Από τη "Μηχανή του χρόνου" του Στέφανου Μίλεση.
Οκτώ και τέταρτο, βραδάκι Κυριακής, Αύγουστος του 1937. Ένα
πετρελαιοκίνητο ιστιοφόρο τρεχαντήρι με το όνομα «Ανάστασις» ξεκινούσε από το λιμάνι
της Σουβάλας στην Αίγινα κατάφορτο με 45 εκδρομείς και προορισμό τον Πειραιά.
Ανάμεσά τους και τουλάχιστον 15 παιδιά. Το ταξίδι από την Αίγινα μέχρι το
λιμάνι του Πειραιά έγινε με τις καλύτερες δυνατόν συνθήκες για το τρεχαντήρι.
Οι ελάχιστοι κυματισμοί της θάλασσας ελάχιστα ενοχλούσαν τους θαλασσινούς
ταξιδιώτες και τον καπετάνιο του τρεχαντηριού, τον γνωστό στην εποχή του,
Καπετάν-Λεούση. Αυτά τα ανεπαίσθητα κυματάκια μάλλον έφτιαχναν κέφι κουνώντας
ρυθμικά το τρεχαντήρι και συνόδευαν το τραγούδι των επιβατών, στο δίωρο ταξίδι.
Το τρεχαντήρι «Ανάστασις» επιβιβάζει από το γραφικό λιμανάκι της Σουβάλας τους
εκδρομείς με προορισμό τον Πειραιά Πλησιάζοντας στην είσοδο του κεντρικού
λιμανιού του Πειραιά κι ενώ στο μεταξύ το σκοτάδι είχε καλύψει σαν μαύρο πέπλο
τον ορίζοντα, όλοι μάζευαν τα πράγματά τους αδημονώντας για την αποβίβαση. Την
ίδια ώρα που το τρεχαντήρι «Ανάστασις» πλησίαζε το λιμάνι, ένα άλλο ατμόπλοιο,
το «Ύδρα» σήκωνε τις κλίμακές του και απέπλεε με προορισμό το Λεωνίδιο και
ενδιάμεσες στάσεις την Αίγινα και τις Σπέτσες. Το «Ύδρα» ή αλλιώς το «Υδράκι»
-όπως άρεσε στους επιβάτες να το αποκαλούν- ήταν χωρητικότητας 250 τόνων και
ανήκε στον εφοπλιστή Πετσάλη. Κυβερνήτης του ήταν ο Μόσχος Διαμαντόπουλος. Παρά
το γεγονός ότι η αναχώρηση έγινε στις δέκα το βράδυ, χωρίς καθυστέρηση στην
επιβίβαση όπως συνηθιζόταν, ο πλοίαρχος Διαμαντόπουλος διακατεχόταν από μια
αδημονία αναχώρησης την οποία είχε μεταδώσει στο επταμελές πλήρωμα. Ίσως και
αυτός να ήταν ο λόγος που η πορεία του «Ύδρα» δεν ήταν αυτή που συνήθως
ακολουθούσαν τα εξερχόμενα από το λιμάνι πλοία. Το «Ύδρα» ή αλλιώς το «Υδράκι»
Τα πλοία που έφευγαν από τον Πειραιά πλησίαζαν τη δεξιά πλευρά του προλιμένα
αφήνοντας χώρο στην αριστερή για αυτά που έμπαιναν στο λιμάνι. Όμως, εκείνη τη
βραδιά το «Ύδρα» δεν ακολούθησε τον γενικό κανόνα, αλλά εξήλθε από την αριστερή
πλευρά.
Ωστόσο, αυτή η μικρή παρατυπία, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να
οδηγήσει σε σύγκρουση σκαφών με δεδομένο ότι υπήρχε επαρκής ορατότητα να γίνει
ελιγμός για αποφυγή σύγκρουσης. Το δυστύχημα Η ώρα ήταν δέκα και μισή όταν οι
επιβάτες του τρεχαντηριού σταμάτησαν απότομα το τραγούδι. Ξαφνικά είδαν μπροστά
τους να διαγράφεται στο σκοτάδι η σιλουέτα του ατμόπλοιου, το οποίο άνοιγε
ταχύτητα εξερχόμενο του λιμανιού και τραβούσε ίσα κατά πάνω τους! Συνέβαινε
δηλαδή αυτό που οι θαλασσινοί περιγράφουν ως «Κοράκι με κοράκι», δηλαδή πλώρη
με πλώρη. Ο καπετάνιος του τρεχαντηριού έτρεξε στην πλώρη και κρατώντας ένα
ναυτικό φανό στο χέρι άρχισε να το κινεί γρήγορα ελπίζοντας ότι η γέφυρα του «Ύδρα»
θα ανταποκριθεί και θα στρέψει το ατμόπλοιο προς τα δεξιά. Το τρεχαντήρι δεν
μπορούσε να κινήσει δεξιότερα, καθώς βρισκόταν κοντά στην Πειραϊκή ακτή και θα
συντριβόταν πάνω στα βράχια της. Δυστυχώς τα σήματα αυτά της απόγνωσης ελάχιστα
μετέβαλαν το πεπρωμένο των δύο σκαφών αφού «Ύδρα» και «Ανάστασις» βρέθηκαν σε
διασταυρούμενες ρότες, μύτη με μύτη. Κι αφού ο έμπειρος Καπετάν-Λεούσης είδε
ότι το έναντι αυτού ατμόπλοιο δεν μετέβαλλε την πορεία του, σε μια κίνηση
περισσότερο απόγνωσης και λιγότερο ως γέννημα λογικής σκέψης, έστρεψε το
«Ανάστασις» «όλο αριστερά», αλλά ήταν πλέον αργά. Η πλώρη της «Ύδρας» με την
ταχύτητα που είχε αναπτύξει βγαίνοντας από τον προλιμένα στην ανοιχτή θάλασσα,
εμβόλισε στην κυριολεξία το ξύλινο τρεχαντήρι, καθώς σφηνώθηκε στην δεξιά μάσκα
της πλώρης του. Ένας τρομερός ήχος συνόδευσε την πρόσκρουση. Το τρεχαντήρι
ανυψώθηκε σαν από ένα αόρατο χέρι στον αέρα όπως συμβαίνει με τα πλοία που
προσκρούουν σε νάρκη. Διασωθέντες από το τρεχαντήρι «Ανάστασις» Πολλοί από τους
επιβάτες του τρεχαντηριού έπεσαν στη θάλασσα. Άλλοι βρέθηκαν παρασυρμένοι κάτω
από το βαρύ μεταλλικό σκαρί του ατμόπλοιου. Το θανάσιμο αγκάλιασμα των δύο
σκαφών κράτησε το άσχημα χτυπημένο «Ανάστασις» στην επιφάνεια. Εάν ο χρόνος και
οι ανθρώπινες ενέργειες σταματούσαν σε εκείνο το σημείο θα αποφεύγονταν οι
ανθρώπινες θυσίες. Όμως, ο Κυβερνήτης του «Ύδρα» διέταξε «πίσω ολοταχώς» και
προκάλεσε τη βίαια αποκόλληση του τρεχαντηριού και την άμεση καταπόντισή του.
