Σκεφτόμουν τώρα τη γιαγιά που είχε μια κατσίκα κι έφτιαχνε
τσίγαρα, τα καλύτερα που έχω φάει μέχρι σήμερα.
Τα είχε πάντα
σε ένα ποτηράκι του κρασιού. Είχαν πολύ συμπυκνωμένη υφή και γεύση. Μου έβαζε
σε μια φέτα μισή κουταλιά και πλημμύριζε
η γεύση τον εγκέφαλο. Τη θυμάμαι ακόμα
αυτή τη γεύση.
- - Βρε γιαγιά βάλε λίγο ακόμα
- - Όχι δεν μπορώ να σου βάλω. Κι έβγαζε
λίγο ακόμα για να με ευχαριστήσει. Ήθελε πάντα να φτάσει για όλους.
Έναν Αύγουστο γύρω στα 84 της χρόνια με 40 βαθμούς ήρθε στις φιστικιές να μαζέψει χαμάδα. Της λέω:
- ρε γιαγιά τι ήρθες να κάνεις εδώ με τόση ζέστη. Πήγαινε σε παρακαλώ σπίτι.
Προσβλήθηκε. Αγριεμένη μου λέει:
- - Τι λες που θα πάω σπίτι. Πήγαινε τώρα
και μάζεψε τα φιστίκια, έχεις δει πόσα έχετε αφήσει έξω από την πάνα;
Έσκυψε κι
εκείνη και μάζευε για ώρα.
Εύχομαι να της μοιάσω.
Πολύ αυθόρμητα ο Νίκος Μούρτζης, πολύ ανθρώπινα, άμεσα και ζεστά, ένα βράδυ, εκείνο της ταφής της γιαγιάς του Κατίνας, μου έγραψε σε μήνυμα τα παραπάνω λόγια. Κουβέντες ανάκατες με καθημερινές εικόνες από μια γυναίκα που έζησε έναν δύσκολο αιώνα.
Η γιαγιά στη μνήμη όλων μας είναι ένα τρυφερό πρόσωπο. Την έχουμε συνδυάσει με ένα γλυκό του κουταλιού, με φαγητά που τα πετυχαίνει καλύτερα από τη μάνα μας. Με παλιές συνταγές, με ένα παλιό λικέρ, με το πετιμέζι, τις τηγανίτες, το ζυμωτό ψωμί.
Στη συνείδηση μας, η γιαγιά είναι αυτή που μας κάνει όλα τα χατήρια, είναι η αγκαλιά της το προσκέφαλο και το καταφύγιο μας από τις φωνές της μάνας και του πατέρα. Η εικόνα μιας αρχετυπικής γιαγιάς που ξενυχτά στο προσκέφαλο ενός άρρωστου εγγονού, που νανουρίζει, που σιγοτραγουδά, που μαθαίνει, που ταχταρίζει, που μεγαλώνει τα εγγόνια της. Η ακούραστη γυναίκα που λες και δεν έχει ηλικία, δεν γνωρίζει από κόπο αν και έχει περάσει πολλά.
Έτσι και η γιαγιά του Νίκου και των πολλών εγγονών της.
Έζησε στα πέτρινα χρόνια μιας Ελλάδας που έπρεπε να σκάψει, να ιδρώσει, να παλέψει για την επιβίωση. Η γιαγιά Κατίνα ανήκει στην κατηγορία των γυναικών που κράτησαν όρθια την οικογένεια, την κοινωνία, το χωριό, τον τόπο σε εποχές που τριγύρω υπήρχαν χαλάσματα από πόλεμο, δυστυχία από αρρώστιες και πολύ φτώχεια.
Έκαναν οικογένεια, έπιασαν τη ζωή από τα μαλλιά, τη δάμασαν, την όρισαν έτσι όπως εκείνες ένοιωθαν και μπορούσαν, και τη νίκησαν. Δεν επιβίωσαν απλά, δεν έζησαν μια συνηθισμένη, απλή, καθορισμένη ζωή από πριν, αλλά κατόρθωσαν να ορίσουν εκείνες οι απλές γυναίκες, οι εργάτριες του σπιτιού και του χωραφιού, τους όρους και τους κανόνες. Επιβλήθηκαν στη ζωή και νίκησαν.
Αν σήμερα τις θυμόμαστε είναι γιατί υποκλινόμαστε στη γενναιότητα τους, στη ψυχική τους δύναμη, στο σθένος και στο πείσμα για ζωή.
Δεν υπολόγισαν τίποτε και ρίχτηκαν στο αλώνι της ζωής.
Θα θυμόμαστε τη γιαγιά Κατίνα με το μπαστούνι της αλλά και χωρίς αυτό, να βγαίνει από την εκκλησία της Κυψέλης τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές, να χαιρετά τους πάντες και να συμβουλεύει με τη σοφία του ανθρώπου που έχει ζήσει πολλά, να ρωτά, να ενδιαφέρεται για όλους, να νοιάζεται.
Θα τη θυμόμαστε του Αι- Γιώργη μετά τη λειτουργία στο ξωκλήσι που ήταν κοντά στο σπίτι της να καλεί επίμονα στο αρχοντικό της, να ψήνει καφέδες και να φιλεύει με κουλούρι και αυγό τους καλεσμένους της. Σε αυτό το παλιό σπίτι με τον ασβέστη να κυριαρχεί παντού.
Θα θυμόμαστε αυτή την αγέρωχη Κυψελιώτισσα που ο Θεός την ευλόγησε να αποκτήσει μια μεγάλη οικογένεια που της χάρισε εγγόνια και δισέγγονα.
Θα τη θυμόμαστε να χαίρεται και να συγκινείται με την εκλογή του γιου της Δημήτρη, δύο φορές για τη θέση του Δημάρχου.
Με το φευγιό της από αυτόν τον κόσμο, κλείνει ο κύκλος των παλαιών ανθρώπων της Κυψέλης που έγραψαν τη δικής τους ιστορία.
Η σκιά τους είναι μεγάλη και δεν θα διαλυθεί εύκολα, η αύρα τους θα συνεχίσει να δροσίζει τη ζωή των νεότερων.
Φωτογραφίες από ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές. Από το προφίλ στο Face book της Κατερίνας και του Γιώργου Μούρτζη.