Άφησε το ζύμωμα στη μέση και άνοιξε γεμάτη περιέργεια την εξώπορτα να δει τι συμβαίνει. Ο
θόρυβος της μηχανής του, είχε αναστατώσει όλη τη γειτονιά. Δυνατή μηχανή,
μεγάλου κυβισμού κι εκείνος επάνω, γεμάτος θράσος και παράστημα να πηγαινοέρχεται
πάνω- κάτω, να γκαζώνει και να ξυπνά πρωί – πρωί όποιον άτυχο κοιμόταν ακόμα.
Φωνές από τα μπαλκόνια.
-
Μας ξεκούφανες
-
Πήγαινε αλλού να κάνεις επίδειξη.
-
Θα φωνάξουμε την αστυνομία, μέρες που είναι.
Απτόητος συνέχισε να ζεσταίνει
με ριπές καυσαερίου το παγερό πρωινό
της γειτονιάς, μέχρι που είδε τη Βασούλα να προβάλει στην πόρτα με χέρια γεμάτα ζυμάρι.
Στην αρχή η Βασούλα νόμισε πως ήταν κούριερ,
αλλά μετά θυμήθηκε ότι ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και έλεγαν τα κάλαντα.
-
Να
πας αλλού να τα πεις.
Μάλιστα τώρα βγαίνουν και με μηχανές για τα κάλαντα! Που φτάσαμε! Τι κάνει η κρίση τελικά.
Εκείνος αμίλητος να την κοιτά μέσα από το κράνος του…..
-
Γιατί
δε φεύγεις; Δεν άκουσες; Μας τα
είπαν άλλοι.
Τίποτα εκείνος εκεί. Οι
απέναντι από τα μπαλκόνια κοιτούσαν όλο περιέργεια. Γούστο έχει να μας βγει και
το όνομα πρωί – πρωί….
-
Κουφός είσαι άνθρωπε μου; Δεν ακούς;
Από μέσα η μάνα
της που από ώρα είχε θορυβηθεί από τις φωνές της κόρης
της, άρχισε να φωνάζει.
-
Κλείσε
την πόρτα και μπες μέσα Βάσω. Κλέφτες είναι.
-
Σταμάτα μάνα…..
-
Κλείσε είπα πρόσφυγες είναι. Μην
ανοίξεις γιατί σέρνεται και γαστρεντερίτιδα.
Η Βασούλα
έκλεισε την πόρτα και γύρισε στην
κουζίνα της να αποτελειώσει το ζύμωμα
του ψωμιού. Και τότε τον είδε έξω
από το παράθυρο της κουζίνας. Τρόμαξε, μάλλον είχε σκαρφαλώσει το φράκτη του κήπου. Μα ποιος είναι;
-
Τι
θες παλικάρι μου; Του ψιθύρισε
πίσω από το τζάμι.
-
Να ανοίξετε.
Επιτέλους άκουσε
τη φωνή του. Ακουγόταν νεανική, καθαρή και γεμάτη καλοσύνη.
-
Μα ποιος είσαι τελικά; Βγάλε το κράνος
να δω ποιος είσαι.
-
Είμαι ο καινούργιος.
-
Ο καινούργιος;
-
Ο καινούργιος χρόνος.
-
Και τι θες;
-
Να μου ανοίξετε να μπω. Κάνει και κρύο.
-
Δεν είμαστε καλά. Να πας αλλού.
-
Γιατί;
-
Τι να σε κάνω; Αν είσαι σαν τον άλλο που
είναι μέσα και δε λέει να φύγει, να μου λείπει.
-
Ο άλλος;
-
Ο συνάδελφος σου ντε…. Ο προηγούμενος….
-
Γιατί
δεν σας άρεσε;
-
Τι να μ’ αρέσει από δαύτον. Δεν
βλέπουμε την ώρα να φύγει. Όλα μας τα
πήρε, δεν μας άφησε τίποτε.
-
Είστε σίγουρη;
-
Αν είμαι! Άκου τι λέει.
-
Να πάει και να μην έρθει. Ώρες μετράω
μέχρι το βράδυ…..
-
Θα
μπορούσε να ήταν και χειρότερος.
-
Ναι αλλά
θα μπορούσε να ήταν και καλύτερος. Αλλά δεν ήταν…. Γι’ αυτό σου λέω αν
είναι να του μοιάσεις καλύτερα να φύγεις
όσο είναι καιρός….
-
Τελικά δεν θα μου ανοίξετε;
-
Κάνε μια βόλτα πρώτα μέχρι να βραδιάσει ….
Και βλέπουμε….
-
Καλά….
-
Πιες κανένα καφέ, δες λίγο τον κόσμο στην αγορά, τα άδεια μαγαζιά, δες
από τα παράθυρα αν οι άνθρωποι έχουν πετρέλαιο να ζεσταθούν. Πήγαινε μέχρι τα
κέντρα με τους πρόσφυγες, κατέβα να δεις
τους άστεγους στην Ομόνοια και μετά έλα να τα ξαναπούμε, δες στους δρόμους τα
αυτοκίνητα χωρίς πινακίδες. Μίλησε με τους
ανθρώπους στα συσσίτια και μετά σαν
βραδιάσει έλα να τα ξαναπούμε. Αλλά πρόσεξε
μην έρθεις με άδεια χέρια. Φέρε και κάτι. Το επιβάλουν και οι καλοί
τρόποι. Εγώ πάντως εδώ θα είμαι.
-
Δεν θα πας σε κάποιο ρεβεγιόν;
-
Που να πάω, αγκαλιά με την τηλεόραση και το Σπύρο Παπαδόπουλο.
-
Ο άντρας σας;
-
Α καλά. Έχεις έρθει και αδιάβαστος… Ευτυχώς που υπάρχει και ο Σπύρος και μας εύχεται
«Στην υγειά σας». Να είναι καλά ο
άνθρωπος δηλαδή…..
-
Τι ώρα να έρθω δηλαδή;
-
Εμένα ρωτάς δεν ξέρεις; Δεν σου είπαν οι προηγούμενοι;
-
Στις δώδεκα είναι καλά;
-
Μια χαρά. Αρχίζεις και ισιώνεις…..
-
Δεν κατάλαβα;
-
Τίποτα…. Έλα εσύ και βλέπουμε. Πάντως μη κάνεις τόσο θόρυβο
και σηκώσεις τη γειτονιά στο πόδι. Δεν το έχουν σε τίποτα να αρχίσουν να σε βρίζουν…..
-
Έγινε….
-
Κι όπως είπαμε. Όχι φασαρία…. Είμαι και
ανύπαντρη κοπέλα….
Τι μπορεί να δει κανείς στον ύπνο του. Άκου το 17 να κάνει σούζες με τη μηχανή του. Κοίταξε το ρολογάκι πάνω στο κομοδίνο. Την είχε πάρει ο ύπνος για τα καλά. Σε μια ώρα έπρεπε να είναι στο υπόγειο της Αγίας Τριάδας για το γεύμα αγάπης…………………………………………..
Γ. Μ.