Μια φωτογραφία από τα τέλη του '50, τραβηγμένη σε κάποιον αγρό στον Άη Νικόλα της Καβουρόπετρας. Η νεαρή τότε Μαριάνθη Λορέντζου φωτογραφίζεται μέσα στην ανοιξιάτικη φύση της Αίγινας, ανέμελη φορώντας το παλτουδάκι της κρύβοντας την αμηχανία που της προκαλεί ο φακός παίζοντας στα χέρια της με ένα λουλούδι. Είναι άνοιξη στην Αίγινα. Άνοιξη και στη καρδιά της και στη ζωή της. Η ζωή απλώνεται γύρω της, μπροστά της και την προκαλεί σε ταξίδια άγνωστα. Πίσω της η πλαγιά του Λεόντι με το ξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας που δύσκολα διακρίνεται. Το σημείο σήμερα είναι πυκνο - οικοδομημένο από εξοχικές διώροφες κατοικίες.
Τίποτε σήμερα δεν θυμίζουν εκείνη την εποχή. Όλα έχουν αλλάξει. Πολλά έχουν χαθεί ή έχουν φύγει για πάντα. Χωρίς επιστροφή. Όπως η Μαριάνθη που σήμερα μας χαμογελά από εκείνη την μακρινή εποχή. Όπως χαμογελαστή ήταν στην εξόδιο ακολουθία της. Όπως μας χαμογελά και σήμερα από ψηλά, λες και θέλει να μας πείσει ότι εκεί πλέον ξεκουράστηκε, ησύχασε, αναπαύτηκε για πάντα μετά από μια πέτρινη ζωή γεμάτη βάσανα, δοκιμασίες, στερήσεις, αγώνες μα κυρίως θυσίες.Μεγάλες θυσίες προσωπικές που μόνο μια μάνα ξέρει να κάνει.
Προσωπικά δεν πιστεύω σε αυτές τις γλυκανάλατες επετείους. Ούτε συμμετέχω. Μου θυμίζουν οικογενειακές βαρετές υποχρεώσεις. Γραμμάτια που πρέπει να προλάβεις να εξοφλήσεις πριν λήξουν. Μέρες συμβατικές, πνιγμένες πολλές φορές στην υποκρισία, στον καθωσπρεπισμό, στο πρέπει. Πρέπει να μην ξεχάσω, πρέπει να πω χρόνια πολλά, πρέπει να προσφέρω λουλούδια ή ένα φιλί. Πρέπει.....
Κι όμως στη μάνα δεν χωρούν πρέπει. Είναι μάνα κάθε μέρα, πάντα ακόμα κι όταν έχει φύγει. Και η θυσία της είναι καθημερινή, αέναη. Μένει για πάντα καρφωμένη μέσα στο μυαλό, δεν σβήνει, δεν ξεχνιέται, δεν χάνεται είτε είναι καλοκαίρι, άνοιξη, χειμώνας, φθινόπωρο. Πάντα τη θυμάσαι, πάντα την επικαλείσαι, πάντα την αναζητάς. Πάντα σου λείπει στα δύσκολα.
Η Μαριάνθη γεννήθηκε το 1937 σε ένα σπιτάκι στην Καβουρόπετρα. Ο πατέρας της ήταν βουτηχτής στα σφουγγαράδικα. Λίγο τον έβλεπε. όταν ερχόταν με τα καΐκια τον χειμώνα. Τα παιδικά της χρόνια ήταν δύσκολα. Στερήσεις, φτώχεια και καθημερινός ανήφορος μέχρι το Δημοτικό της Κυψέλης για να μάθει γράμματα από τον Ιωάννη Ηλιόπουλο. Η Μαριάνθη είχε το όνομα της γιαγιάς της, της φοβερής Μαριάνθης που την αποκαλούσαν 'Μαντουλάδα" επειδή πούλαγε σύκα μαντουλάδικα το καλοκαίρι ανεβασμένη πάνω στην γαιδάρα της. Η Μαριάνθη είχε άλλα τρία αδέλφια. Στην οικογένεια ήταν η μεγαλύτερη και η πιό μίζερη στο φαί. Όταν γύρναγε από το σχολείο πάντα γκρίνιαζε που δεν της άρεσε το φαί και έλεγε στη Στέλλα τη μάνα της: "Μα γιατί δεν σφάζεις μια κότα;" Η Στέλλα κέρβερος μεγάλωνε τέσσερα παιδιά μόνη της γιατί ο Κώστας ο άντρας της , που τον φωνάζανε "ο παίδαρος, αν και κοντός" ταξίδευε. Όπως όλα τα κορίτσια πήγε στη μοδίστρα, έμαθε την τέχνη κι όταν η οικογένεια ήρθε στον Πειραιά στην Αμφιάλη έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο της ΚΟΠΗ.
