Το πρώτο Ψυχοσάββατο σήμερα 2 Μαρτίου. Μια ιδιαίτερη ημέρα μέσα στον εορταστικό και λειτουργικό κύκλο της Εκκλησίας αλλά και της ζωής μας γενικότερα, μια που η ημέρα αυτή είναι αφιερωμένη στα αγαπημένα πρόσωπα που δεν έχουμε πλέον κοντά μας, αλλά η θύμησή τους μας παρηγορεί και μας συντροφεύει.
Παραθέτουμε ένα όμορφο κείμενο του π. π. Κωνσταντίνου Καλλιανού που έχει δημοσιευτεί στο site "Βήμα Ορθοδοξίας":
Άλλη μια κορυφαία ημέρα ξεπροβάλλει σιωπηλά, ταπεινά και με γνήσια βεβαιότητα τη χαρμολύπη της, για ν᾽ανταμώσει με τη δικιά μας τη συγκίνηση.
Σιωπηλοί, συγκινημένοι,
ενεοί και πάντα προσεκτικοί αναμένουν οι πιστοί στο ν᾽αφουγκραστούν
τα ονόματα των γονιών, των αδελφών, των συγγενών, των φίλων, των γειτόνων –
ίσως κάποιοι και τα ονόματα εκείνων που τους πίκραναν η πικράθηκαν από
εκείνους, όσο ζούσαν… Γιά να γίνει αυτή η αναμονή το εφαλτήριο με το οποίο η
ψυχή, ο νούς, το είναι ολάκερο να μεταφερθεί σε άλλες ώρες βίου, σε στιγμές
όπου εκείνοι, οι κεκοιμημένοι δηλαδή, πύκνωναν τις μέρες και φυσικά το χρόνο
μας.
Γιατί η σημερινή η
μέρα, η μέρα του Ψυχοσάββατου, έχει, για όσους συνειδητά προσέχουν τα όσα
ξετυλίγονται από το κουβάρι του πανίερου Τριωδίου, όλη εκείνη τη δυνατότητα,
ώστε να μπορέσει ο κάθε πιστός να υπερβεί το Μυστήριο του θανάτου, καθώς
γεύεται, πιστοποιεί και κατανοεί το άλλο Μυστήριο: της Εκκλησίας, που ως άλλη,
μεγάλη συντροφιά και κοινωνία επειχειρεί ν᾽αναστρέψει τα πράγματα
και να δώσει στη σημερινή ημέρα χαρακτήρα χαρμολύπης, παραμυθίας και αναμονής.
Γιατί τι άλλο περιμένει ο πιστός να γευτεί την
ώρα εκείνη της προσευχής, που αποκαλείται Τρισάγιο ή Μνημόσυνο για τους Κεκοιμημένους,
παρά μονάχα την παρουσία των πρόσωπων, ως ικανή, ζωντανή παρουσία μεταξύ μας,
όλων εκείνων που πέρασαν το μεγάλο το χαντάκι που μας χωρίζει με την
αιωνιότητα.
Γιατί τι άλλο σημαίνει το κάθε όνομα που
διαβάζεται, που μνημονεύεται, που δέχεται τη μερίδα του στο Άγιο Δισκάριο την
ώρα της Προσκομιδής/Ευχαριστίας, παρά μονάχα την σιωπηλή, ανομολόγητη, ωστόσο
διαβεβαιωμένη μαρτυρία της θείας παρουσίας;
Σιωπηλοί, συγκινημένοι, ενεοί και πάντα
προσεκτικοί αναμένουν οι πιστοί στο ν᾽αφουγκραστούν τα ονόματα των
γονιών, των αδελφών, των συγγενών, των φίλων, των γειτόνων – ίσως κάποιοι και
τα ονόματα εκείνων που τους πίκραναν η πικράθηκαν από εκείνους, όσο ζούσαν… Γιά
να γίνει αυτή η αναμονή το εφαλτήριο με το οποίο η ψυχή, ο νούς, το είναι
ολάκερο να μεταφερθεί σε άλλες ώρες βίου, σε στιγμές όπου εκείνοι, οι
κεκοιμημένοι δηλαδή, πύκνωναν τις μέρες και φυσικά το χρόνο μας.
Γιατί, καθώς μνημονεύονται τα ονόματα, κι
ακούγεται αυτό το ιερό και φωτεινό, μέσα στην πλημμύρα της κεροδοσιάς,
προσκλητήριο, αυτόματα στο νού εικονίζονται σκηνές με Μορφές Κεκοιμημένων που
στέκουν απέναντί σου και κοιτούν κι οι ίδιοι, με μια αναμονή περίεργη, ωστόσο
οικεία και κατανυκτική, ν᾽αφουγκραστούν το όνομά τους, να
δηλώσουν την παρουσία τους: έστω κι αν αυτή είναι ανάμεσα στους ίσκιους του
γκρίζου πρωινού που σαλεύουν σε γωνιές μισοσκότεινες.
Κι αυτή τους η αναμονή
τίποτε άλλο δε δείχνει, παρά μονάχα πως περιμένουν κι εκείνοι την τιμή και το
χρέος που έχουμε απέναντί τους, γιατί με αυτό το μνημόσυνο αναπαύονται. Επειδή
ξέρουν πως δεν τους λησμονούμε. Ακόμα κι αν έχουν περάσει χρόνια πολλά ή και
αιώνες… Πάντα θυμόμαστε: τους από αρχής μέχρι σήμερον «πατέρας και αδελφούς,
συγγενείς και φίλους, πάντας τους τα του βίου λειτουργήσαντας πιστώς», έστω κι
αν τα ονόματά τους δεν πρόφτασαν να φτάσουν ίσαμε τις μέρες μας. Αρκεί που τα
θυμάται, και μάλιστα δίχως λάθη, ο Θεός.