Από το βιβλίο του Ι. Μάντζαρη: "Αιγηνιτών Ήθη και Έθιμα"
Στις Άλωνες, χωριό της Νοτιοανατολικής Αίγινας, την Κυριακή της Τυροφάγου κρεμούσαν από το ταβάνι του σπιτιού ένα αβγό με σπάγκο, ώστε να φθάνει μέχρι το τραπέζι. Οι παριστάμενοι σηκώνονταν με τα χέρια τους σταυρωμένα πίσω στην πλάτη. Κάποιος από όλους έπρεπε να προλάβει να αρπάξει το αβγό με το στόμα του. Τότε κέρδιζε και το στοίχημα, που είχαν βάλει από πριν (σε είδη όπως ελιές, λάδι, κρασί, κάποιο ζώο). Το αβγό ήταν δεμένο με κλωστή και κόμπο για να μη μπορέσει κάποιος και το αρπάξει με το χέρι.Συνηθίζεται σε πολλές περιοχές της Αίγινας το τελευταίο πράγμα που έτρωγαν να είναι ένα αβγό. Έτσι ξεκίναγε η Σαρακοστή. Κι έτσι άνοιγε με το κόκκινο αβγό. Η φράση που έλεγαν ήταν: « Με αβγό θα το βουλώσεις και με αβγό θα ανοίξει»
Την Καθαρά Δευτέρα έτρωγαν σκόρδο, ελιές, κάρδαμα, βολβούς, χαλβά, λαγάνες και θαλασσινά. Πολλοί Αιγινήτες νήστευαν και το λάδι έως το επόμενο Σάββατο των Αγίων Θεοδώρων. Οι κοπέλες που επιθυμούσαν να μάθουν τη μοίρα τους ( ποιόν θα παντρευτούν) επισκέπτονταν ανήμερα την Καθαρά Δευτέρα τρία μονοστέφανα σπίτια, δηλαδή οικογένειες, όπου και οι δύο σύζυγοι είχαν παντρευτεί μια μόνο φορά και εκεί μάζευαν νερό, αλεύρι κι αλάτι. Συνήθως όμως δεν έπαιρναν αλεύρι, αλλά ζητούσαν το προζύμι με το οποίο είχαν παρασκευάσει τα μακαρόνια της Τυροφάγου. Γυρίζοντας σπίτι τους, έβαζαν τα υλικά αυτά σε ένα ντεζερέδι (καζάνι) και πρόσθεταν αλάτι και το έβαζαν στο κατώφλι της πόρτας εισόδου του σπιτιού τους. Κατόπιν ζύμωναν τα υλικά αυτά έχοντας στα χέρια τους πίσω και έπλαθαν ένα κουλούρι, το οποίο το έψηναν στο πιο κοντινό σταυροδρόμι της γειτονιάς. Το κουλούρι αυτό το ονόμαζαν οι αιγινήτισσες «αρμυροκούλουρο», λόγω της μεγάλης ποσότητας αλατιού που περιείχε. Οι κοπέλες, λίγο πριν πέσουν για ύπνο έτρωγαν τα αρμυροκούλουρα, χωρίς να πιούν νερό. Στη συνέχεια πήγαιναν για ύπνο ελπίζοντας να δουν στο όνειρό τους τον άνδρα που επρόκειτο να παντρευτούν να τους δίνει νερό να πιούν.
Σύμφωνα με την Ασπασία Γκίκα, οι αιγινήτες ευσεβείς και πιστοί άνθρωποι νήστευαν καθόλη τη διάρκεια της Μεγάλης και Αγίας Τεσσαρακοστής. Ιδιαίτερα τις μέρες Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγαν κανένα λαδερό φαγητό. Με την είσοδο της Αγίας Σαρακοστής και πιο συγκεκριμένα την πρώτη Τετάρτη μετά την Καθαρά Δευτέρα, έβραζαν τα πολύλογα, ένα είδος σούπας που περιείχε σιτάρι, κουκιά, φασόλια, ρεβίθια, φασόλια μαυρομάτικα, φακή και καλαμπόκι. Από τα πολύλογα την πρώτη κουταλιά έτρωγαν – εάν υπήρχαν στην οικογένεια – τα κορίτσια ή την έβαζαν στο στόμα τους και έφευγαν. Την κουταλιά αυτή την έδεναν στο μαντήλι τους και έκαναν βόλτα στη γειτονιά, στο πηγάδι, με την ελπίδα να ακούσουν το όνομα του παλικαριού με το οποίο θα παντρεύονταν. Το έθιμο των πολυλόγων αναβίωνε στην Παλιαχώρα από όπου και ξεκίνησε, ιδίως στη Βυζαντινή εποχή και συνδέθηκε με τη βλάστηση και την ευφορία της γης αποτελώντας ευχαριστήρια προσφορά στο θαυματουργό Άγιο Δημήτριο ή Άγιο Τρύφωνα