Οι δικοί της την πάντρεψαν με το Γιάννη Μπήτρο κάπου στις αρχές του ' 60 στην εκκλησία της Οσίας Ξένης. Έκαναν δύο παιδιά. Όμως το 1968 ο Γιάννης μετά από έκρηξη στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας όπου εργαζόταν ως πολιτικό προσωπικό,έχασε την όρασή του. Από τη χρονιά αυτή άλλαξε και η ζωή της Μαριάνθης. Ξεκίνησε ο ανήφορος ενός αδίστακτου Γολγοθά. Μεγάλωσε τα παιδιά της ενώ συγχρόνως περιποιόταν τον άντρα της. Τον συνόδευε σε κλινικές- νοσοκομεία- δημόσιες υπηρεσίες. Έζησαν χωρίς εισόδημα γιατί η χούντα τότε δεν του αναγνώριζε σύνταξη. Ο στρατοδίκης που εξέτασε την υπόθεση του είπε την αλήσμόνητη φράση: "Ας πρόσεχες" Η πενιχρή αποζημίωση ήρθε το 1982 μαζί με μια σύνταξη της πείνας.
Με αυτά και με άλλα πολλά η μάνα Μαριάνθη μεγάλωσε τα παιδιά της, κράτησε την οικογένεια της εκεί στο σπίτι της Αγίας Σοφίας και τα καλοκαίρια μάζευε τα πράγματά της και ερχόταν στην Καβουρόπετρα στο πατρικό της. Από το 1981 έφτιαξε σιγά - σιγά το δικό της σπιτάκι στο Παρατηρητήριο και από το 1995 ήρθε για πάντα στην Αίγινα από την οποία δεν έμελλε να φύγει ποτέ. Ταλαιπωρημένη, έχοντας παραμελήσει τον εαυτό της, γιατί δεν προλάβαινε από τις υποχρεώσεις της, αρρώστησε και κατέληξε παραπληγική στο κρεβάτι. Έζησε ακίνητη 11 ολόκληρα χρόνια, βλέποντας από το παράθυρό της τις εποχές να αλλάζουν, βλέποντας το εγγόνι της να μεγαλώνει. Τουλάχιστον είχε προλάβει να παντρέψει την κόρη της, να ανέβει στη Θεσσαλονίκη για αρραβώνα, γάμο, γεννητούρια, βάπτιση, γιορτές.
Κουράστηκε. Έζησε έντεκα ολόκληρα χρόνια υπομένοντας με καρτερία τη δοκιμασία της. Ζώντας με αξιοπρέπεια, χωρίς ποτέ να βαρυγκομήσει, να αγανακτήσει, να φωνάξει.
Έσβησε στις 23 Δεκεμβρίου του 2011, διαλέγοντας εκείνη τη χρονιά να κάνει Χριστούγεννα στον ουρανό. Έφυγε μια μέρα που φύσαγε μια άγρια σοροκάδα που έφερνε ψιλόβροχο από τα μέρη του νοτιά εκεί που ο πατέρας της μάζευε τα σφουγγάρια για να ζήσουν. Στην εξόδιο ακολουθία ήρθαν πολλοί να την αποχαιρετήσουν, κυρίως εκείνοι οι συγγενείς που την είχαν ξεχάσει έντεκα χρόνια και δεν την έπαιρναν ούτε στο τηλέφωνο. Έφυγε και με αυτή την πίκρα που ποτέ όμως δεν ξεστόμισε.
Έφυγε και μας άφησε το χαμογελό της. Το παράδειγμά της.
Πως λοιπόν να ξεχάσει κάποιος μια τέτοια μάνα. Μια ηρωίδα, μια μάρτυρα. Δεν φτάνει λοιπόν μια Κυριακή του χρόνου για να τα θυμάσαι αυτά. Ούτε περιμένεις αυτήν την Κυριακή για να τα θυμηθείς.
Μένουν πάντα μέσα σου και σου φωτίζουν τη ζωή. Με τη λάμψη αυτού του σεμνού χαμόγελου της φωτογραφίας.