Ντυμένη με τη θαμπάδα της πρωϊνής υγρασίας η Αίγινα ταξιδεύει καταμεσής του Σαρωνικού. Μακρινή και τόσο κοντινή, ντυμένη το πέπλο της ιστορίας και της αγιωσύνης τόσων ανθρώπων που τη λάτρεψαν και την αποθέωσαν με την τέχνη τους.
Μοναχική κάποιες φορές, πολύβουη κάποιες άλλες ντυμένη τα χρώματα και τις οσμές της Άνοιξης κάλεσε και πάλι τους θαυμαστές της στο γιορτινό Λαμπριάτικο τραπέζι. Και εκείνοι αμετανοήτοι εραστές του φωτός της ήρθαν. Την τίμησαν, τρύγησαν την ομορφιά της και αφέθηκαν στα χάδια της.
Και τώρα πιά, καθώς τα φώτα τηςγιορτής σβήνουν σιγά - σιγά, εκείνοι φεύγουν, αναχωρούν και αποχωρούν ένας - ένας αφήνοντας την πίσω να τους περιμένει πιστή και αγέραστη γόησσα των καλοκαιρινών αποδράσεων. Να μένει αδειανή όπως τα καραβάκια της που μετά τη διαδρομή τους μένουν έρημα και αδειανά, σκοτεινά και ήσυχα.
Εκεί. Απέναντι είναι το νησί που δεν ησυχάζει και ετομάζεται να φορέσει τα καλοκαιρινά του.