Μια λυόμενη κατασκευή ήταν αρκετή για να στεγάσει την καλοκαιρινή ραστώνη και ανεμελιά στην Καβουρόπετρα, όπου είχε στήσει το δικό του στέκι ο μπάρμπα - Παύλος. Έτσι τον ακούγαμε - μικρά παιδιά εμείς- έτσι τον μάθαμε, έτσι τον θυμόμαστε.
Τούτο το μαγαζάκι δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο.Λίγα τραπέζια με καρέκλες και πολλά καλάμια γύρω - γύρω του, για να σκιάζουν τους θαμώνες. Και εκεί μετά το θαλάσσιο μπάνιο μαζεύονταν όλοι για το αναψυκτικό ή για το ουζάκι και τη μπυρίτσα. Το ψητό χταπόδι που για ώρες ήταν κρεμασμένο στον ήλιο ήταν η σπεσιαλιτέ του ουζερί που γέμιζε τέτοιες μέρες το καλοκαίρι. Ένα πανηγύρι, μια γιορτή και τα παιδιά να τρέχουν και να τσαλαβουτούν στην αμμουδιά που υπήρχε τότε. Στο μικρό λιμανάκι της Καβουρόπετρας οι ψαράδες ξεψάριζαν τα δίχτυα τους, μέσα στις ξύλινες νυκοκυρεμένες βαρκούλες κι έτσι κυλούσε το καλοκαίρι κι ας φύσαγε πουνέντης πολλές φορές.
Όλα ήταν ανθρώπινα, γήινα, ειρηνικά. Τότε που υπήρχε χαρά και ψυχή στα καλοκαίρια μας.
Σήμερα στην Καβουρόπετρα ο κ. Παναγιώτης Μπέσης συνεχίζει την παράδοση με το εστιατόριο του. Το ουζερί του μπάρμπα - Παύλου ήταν ακριβώς απέναντι στην άλλη γωνία του δρόμου. Κάποια στιγμή έκλεισε κάπου στο τέλος της δεκαετίας του ' 70. Τη λυόμενη κατασκευή βαμμένη σε ρίγες φαρδιές μπλε και άσπρο τη μετέφεραν μέσα σε ένα χωράφι στην επάνω μεριά του παραλιακού δρόμου. Εκεί βρισκόταν για πολλά χρόνια κλειστή και άπραγη. Σήμερα δεν υπάρχει.
Υπάρχουν όμως οι μνήμες και οι εικόνες. Η γεύση του χταποδιού στα κάρβουνα και το άρωμα του ούζου να σου τρελαίνει τα ρουθούνια καθώς ο πουνέντης φυσά κι ανηφορίζει τα χωράφια ως την Κυψέλη.
Ο πίνακας του Κυριάκου Κρόκου έρχεται να θυμίσει το ουζερί του μπάρμπα - Παύλου. Ήταν ακριβώς σε αυτά τα χρώματα βαμμένο.
Στην αμμουδιά της Καβουρόπετρας τρεις νέοι. Δεκαετία του ' 50. Μάλλον χειμώνας προς άνοιξη. Στο βάθος το λιμανάκι.