Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

Τώρα βλέπω την Αίγινα. Είναι απέναντι.

                                                                   Για  το Δημοσθένη  που δε μένει πια  εδώ.

-          Σήμερα θα πάμε στο Μονακό.

-          Στο Μονακό; Πως θα πάμε;

-          Με το αυτοκίνητο

-          Με το Ibiza;

-          Ναι έχω ξαναπάει, είναι περίπου δυο ώρες.

-          Θα αντέξει; Που θα πάμε με αυτό το  αυτοκίνητο στο Μονακό; Θα μας διώξουν, θα μας συλλάβουν.

-          Γέλαγες…..

-          Ναι  γέλαγες.. Και πήγαμε και μπήκαμε  στο  τελευταίο τούνελ, κι όταν βγήκαμε  από κάτω,  πιάτο το Μονακό. Χριστέ  μου! Που με έφερες; Δεν το περίμενα! Και βολτάραμε με το Ibiza  στους ίδιους δρόμους  που γίνεται η Formula!  Και παρκάραμε στις πιο  χλιδάτες γωνίες του πλουσιότερου κράτους του κόσμου. Με το Ibiza! Και εκείνο καμάρωνε έξω από τις βιτρίνες  της  Hermes. Αυτός όμως που καμάρωνε ήσουν εσύ. Γιατί τα είχες καταφέρει! Να  είσαι εκεί κι ας οδηγούσες  το παλιό Ibiza από  την Ελλάδα που με τα ίδια λάστιχα ανηφόριζε αχάραγα κάθε Κυριακή στην Παχειά  Ράχη! Καμάρωνες ακόμα και για το Ibiza που είχες αγοράσει με τον ιδρώτα σου.





Κυριακή πρωί 8 Αυγούστου.

Δημοσθένη τα πράγματα είναι δύσκολα. Πολύς ο ζόφος. Η μαυρίλα δεν λέει να φύγει από τον ουρανό που στάζει στάχτη. Η αναπνοή βαριά από το κακό. Οι άνθρωποι ξεσπιτώνονται και μπαίνουν σε καράβια για να φύγουν. Όπως έκαναν πάντα οι Έλληνες.  Έμπαιναν σε καράβια για να βρουν μια καλύτερη ζωή, μια άλλη πατρίδα.

Κι εσύ ήδη ταξιδεύεις με άλλο καράβι.

Δύσκολη η σημερινή Κυριακή. Διαφορετική, απρόσμενη, ξαφνική, λυπημένη. Κι εσύ ταξιδεύεις!

Έψαχνα από χθες να βρω το τετραδιάκι σου. Ένα σχολικό μπλε τετράδιο που φύλαγες σα θησαυρό! Ήταν το ημερολόγιο σου από τις Κατασκηνώσεις του Πόρου. Συνθήματα, τραγούδια, ονόματα. Αυτοί έγιναν  μεγάλοι και τρανοί μου έλεγες  όταν μου το έδωσες. Αυτός τώρα είναι δικαστικός, ο άλλος γιατρός, ο άλλος Δεσπότης, ο άλλος….. Κι εσύ δεν έλεγες τίποτε για σένα. Δεν έβαζες  στον κατάλογο αυτών των επιφανών, τον εαυτό σου.

 Μόνο  κρατούσες τη σημαία. Ήσουν ομαδόπουλο εκεί στην Κατασκήνωση, με μακρύ παντελόνι, σεμνός με τα μεγάλα γυαλιά  σου, να κοιτάς με συστολή το φακό. Κι έλεγες  ιστορίες, από εκείνα τα ευλογημένα  σου χρόνια.

Κοιτώ τις φωτογραφίες που είναι ασπόμαυρες από εκείνα τα χρόνια του ΄70 και  του ΄80, ανίκανες  να αποτυπώσουν το χρώμα μιας  χαρούμενης ζωής που ζούσες, γεμάτη ενθουσιασμό και πάθος.

Σε θυμάμαι με αυτά  τα ίδια γυαλιά  να ανηφορίζεις με το ποδηλατάκι σου τη Βάρδια. Πήγαμε  στο Βουνακάκι. Σε συνάντησα μετά στη Φοιτητική Εκκλησιαστική Δράση στον Πειραιά. Στις εκδρομές της Μητρόπολης Πειραιώς, στις  γιορτές, στο Βεάκειο και φυσικά στην Αίγινα δίπλα  στον πατέρα Εφραίμ να στελεχώνεις  όλη εκείνη την περίφημη παρέα  της Μητροπόλεως, στα Κατηχητικά, στη χορωδία και ορχήστρα. Κυριακή του Πάσχα στα σκαλιά  της Παναγίτσας  να στήνεται πανηγύρι μετά τον Εσπερινό της Αγάπης.