Τα απόνερα που δημιούργησε η ταχεία υπαναχώρηση του «Ύδρα» έστειλαν το
τρεχαντήρι στα βάθη της θάλασσας. Οι προσπάθειες διάσωσης Από τους πρώτους που
έσπευσαν να παράσχουν βοήθεια ήταν ο ιδιοκτήτης γνωστού κέντρου κοντά στο
βασιλικό περίπτερο, ο Μανώλης Παρλαμάς! Ο γενναίος αυτός άνδρας ακούγοντας τη
βουή της σύγκρουσης αμέσως έσπευσε στο σημείο με τη βενζινάκατό του και
επιδόθηκε στη διάσωση των ναυαγών. Με το μικρό του σκάφος, τη γνωστή «Χαρίτσα»,
κατόρθωσε να περισυλλέξει 16 ναυαγούς από τους οποίους οι 9 ήταν ζωντανοί. Οι
υπόλοιποι που ανασύρθηκαν είχαν ήδη πνιγεί. Το «Ύδρα» έριξε στη θάλασσα δύο
βάρκες για να συνδράμουν το έργο της διάσωσης, αλλά βυθίστηκαν αμέσως, γιατί
από τον ήλιο και την εγκατάλειψη είχαν ανοίξει οι σκαρμοί τους. Έτσι το
μοναδικό μέσο που συνέδραμε τον Παρλαμά ήταν η πλοηγική λέμβος «υπ΄ αριθμ. 2»
από τον πλοηγικό σταθμό. Από τις προσπάθειες διάσωσης Άλλη μια αιτία που
συνετέλεσε στον υψηλό αριθμό θυμάτων ήταν ότι πολλοί επιβάτες δεν ήξεραν
κολύμπι. Την εποχή εκείνη ακόμη και αρκετοί νησιώτες δεν ήξεραν να κολυμπούν. Η
είδηση του τραγικού δυστυχήματος έκανε γρήγορα τον γύρο του Πειραιά,
προκαλώντας θλίψη και αγωνία. Κόσμος σηκώθηκε από τις ταβέρνες και έτρεχε προς
το κέντρο του Παρλαμά. Ο πειραϊκός λιμένας έζησε μια από τις δραματικότερες
νύχτες του. Μέχρι την αυγή η προκυμαία ήταν γεμάτη από κόσμο που περίμενε με
αγωνία να μάθει αν οι δικοί του άνθρωποι που ταξίδευαν ήταν καλά. Αλλά και οι
επόμενες ημέρες κύλισαν στην αβεβαιότητα, καθώς κανένας δεν γνώριζε τον ακριβή
αριθμό των εκδρομέων που επέβαιναν στο τρεχαντήρι. Το «Ανάστασις» μετά την
ανέλκυσή του στις 8 Αυγούστου 1937 Αρκετές ημέρες αργότερα, στις 8 Αυγούστου
αποφασίστηκε να γίνει η ανέλκυση του τρεχαντηριού το οποίο βρέθηκε από τον δύτη
του Βασιλικού Ναυτικού, Στυλιανό Ρόρη σε βάθος 60 περίπου μέτρων και σε
απόσταση 700 περίπου μέτρων από το πράσινο φανό του λιμενοβραχίονα του
προλιμένα. Στην ανέλκυση συμμετείχε και το ναυαγοσωστικό «Μαριγώ Μάτσα» και μια
μπίγα του Πολεμικού Ναυστάθμου η οποία ρυμουλκήθηκε μέχρι το σημείο όπου είχε
σημανθεί από δύο λέμβους και ένα βαρέλι. Ωστόσο, από μόνο του το γεγονός της
ανεύρεσης του τρεχαντηριού στον πυθμένα της θάλασσας αποτελούσε την κορύφωση
του δράματος της ναυτικής αυτής τραγωδίας. Δύο σώματα βρέθηκαν κρατημένα από τα
ξάρτια του βυθισμένου τρεχαντηριού ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, ανεβάζοντας
τον αριθμό των θυμάτων στους 24 μέχρι την ημέρα εκείνη....