Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

Μικρές ιστορίες για κρυμμένους αιγινήτικους θησαυρούς

 Της  κ. Άννα Ρόδη

 (εκπαιδευτικού του 1ου Δημοτικού Σχολείου Αίγινας)
(σε συνέχειες)


   Η Αίγινα, όπως πολλοί γνωρίζουν, έχει ένα πλούσιο όσο και οδυνηρό ιστορικό παρελθόν από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σχετικά πρόσφατα. Αμέτρητοι κατακτητές τη λεηλάτησαν και υπέστη διαφόρων ειδών επιθέσεις και καταστροφές. Μέσα απ’ αυτές τις περιπέτειες του νησιού ξεπηδούν πειρατές, περιηγητές και αρχαιοκάπηλοι, καραβοκυραίοι και ναύτες, ο απλός λαός αλλά και πολλές ιστορίες για κρυμμένους θησαυρούς. Εδώ επιχειρείται μια πρώτη καταγραφή και σταχυολόγησή τους, πριν να καλύψει, μερικές τουλάχιστον απ’ αυτές, οριστικά το μαύρο πέπλο της λήθης. Οι ιστορίες αυτές, που σίγουρα δεν είναι οι μοναδικές, έχουν να κάνουν με την αναζήτηση και την εύρεση θησαυρών και μού τις αφηγήθηκε ο πατέρας μου Παναγιώτης Ρόδης, που κι εκείνος τις είχε ακούσει, όταν ήταν παιδί ή στη νεανική του ηλικία, από τους δικούς του γονείς, τον Γεώργιο Ρόδη και την Άννα Λαμπαδαρίου – Ρόδη,  ή από τον ευρύτερο κοινωνικό του περίγυρο. 
   Κάποιοι τυχεροί λοιπόν, μετά από… σημαδιακά όνειρα ή εξαιτίας τυχαίων γεγονότων, έβρισκαν πήλινα ή χαλκωματένια σκεύη γεμάτα χρυσά νομίσματα ή κάποια άλλα πολύτιμα αντικείμενα, αρχαιολογικού αλλά και θρησκευτικού ενδιαφέροντος. Συνήθως τα ανακάλυπταν θαμμένα σε παλιούς τοίχους, κοντά σε εκκλησιές, σε μικρά σπήλαια αλλά και σε αρχαίους τάφους. Εκείνοι πάντως που τα εντόπιζαν βρίσκονταν, εκτός κάποιων εξαιρέσεων, ξαφνικά με περιουσίες.
   Άλλοι από τους θησαυρούς ανήκαν στην αρχαία εποχή και άλλοι στην εποχή που οι πειρατές λυμαίνονταν τις θάλασσες και κούρσευαν τα νησιά. Εικάζεται ότι κάποιοι από τους ληστές της θάλασσας είτε έκρυβαν τη λεία τους, με σκοπό να μη μπει στην κοινή μοιρασιά με τους συντρόφους τους και να επιστρέψουν αργότερα, για να την πάρουν αλλά τούς προλάβαινε ο θάνατος είτε ότι κάποιοι ντόπιοι με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν να προστατέψουν το έχει τους από κείνους, χωρίς φυσικά να αποκλείονται και άλλα πιθανά σενάρια.
   Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, αν κάποιος έβλεπε στον ύπνο του νομίσματα έπρεπε να σηκωθεί αμέσως, μπορούσε δε μπορούσε, και να πάει στο μέρος, που τού υπεδείκνυε το όνειρο, για να βρει τον θησαυρό. Αλλιώς η ευκαιρία χανόταν, γιατί ακόμη κι αν πήγαινε εκεί αργότερα δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να εντοπίσει το ακριβές σημείο. Αρκετές από τις μικρές ιστορίες που ακολουθούν αναφέρονται, κατά μια περίεργη σύμπτωση, σε άτομα μεγάλης ηλικία και στις προσοδοφόρες ονειρώξεις τους. Όλες τους δε τοποθετούνται χρονικά στον 19ο αι. και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου. Εκείνο που όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπτωματικό είναι ότι οι περιοχές, όπου ανακαλύπτονταν κάθε φορά τα νομίσματα, βρίσκονταν τις περισσότερες φορές σε σχετικά κοντινή απόσταση από την Παλιαχώρα, πράγμα που νομίζω ότι ενισχύει τις απόψεις που εξέφρασα πιο πάνω για τους καιρούς της πειρατείας.
1η ιστορία
   Ο γερο – Παυλινέρης ζούσε στον Κοντό και μια νύχτα ονειρεύτηκε χρήματα κρυμμένα κάπου στις Σφυρίχτρες (Ελλάνιον Όρος). Σηκώθηκε από το κρεβάτι του, πήρε δυο κοφίνια, τα φόρτωσε στο μουλάρι του και ξεκίνησε αμέσως για κει. Γύρισε πίσω το ξημέρωμα με δυο μισοκόφινα φλουριά. Τα χέρια του όμως είχαν γυρίσει προς τα μέσα από την υπερπροσπάθεια της συλλογής τους. Με αυτά τα φλουριά αγόρασε μια έκταση στο Μποργιατάδο (περιοχή μεταξύ Βαθέος και Κυψέλης, κάτω από το λόφο της Δραγωνέρας[1]) κι έφυγε από το χωριό του.
2η ιστορία
   Ένας άλλος ηλικιωμένος, ο Μανωλιός (Εμμανουήλ), που ο γιος του παντρεύτηκε αργότερα τη Μαριγώ, το γένος Λογοθέτη, θεία της γιαγιάς μου Άννας από το σόι της μητέρας της, είχε ένα κτήμα στο Μποργιατάδο και είχε εγκαταστήσει εκεί έναν πρόσφυγα, για να το προσέχει. Ο πρόσφυγας, ενώ επισκεύαζε έναν παλιό χωραφότοιχο, βρήκε ένα πιθάρι με νομίσματα και τα πήγε στο Μανωλιό.
-          «Κοίτα, αφεντικό, τι βρήκα;», του είπε.
-          «Καλά! Άσε τα εκεί και, αν κάνουν τίποτα, θα σου δώσω κι εσένα», απάντησε πονηρά εκείνος.
      Μετά από λίγες μέρες το αφεντικό, χωρίς να εκτιμήσει διόλου την εντιμότητα του αγαθού Μικρασιάτη, τού έβαλε στο ταγάρι κάτι δεκάρες και του είπε:
-          Τα ’δωσα αλλά δεν κάνανε τίποτα.
Και τότε ο πρόσφυγας υποψιασμένος με τις δεκάρες, είπε:
-          Εκείνα γυαλίτζουσι, ετούτα εδώ μαυρίζουσι.
   Καναδυό μήνες αργότερα ο Μανωλιός έφερε μια καραβιά ξυλεία από την Τεργέστη, αγόρασε μια περιοχή πολλών στρεμμάτων στη Γούβα του Βάβουλα στον Πειραιά και ίδρυσε την Ξυλεμπορική. Παιδιά του ήταν ο Σπύρος, ο Σωκράτης και ο Γιάννης.


[1] Δραγωνέρα: Στον συγκεκριμένο λόφο, κατά πάσα πιθανότητα, υπήρχε αρχαίο υδραγωγείο κι απ’ αυτό προήλθε η σημερινή όνομά του (μαρτυρία Π. Ρόδη).