Πάνε σαράντα μέρες που η κυρά Πελαγία δεν βλέπει από το παράθυρο τη θάλασσα της. Αυτή που την μεγάλωσε και την είχε πάντα συντροφιά σε όλη τη ζωή της. Εκεί στα ψηλά του λόφου του Αγίου Νικολάου στην Καβουρόπετρα της Κυψέλης.
Στο νοικοκυρεμένο σπίτι της έστησε την οικογένειά της μεγάλωσε τις κόρες της και χάρηκε τα εγγόνια της. Και πάντα, όσες δουλειές κι αν είχε ο νους της ήταν στην εκκλησία της, στον Άγιο Νικόλαο. Τον κάτασπρο και αρχοντικό Άι Νικόλα του λόφου. Τη φροντίδα αυτή την παρέλαβε από τη μάνα της, τη θεία Ζωή που για χρόνια φρόντιζε το ναό.
Σαν έφυγε η κυρά Ζωή, η φροντίδα πέρασε στην Πελαγία. Εκείνη πλέον του άναβε τα καντήλια, τον θυμιάτιζε, τον καθάριζε, τον άσπριζε, τον έστρωνε με τη μοκέτα και τα χαλιά για να είναι έτοιμος να υποδεχθεί τους πανηγυριστές της γιορτής του.
Και σαν ξημέρωνε η παραμονή του Άι Νικόλα όλα ήταν έτοιμα. Και εκείνη καμάρωνε και αγαλλίαζε η καρδιά της που όλοι έρχονταν στη χάρη του.
Με το φευγιό της Πελαγίας το εκκλησάκι ορφάνεψε όπως και μια ολόκληρη περιοχή. Η Πελαγία ήταν η τελευταία νοικοκυρά αυτής της περιοχής. Εδώ και καιρό η γειτονιά της είχε αδειάσει. Έφυγαν όλοι! Οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής. Οι άνθρωποι της! Τους αποχαιρέτισε έναν - έναν, όλους εκείνους με τους οποίους έζησε τόσα χρόνια σε αυτή τη γωνιά της Κυψέλης, ακόμα κι αυτούς που είχαν φύγει και έρχονταν μόνο τα καλοκαίρια.
Έζησε εκεί όλη της τη ζωή, σε εποχές δύσκολες και στερημένες και τα κατάφερε όπως μόνο εκείνοι οι άνθρωποι ήξεραν να αντιμετωπίζουν και να κοιτούν κατάματα τη ζωή.
Στη μνήμη μας θα έχουμε πάντα την εικόνα της ψηλής και χαμογελαστής γυναίκας που άνοιγε το ναό κάθε φορά που με τα παιδιά του σχολείου επισκεπτόμασταν τον Άγιο Νικόλαο. Η φιγούρα της νοερά θα στέκει εκεί πίσω από την πόρτα, δίπλα στα κεριά και με το άγρυπνο μάτι της θα κοιτά αν όλα είναι εντάξει μέσα στην εκκλησιά της!
Αιωνία η μνήμη της.