Αναδημοσίευση από το Saronic magazine
Ένας παραδοσιακός ταβερνιάρης της Αίγινας από τους ελάχιστους που έχουν απομείνει δεν θα σερβίρει ποτέ πια τη μακαρονάδα με το χονδρό μακαρόνι που τον έκανε διάσημο.
Η οικογενειακή ταβέρνα «ο Βατζούλιας» έχασε τη ψυχή
της. Τον άνθρωπο που της ύφανε το
μύθο της για το μαγειρευτό φαγητό, τις τηγανιτές μελιτζάνες, τη
σκορδαλιά και το μοναδικό κρασί.
Εμβληματική φυσιογνωμία
στο χώρο της ταβέρνας (σήμερα το λέμε «εστίαση» τρομάρα μας!) ο Βαγγέλης
Μπαρμπέρης δημιούργησε το στέκι του
καλού μαγειρευτού φαγητού στον Ασώματο. Από τα τραπέζια του πέρασε όλη η
Αίγινα. Τον ανακάλυψαν οι παραθεριστές και φίλοι της Αίγινας και τον λάτρεψαν. Πιστός και συνεπής στη
δουλειά του είχε σκοπό να ευχαριστήσει
τον πελάτη του. Ένας μεγάλος
«νοικοκύρης» όπως αποκαλούσε απλά τον εαυτό του ο κυρ Βαγγέλης κατόρθωσε
να κάνει την ταβέρνα σημείο
αναφοράς για την Αιγινήτικη κουζίνα.
Είτε χειμώνας ήταν μέσα στη ζεστή και φιλόξενη αίθουσά του με τις παλιές ζωγραφιές, τους τιμοκατάλογους και τις διαφημίσεις, είτε στην ευσκιόφυλλη και δροσερή αυλή του κάτω από το φως της λάμπας, ο «Βατζούλιας» ήταν πάντα εκεί να σε υποδεχτεί με το ατόφιο και άδολο χαμόγελο κάτω από το νησιώτικο μουστάκι του και να σε περιποιηθεί με απλότητα και εγκαρδιότητα.
Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε την Αίγινα και αποτυπώθηκε σε αφιερώματα αθηναϊκών εφημερίδων την εποχή που ο μάγειρας δεν λεγόταν ακόμα «σεφ».
Ο Βαγγέλης Μπαρμπέρης εκπροσωπεί μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων της Αίγινας που με τις μικρές ή μεγάλες ταβέρνες τους εύφραναν τις ψυχές των απλών ανθρώπων. Σε δύσκολες εποχές, τότε που το μεροκάματο ήταν μικρό και δύσκολο και οι δραχμές είχαν αξία. Εκεί γύρω από το απέριττο τραπέζι ένας μεζές και λίγο κρασί έφεραν κοντά τους ανθρώπους, τους έκαναν παρέα και συντροφιά. Κουβέντες, γέλια, χαμόγελα, χαρά αλλά και βάσανα, λύπες και καημοί λόγια αγάπης και έρωτα προσκομίστηκαν με λίγο κρασί και ένα κομμάτι ζυμωτό ψωμί.
Μια ταβέρνα, μια γωνιά που η ζωή είχε γιορτή. Ο «Βατζούλιας» κρατά την αλυσίδα όλων εκείνων των ανθρώπων που μαγείρεψαν με την τέχνη της απλότητας και των γνήσιων υλικών , που σέρβιραν με χαμόγελο τον πελάτη τους γιατί ήταν ο άνθρωπος τους.
Μια βραδιά στου «Βατζούλια» ήταν γιορτή, γιατί είχε τις μυρωδιές και τις γεύσεις ενός οικογενειακού τραπεζιού. Ο κυρ – Βαγγέλης δεν χόρτασε απλά την πείνα τόσων και τόσων πελατών του, τους πρόσφερε αναψυχή και παραμυθία μετά από μια εξοντωτική ημέρα. Στιγμές κεφιού αλλά και χαλάρωσης με τα ποτήρια να αδειάζουν γρήγορα, τα πιάτα να εναλλάσσονται και κείνος ακούραστα να τριγυρνά ανάμεσα στα τραπέζια για να προλάβει, να ικανοποιήσει, να χορτάσει τον κάθε έναν.
Οι μνήμες από τις γεύσεις του, οι μυρωδιές της ρετσίνας του και το χαμόγελο του φτάνουν για να τον θυμάται για πάντα ένα νησί που εξαιτίας του γινόταν μια εύθυμη παρέα που ταξίδευε στις αυλές του Παραδείσου.