Της εκπαιδευτικού κ. Άννας Ρόδη
(Συνέχεια από προηγούμενη ανάρτηση)
Οι ιστορίες αυτές, που σίγουρα δεν είναι οι μοναδικές, έχουν να κάνουν με την αναζήτηση και την εύρεση θησαυρών και μού τις αφηγήθηκε ο πατέρας μου Παναγιώτης Ρόδης, που κι εκείνος τις είχε ακούσει, όταν ήταν παιδί ή στη νεανική του ηλικία, από τους δικούς του γονείς, τον Γεώργιο Ρόδη και την Άννα Λαμπαδαρίου – Ρόδη, ή από τον ευρύτερο κοινωνικό του περίγυρο.
4η
ιστορία
Ο Παντελάκης Οικονόμου ήταν προεστός της
Παλιαχώρας και, καθώς ήταν μορφωμένος για τα μέτρα της εποχής του, τον ονόμασαν
Λογιώτατο. Η επωνυμία Λογιώτατος μετατράπηκε σε Λογιωτατίδης κι έμεινε ως
επίθετο στους απογόνους του. Κάποια άλλα πάλι μέλη της οικογένειας κράτησαν το
επώνυμο Οικονόμου, το οποίο προήλθε από εκκλησιαστικό αξίωμα. Ο ίδιος απέκτησε τρεις
γιους, τον Σωκράτη, τον Παρθένιο και τον Γεώργιο.
Η περιοχή της Αγίας Μαρίνας ανήκε στον
Σωκράτη, που έγινε δήμαρχος Αίγινας και ήταν αντιπρόσωπος του νησιού (μαζί με
τον ανιψιό του Σπυρίδωνα, γιο του Γεώργιου) στη Β' Εθνική εν Αθήναις Συνέλευση του 1862[1]. Ο συγκεκριμένος πιθανότατα δολοφονήθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες το 1865
μέσα σε μια βάρκα, ανοιχτά του κόλπου της Αγίας Μαρίνας και το πτώμα του
βρέθηκε στη θάλασσα. Ο φόνος αυτός, αν ήταν φόνος, παρέμεινε ανεξιχνίαστος[2].
Ένας Γαρυφάλλου, είχε επίσης βρει νομίσματα
κάπου κοντά στους Αγίους Πάντες (Κοντός) και αγόρασε την Αγία Μαρίνα από τη
χήρα (ή τα παιδιά) του συγκεκριμένου Λογιωτατίδη, η οποία ξαναπαντρεύτηκε με
κάποιον Στρέφη, που πιθανόν να είχε σχέση με τους Στρέφηδες της Αθήνας (βλ.
Λόφος του Στρέφη – ανοιχτό θέμα για έρευνα). Στη συνέχεια η κεντρική έκταση της
περιοχής αγοράστηκε από τον Βακαλόπουλο και τα υπόλοιπα τμήματά της από άλλους.
5η
ιστορία, που αφορά πολύτιμο θρησκευτικό αντικείμενο
Κοντά στις πρώην Φυλακές
της Αίγινας (καποδιστριακό Ορφανοτροφείο – αλληλοδιδακτικό σχολείο),
ανεβαίνοντας το δρόμο που οδηγεί στους Αγίους Ασωμάτους, ο επισκέπτης
αντικρίζει τα ερείπια μιας μισοτελειωμένης βασιλικής (εικ. 2). Στο κάτω μέρος
της υπάρχει ένας υπόγειος χώρος που οι ντόπιοι αποκαλούν κατακόμβες, αν και
ουσιαστικά πρόκειται για ένα σπηλαίωμα. Ο χώρος αυτός χωρίζεται σε δύο θαλάμους – ναούς, εκ των
οποίων ο ένας είναι αφιερωμένος στην Αγία Αθανασία από την Παλιαχώρα και ο
άλλος στη Θεοτόκο. Εκεί υπάρχει και η εικόνα του 17ου αι., που
αναπαριστά την Παναγία δεόμενη, ενώ πίσω από το ιερό βρίσκεται ο μικρός
σπηλαιώδης χώρος, όπου έλαβε χώρα η φανέρωσή της. Γύρω από την εύρεσή της
υπάρχουν πολλές εκδοχές, που έφτασαν ως τις μέρες μας από στόμα σε στόμα.
Μια απ’ αυτές υποστηρίζει ότι ανακαλύφθηκε,
εξαιτίας ενός αλόγου που πάτησε σ’ ένα σαθρό σημείο του εδάφους και βούλιαξε σε
μια τρύπα που οδηγούσε στον χώρο, όπου ήταν η εικόνα, ενώ μια άλλη αναφέρει ότι
εκείνος που την ανακάλυψε ήταν ένας γεωργός, που, καθώς όργωνε το χωράφι του, είδε να βγαίνει ένα φως
από το συγκεκριμένο
σημείο.
Τέλος
μια τρίτη εκδοχή εμπλέκει στο θέμα τον γιο του Παντελάκη
Οικονόμου, μοναχό Παρθένιο. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη παράδοση, μετά από ένα
σημαδιακό όνειρο και οδηγούμενος από τη γυναίκα, που είχε δει στον
ύπνο του, ανακάλυψε σ’ ένα πατρογονικό το κτήμα του, το ιερό αντικείμενο. Μετά
απ’ αυτό το γεγονός, παραχώρησε το κτήμα στο μοναστήρι της Παναγίας της
Χρυσολεόντισσας, που από τότε έγινε μετόχι της. Λέγεται ακόμη ότι, μετά τη εύρεση της
εικόνας, ο ανιψιός του Σπυρίδων
Λογιωτατίδης αποφάσισε να χτίσει, με δικά το έξοδα, μια άλλη μεγαλύτερη
εκκλησία αλλά την άφησε ημιτελή, γιατί πνίγηκε τον Νοέμβριο του 1848. Όπως
και να έγιναν πάντως τα πράγματα, η Παναγία η Φανερωμένη και η εικόνα της
αποτελούν ένα από τα πιο σεπτά προσκυνήματα του νησιού[3].
6η
ιστορία, που αφορά αρχαίο αντικείμενο
Ο γερο – Γιαννούτσος
είχε βρει σε μια θρακιά μια αρχαία χρυσή πλάκα ή φύλλο χρυσού με ανάγλυφες
παραστάσεις. Για να μπορέσει να πουλήσει το εύρημά του, χωρίς να το αντιληφθούν
οι διωκτικές αρχές, το έκοψε σε τρία κομμάτια. Στην προσπάθεια του όμως να τα
εκποιήσει, τον συνέλαβαν, ίσως από ρουφιανιά, και τον ξυλοκόπησαν άγρια, για να
ομολογήσει το παράπτωμά του ή για να αποκαλύψει το σημείο όπου είχε βρει τον
θησαυρό του. Όταν τον άφησαν ελεύθερο, για λίγο καιρό έβοσκε πρόβατα αλλά
σύντομα πέθανε, πιθανότατα από την κακοποίηση, που είχε υποστεί. Το
τεμαχισμένο, χρυσό αντικείμενο δυστυχώς δε μπόρεσα να μάθω τι απέγινε.
[2] Για την
οικογένεια Λογιωτατίδη, βλ. Κουλικούρδη Γ., Αίγινα ΙΙ, Η Αίγινα στην επανάσταση
του 1821 – Αιγινήτες αγωνιστές, Αίγινα 2002, σ. 152 – 154.