Και τα κατάφερες. Ήσουν περήφανος γι αυτό. Πέρασες  στο Πανεπιστήμιο, ο μεγάλος γιός  του βιοπαλαιστή Διονύση, που έψηνε καφέδες στο μπαρ του «Χαρά» όπως μου είχες πει. Εκεί μέσα σε αυτό το ίδιο καράβι που πρωτόειδε  και την Τασία, τη μάνα σου. Ο γιός του Διονύση που τα κατάφερε μετά να μπει στο Λιμενικό Σώμα, να διακριθεί. Να συνεχίσει και σε δεύτερη Σχολή. Στη Θεολογική τούτη τη φορά!

Μεγάλος  ο αγώνας σου, τελειωμένος με πολύ προσπάθεια, αγωνία, πίστη στο Θεό που λάτρεψες.

Ξεφυλλίζω ακόμα  αυτό το ταπεινό  παλιό  τετραδιάκι, που δεν πρόλαβα να σου επιστρέψω. Πόσα  τέτοια  τετράδια αλήθεια πρέπει να έχεις κρυμμένα! Μου είχες  δείξει  κι ένα άλλο. Έγραφες  και μάζευες υλικό για να γράψεις ένα βιβλίο για τη μακαριστή Θεία  σου, τη γερόντισσα  Ειρήνη, ηγουμένη της Μονής  του Αγίου Νεκταρίου. Την αγαπούσες πολύ! Δεν πρόλαβες όμως να  το τελειώσεις.

Δεν πρόλαβες να τελειώσεις κι άλλα  τετράδια! Γιατί δεν έφτασε ο χρόνος καλέ μου φίλε. Και ξέρεις  γιατί;

Γιατί ήσουν πάντα στην πρώτη γραμμή. Κρατούσες  τη σημαία! Όπως εκεί στην Κατασκήνωση του Πόρου. Ήσουν πάντα μπροστά. Παρόν στο καθήκον. Πρώτος! Έτοιμος  να  τρέξεις, να  συνδράμεις, να βοηθήσεις, να συμπαρασταθείς, να νοιαστείς  για  τους άλλους. Κι έβαζες  το δικό σου εαυτό, τη δική σου ζωή σε δεύτερη μοίρα, σε δεύτερο πλάνο.

Ήσουν πάντα μπροστά  για  τους άλλους. Και  το ήξεραν. Και  το ξέραμε. Κι εμείς οι φίλοι σου, οι λίγοι, οι πολλοί καμαρώναμε.

Και  ήταν πολλοί αυτοί που γνώρισαν  τις ευεργεσίες  σου. Και με αυτές  θα πορεύονται  πλέον  στη ζωή  τους.

Πάντα μπροστά στο καθήκον.

Πώς να ξεχάσω  την αγάπη με την οποία σε περιέβαλαν άνθρωποι ξένοι εκεί στη Μασσαλία που υπηρέτησες  για δύο χρόνια. Η Ελληνική Κοινότητα  της Μασσαλίας  είδε  έναν πατριώτη που έτρεχε, αγωνιούσε και αγωνιζόταν για την παρουσία της Ελλάδας σε μια από τις πλέον ιστορικές  παροικίες  του Ελληνισμού.








Πώς να ξεχάσω την αγάπη των Υδραίων που υπηρέτησες στο νησί  τους πέντε  χρόνια. Έκανες παντού φίλους. Αυτό είναι ταλέντο αδελφέ μου! Όπου κι αν πήγαινες θα συναντούσες ανθρώπους που σε αγαπούσαν γιατί είχαν γνωρίσει  τον άνθρωπο του Θεού, που είχε μεγάλο ίσκιο το δεντρί του.

