο τέλος του αποκάλυψε ότι ήταν ο ΄Αρης
Βελουχιώτης! Του ζήτησε μάλιστα να μη μιλήσει σε κανέναν ότι τον είδε.
Στην ίδια περιοχή περιγράφει ότι είχε και ένα άλλο ασυνήθιστο συναπάντημα:
“Είδα δένδρα και κάθισα στον ίσκιο, κοντά είχε και νερό. Πιο πέρα, κοντά στο
νερό είδα ζώα, γαϊδουράκια και μουλάρια. Γύρω ήταν κάμποσοι, που έμοιαζαν με
φαντάρους. Κάποιος, που, με είδε την ώρα, που, είχα σκύψει στη βρύση να πιω
νερό, μου μίλησε. Τον χαιρέτησα.
- Από πού είσαι και που πας, με ρωτάει επιτακτικά.
- Είμαι από την Αίγινα και πάω στο Πεταλίδι, αφού έχω κάνει ένα μεγάλο κύκλο
στην Πελοπόννησο. Μου ζήτησε δε, να του περιγράψω αναλυτικά, που πήγα και γιατί
πήγα. Μόλις τελείωσα γυρίζει στους άλλους και τους λέει: Για σηκωθείτε! Εδώ
έχει “λάκο η φάβα”!
Με την παρέμβαση κάποιου άλλου “αφήστε το παιδί να
φύγει”, τελικά γλίτωσε και όπως έμαθε αργότερα αυτοί ήταν μια ομάδα από τα
“τάγματα ασφαλείας”!
Περιγράφει σε άλλο σημείο πως βρέθηκε να βοηθά το γιατρό, φροντίζοντας το άλογό
του.
Επίσης, πως βρέθηκε στην οικογένεια του Ελληνοαμερικάνου Μιχαήλ Φωτόπουλου,
που, εκτός των άλλων, του εξασφάλισε και την αναπλήρωση των σχολικών μαθημάτων,
που είχε στερηθεί:
“Ο «θείος Μιχάλης», είχε δύο ανηψιούς που ήταν καθηγητές. Ο ένας φυσικομαθηματικός
και ο άλλος φιλόλογος. Αυτοί λοιπόν οι δύο, μου έκαναν μαθήματα, όλο αυτόν τον
καιρό, που έμεινα εκεί και έτσι, όχι μόνο αναπλήρωσα τη χαμένη διδασκαλία των
τάξεων του γυμνασίου, που, έχασα, αλλά απέκτησα τόση γνώση, που, μετέπειτα με
βοήθησε πάρα πολύ στην εργασία μου, στην εταιρεία λιμενικών έργων”.
Για κάθε οικογένεια που τον δέχονταν, ο μικρός Κώστας
Τζίτζης περιγράφει μια σειρά περιστατικά, με διαλόγους και εικόνες, σε μια
σχεδόν “κινηματογραφική” αφήγηση.
Περιγράφει ιδιαίτερα συγκινητικά τη συμβίωσή του μ΄ένα ζευγάρι, που ήθελε να
τον υιοθετήσει και τη συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή του αποχωρισμού, όταν
συνάντησε επιτέλους έναν συγγενή του, που θα τον έπαιρνε μαζί του στη βάρκα,
για να επιστρέψει στην Αίγινα.
Εξιστορεί και όσα ακολούθησαν μετά το ταξίδι της επιστροφής με καϊκι στο νησί
του, τα επαγγέλματα που άσκησε, κυρίως στη θάλασσα, μια αναπάντεχη αρώστια του
(όπου παραθέτει πολλές πληροφορίες για τον τρόπο που τότε αντιμετωπίζονταν η
πάθησή του), μέχρι τη μέρα που πήγε στο στρατό.
Ο τίτλος του
βιβλίου βγαίνει από μια ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή, την ώρα που τον
υποδέχεται μια από τις οικογένειες, που τον φιλοξένησαν:
“Φτάσαμε κάποια στιγμή σε ένα σημείο με ένα φράχτη και μια μικρή ξύλινη
πορτούλα καγκελωτή. Την άνοιξε και προχωρήσαμε στο βάθος της αυλής, όπου εκεί
είδα να περιμένουν κάποιοι με το λυχνάρι. Ήταν ο πατέρας του, η μάνα του και
λίγο πιο μέσα στο εσωτερικό του σπιτιού, ήταν η γυναίκα του και μια κούνια με
ένα μικρό παιδάκι. Ένα αγοράκι. Όλη η οικογένειά του, περίμενε για να με
καλωσορίσει. Πρώτη η μάνα του. Τους καλησπέρισα με σεβασμό και με καλησπέρισαν
και αυτοί με τη σειρά τους. Η μάνα του μου είπε: Καλώστο το ξενάκι μας! Καλώστο
το παιδί μας!”.
Λεζάντα:
Η Αμαλία, το κοριτσάκι στην αρχή της ιστορίας, έμελλε να είναι αργότερα, η
σύζυγος του Κώστα Τζίτζη.