Έργο του συγγραφέα και ζωγράφου Γιάννη Ξανθούλη
Την
τιμητική τους σήμερα οι Γιάννηδες και οι Ιωάννες. Μεγάλη γιορτή και
πως να μην την υπολογίσεις άσχετα από το χιόνι που πέφτει. Πολλές όμως
και οι παροιμίες για το Γιάννη. Επιτρέψτε μας λοιπόν να σας αναφέρουμε
τις περισσότερες από αυτές έτσι όπως τις έχει μοναδικά καταγράψει η κ.Λίνα Μπόγρη - Πετρίτου στο βιβλίο της: "Τα λέμε και στην Αίγινα"
' Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Γιάννης κερνάει,
Γιάννης πίνει. Λέγεται για
κείνους που δείχνουν το ενδιαφέρον τους μόνο στα λόγια, αλλά βασικά νοιάζονται
για το δικό τους συμφέρον. Η παροιμία λέγεται από την Δ΄ ΄Εθνοσυνέλευση Άργους
1829, όταν οι αντικαποδιστριακοί υποστήριζαν, ότι ο Κυβερνήτης Ιωαν.
Καποδίστριας επηρέαζε τους αντιπροσώπους.
Σπίτι χωρίς
Γιάννη προκοπή δεν κάνει.
Ακόμα δεν
τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε.
Σαράντα
πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση. Ειρωνικά για
ανόητο.
«Γεια σου, Γιάννη», «Κουκιά σπέρνω». Για
ασυνεννοησία.
Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα.
Κάθε μέρα
δεν είναι τ’ Αγιαννιού.
Όλη μέρα καλο-Γιάννη, και το βράδυ κακο-Γιάννη.
«Και παπάς
εγένεις Γιάννη;» «Έτσι τα ’φερε η
κατάρα.»
Κι
αυτοκράτορας να γένεις, πάντα Γιάννης θε
να μένεις. Η ταπεινή
καταγωγή δεν αλλάζει με τα αξιώματα.
Άφησ’ ο Γιάννης την κλεψιά κι έπιασε το ζευγάρι.Νοικοκυρεύτηκε!
Δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης.
Τα καλά του
Γιάννη θένε, μα τον Γιάννη δεν τον
θένε. Λέγεται πως
το είπε ο Ι. Καποδίστριας
Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.
Να σε κάψω Γιάννη μου, να σ’ αλείψω μέλι.
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το
Γιάννη.
Μπρος Μαριώ
και πίσω ο Γιάννης και πιο πίσω ο
Κακαγιάννης.
Είδες
πράσινο άλογο; Είδες Γιάννη φρόνιμο!
Σαράντα χρόνια Γιάννης, μαστρογιάννης δεν γίνεται.
Όπου γάμος
και χαρά, τρέχα, Γιάννη μασκαρά.
. Κάμε, Γιάννη, τη δουλειά σου κι ύστερα είμαι
πάλι θειά σου.
Έκανε η
Μαριώ το Γιάννη κι άλλη γιο δεν έχει
κάνει.
. Βγάλε το
παιδί σου Γιάννη, κάθε μήνα να
γιορτάζει.
Έχουν και
τον μπάρμπα Γιάννη σαν το γάιδαρο
που κλάνει.
Γιάννης
πήγε, Γιάννης γύρισε. Ανόητος
πήγε, ανόητος γύρισε, δεν άλλαξε.
Άμα ακούς,
Μαρία, Γιάννη, βάλε ψάρια στο τηγάνι.
Όλοι μιλούν
για τ’ άρματα κι ο Γιάννης για την
πίτα.
Κόψε λεύκα,
κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο Μανώλη, κι αν ρωτάς και για το Γιάννη,
ό,τι ξύλο κόψεις κάνει.
Γιάννη είχα, Γιάννη έχω, κι αν ποτέ μου
θα χηρέψω, πάλι Γιάννη θα γυρέψω.