Η παραβολή των Δέκα Παρθένων δεσπόζει στον συναξαριστή της Μεγάλης
Τρίτης. Δέκα κοπέλες περιμένουν υπομονετικά τον Νυμφίο με τα λυχνάρια
τους αναμμένα. Όμως Εκείνος αργεί και εκείνες αποκαμωμένες κοιμούνται.
Όταν μέσα στη "νύχτα" ακούγεται η είδηση ότι ο Νυμφίος έρχεται οι
πέντε από αυτές προετοιμασμένες καλά και έχοντας παραπάνω λάδι μαζί
τους, τροφοδοτούν τα λυχνάρια τους, ενώ οι άλλες πέντε τρέχουν αριστερά
και δεξιά για να προμηθευτούν λάδι. Τελικά οι τελευταίες μένουν έξω από
το γάμο.
Γεμάτη έντονους συμβολισμούς η παραβολή προτρέπει τους χριστιανούς
ακόμα και αυτή την τελευταία στιγμή πριν το Πάσχα, να ετοιμαστούν
κατάλληλα ώστε να μην μείνουν έξω από τον "νυμφώνα". Το λυχνάρι με το οποίο
πρέπει να βγούμε για να προϋπαντήσουμε τον Νυμφίο, δεν μπορεί να ανάψει
παρά μόνο αν είναι γεμάτο λάδι. Το λάδι συμβολίζει τη φιλανθρωπία.
Χωρίς λάδι δεν ανάβει αυτή η φλόγα , αυτή η θέρμη, αυτό το φως που
απαιτεί ο Νυμφίος από εκείνους που θα αναγνωρίσει ως δικούς Του. Και το
λάδι αυτό πρέπει εμείς οι ίδιοι να το αγοράσουμε, με το δικό μας κόπο
και όχι να είναι δανεικό όπως απαιτούσαν οι τελευταίες πέντε κοπέλες από
τις προνοητικές. Τελικά η αγάπη δεν δανείζεται. Καθένας με τα δικά του
έξοδα και με το προσωπικό του ρίσκο αγαπά ή δεν αγαπά.
(Η τελευταία παράγραφος προέρχεται από το βιβλίο: "Πασχαλινή κατάνυξη" του Lev Gillet)