Δύσκολη τούτη η Κυριακή που μας ξημέρωσε! Κι εσύ ταξιδεύεις  για να συναντήσεις Εκείνον που σε αγάπησε περισσότερο από εμάς. Είμαι σίγουρος ότι και τώρα  κρατάς τη σημαία που εσύ μόνος σου έραψες με τις αξίες σου, την αξιοπρέπεια σου, τις αρετές σου, τις προσφορές, και τις υπηρεσίες σου. Μια σημαία ραμμένη κομμάτι – κομμάτι από τα καλά σου έργα. Ναι Δήμο!

Κι εγώ τούτη την ώρα  κρατώ στα  χέρια μου το τετράδιο σου και βλέπω τα τελευταία σου μηνύματα στο κινητό, αναλογίζομαι  τον πόνο και τον αγώνα σου να κρατηθείς ζωντανός  όλους αυτούς  τους μήνες  της δοκιμασίας σου.

Δεν μας πληροφόρησες. Δεν ήθελες να μας στενοχωρήσεις. Έμεινες μακριά, έκανες  τον αγώνα σου μόνος, αξιοπρεπής, χωρίς φωνές, κραυγές, μη θέλοντας να στενοχωρήσεις εμάς όλους που σε θυμόμαστε χαμογελαστό να τρέχεις  να διακονήσεις  τον π. Φιλόθεο  στην Παχεία Ράχη.






-          Απόψε θα πάμε  στο Εξ.

-          Τι είναι αυτό;

-          Μια φοβερή πόλη της Νότιας Γαλλίας. Μας περιμένει ο Κύριλλος. Του έχω βαφτίσει το τελευταίο κοριτσάκι του.

-          Πότε πρόλαβες!

Και πάλι μέσα  στο Ibiza να  ταξιδεύουμε μέσα στη μαύρη νύχτα για το Εξ. Και την άλλη μέρα Νίκαια, Αβινιόν, Κάννες. Ακούραστος!

Κάποτε επέστρεψες στην Ελλάδα, αλλά  τα ταξίδια  δεν τελείωσαν ποτέ.

Και σήμερα πάλι ταξιδεύεις. Είναι το τελευταίο σου ταξίδι.

-          Με έβαλαν σε άλλο δωμάτιο  τώρα αδελφέ  μου. Βγήκα από την εντατική. Και με έφεραν εδώ. Βλέπω τη θάλασσα πια. Και απέναντι είναι η Αίγινα.

Κόπηκα, κόμπιασα, λύγισα.

Κι απέναντι είναι η Αίγινα! Την αγάπησες πολύ. Κι ήθελες να έρθεις στην αγκαλιά  της. Έκανες χιλιάδες  ταξίδια. Όμως εσύ πάντα λαχταρούσες αυτό το μόνον της ψυχής σου ταξίδιον. Κι έμπαινες καμαρωτός  στο «Φοίβο» στο «Νεκτάριο», στον «Απόλλωνα», στον «Αχαιό» στον «Ποσειδώνα» και στεκόσουν στη γέφυρα και μιλούσες  σε όλους. Χαιρετούσες  τους πάντες.

Και  τα κατάφερες έστω και την τελευταία  στιγμή. Ήρθες  στην Αίγινα. Στη μάνα γη που σε έθρεψε και σε μεγάλωσε. Τα σφύριγμα  του «Απόλλωνα» σήμερα θα είναι βαρύ, λυπητερό. Θα σημάνει το φευγιό σου.

Κυριακή πρωί σήμερα.

Δεν είσαι στην Παχειά  Ράχη, στο καταφύγιο  σου στον Άγιο Διονύσιο. Εκεί που αναπαυόσουν και έψαλλες και διακονούσες. Δεν θα κατέβεις στο Κέντρο Τύπου για εφημερίδες , δεν θα περάσεις από τα καφέ. Δεν θα ανηφορίσεις  στο σπίτι σου. Δεν θα πας στου  π. Φιλόθεου το μεσημέρι. Δεν θα με πάρεις τηλέφωνο πια!

Είπαμε ταξιδεύεις.

Κρατώ τα μηνύματα στο κινητό.

«Δόξα  τω Θεώ, μπήκα  στην τελική» μου έγραψες  στο τελευταίο σου  μήνυμα.

«Τι σημαίνει αυτό;» Σε  ρώτησα.

Δεν μου απάντησες ποτέ.

Ήδη ετοιμαζόσουν για  το ταξίδι σου. Το ήξερες καλά.

Θα ερχόσουν στην Αίγινα.

Θα πέρναγες απέναντι.

Και πέρασες.