Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Που πήγε η χαρά μας;




Κάποιοι εδώ και χρόνια έχουν κλέψει τη χαρά μας. Δεν μας αφήνουν να χαρούμε με τίποτα. Δεν αντέχουν να μας βλέπουν χαρούμενους.
Έχουν πρόβλημα. Δεν θέλουν να βλέπουν χαρούμενα πρόσωπα, χαμόγελα, ανθρώπους να χαίρονται τη ζωή και την κάθε στιγμή.
Η χαρά εγκλωβίστηκε στα χρόνια της κρίσης. Προσπάθησε να δραπετεύσει αλλά και πάλι φυλακίστηκε.
Οι άνθρωποι περπατούν σκυθρωποί, φοβισμένοι, αφηρημένοι. Δεν θέλουν να συναντήσουν  τον άλλον. Δεν θέλουν να μιλήσουν. Ο άλλος φαντάζει ως απειλή. Ο άλλος είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος μας. Ο εχθρός μας. Η κόλασή μας. Πανικός, αγωνία για το επόμενο βήμα για  την αυριανή ημέρα. Μικρόβια, ιοί, αρρώστιες απίθανες, προσφυγιά, ξεριζωμός, βία, πείνα, φτώχεια, ανέχεια στον 21ο αιώνα που ο άνθρωπος απογειώθηκε  τεχνολογικά. Κι όμως είναι μικρός και ανήμπορος. Φυλακισμένος μέσα στα επιτεύγματά  του. Χτίζει ακόμα «Τιτανικούς» και ναυαγεί στο πρώτο κύμα.
Δεν ήταν όμως έτσι τα πράγματα κάποτε. Ο άνθρωπος χαιρόταν σε κάθε ευκαιρία. Με λίγο ψωμί, με ένα ποτήρι κρασί, με τις πρώτες νότες ενός τραγουδιού σήκωνε τα χέρια στον αέρα και χόρευε. Έκανε τη στιγμή γλέντι και πανηγύρι. Αποζητούσε τη συντροφιά, την παρέα.
Τώρα οι αγκαλιές έκλεισαν. Τα σπίτια αμπαρώθηκαν. Τα χαμόγελα έσβησαν. Τα πρόσωπα σκοτείνιασαν.
Ο χρόνος κυλά με αγκομαχητό. Μετράμε τις μέρες και δείχνουμε ευχαριστημένοι που πέρασαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Που περάσαμε πολλούς κάβους.
Οι φίλοι μας αφήνουν. Τραβούν το δρόμο τους. Τα φωτεινά πρόσωπα ταξιδεύουν μακριά.
Η ζωή μας αγχωμένη  στο μεσοδιάστημα οικονομικών κρίσεων και επιδημιών.
Κυκλοφορούμε με μάσκες κι ας μην έχουμε απόκριες.
Τώρα πλέον δεν επιτρέπεται να είμαστε όλοι μαζί.
Οι πόλεις είναι έρημες. Η κοινωνία  των πόλεων μοιάζει με έρημο.
Κάποτε  θεωρούσαμε τη μοναξιά επιλογή. Την κατάθλιψη ως τη χειρότερη ασθένεια της εποχής μας. Σήμερα -  για  το καλό μας- μας επιβάλλεται να είμαστε μόνοι, αποστειρωμένοι εφοδιασμένοι με αντισηπτικά και διαρκώς φοβισμένοι.
Φοβόμαστε τη ζωή. Τη ζωή των άλλων. Την παρουσία  τους.
Η άνοιξη είναι εδώ. Η φύση και πάλι στα καλύτερα της. Ο άνθρωπος όμως στα χειρότερα  του. Κι όμως τα έζησε όλα. Τα έκανε όλα. Είναι χορτάτος αλλά άδειος συγχρόνως. Μόνος και δυστυχής πληρώνει έναν μεγάλο λογαριασμό  για  την οίηση που επέδειξε.
Θέλει να ζήσει. Η ζωή όμως δεν αρκείται στο εγώ, θέλει και το εσύ. Η ζωή θέλει αγάπη, θέλει χαρά. Αλλιώς δεν είναι ζωή.
Γιατί ο άνθρωπος  δημιουργήθηκε  για να αγαπά και να αγαπιέται. Γιατί ο άνθρωπος ήρθε στον κόσμο για να είναι μαζί με τον άλλον. Όχι μόνος σε έρημες πλατείες και πολιτείες αδειανές.
Η χαρά κάποια στιγμή θα επιστρέψει. Δεν γίνεται αλλιώς.
Κι όταν γυρίσει με το καλό ας φροντίσουμε να την κρατήσουμε γερά  κοντά μας. Στο χέρι μας είναι. Ας μην αφήσουμε κανέναν να μας την στερήσει.