Ο Σεπτέμβριος είναι ο μήνας του τρύγου.
Δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από την εργασία της Ομάδας Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης του 2ου Γυμνασίου Αίγινας με τίτλο: "Άμπελος η Αιγιναία"
Ο κ. Παναγιώτης Στενάκης είναι από τους παλαιότερους αγρότες της
Αίγινας. Δίπλα στο σπίτι του υπάρχει το πάτημα, ο χώρος με τα βαρέλια του
αλλά και το φουρνάκι όπου «έψηνε» τα κανάτια. Η ταυτότητα του
γράφει «αγγειοπλάστης». Γύρω από το
σπίτι του είδαμε το μποστάνι του και περπατήσαμε μέχρι το αλώνι του. Ένα παραδοσιακό αγροτικό σπίτι από τα λίγα που
σώζονται ακόμα στο Βαθύ και γενικότερα στην Αίγινα.
Ο κ. Παναγιώτης μας υποδέχτηκε και μας μίλησε
για την καλλιέργεια του αμπελιού,
τις δουλειές του αμπελουργού όλο το
διάστημα του χρόνου, αλλά και για
τους παλιούς αμπελουργούς της Αίγινας,
τη παραγωγή του νησιού σε σταφύλια και
το παλιό κρασί της Αίγινας.
«
Για να κάνουμε ένα αμπέλι τώρα υπάρχουν φυτά -κλήματα , τότε δεν υπήρχαν. Σήμερα υπάρχουν
τα φυτώρια. Όταν θέλαμε ένα χωράφι να το κάνουμε αμπέλι , έπρεπε να
ανοίξουμε τα λακιά. Το κάθε λακί είχε
φάρδος όσο μια τσάπα και ένα μέτρο μάκρος και βάθος ίσαμε το γόνατο.
Βάζαμε ένα κλήμα. Παίρναμε τις βέργες
τις κατάλληλες – από παλιά κλήματα -
το ονομαζόμενο κεφαλάρι και όχι το πεζό. Το κεφαλάρι το γνώριζες από το εξής. Σε ένα κλήμα
παρατάγαμε ή δύο ή τρία κεφάλια, κόβουμε
τη βέργα και παρατάμε δύο κόμπους από κάτω. Αυτοί οι δύο κόμποι ο πρώτος το
επόμενο έτος θα είναι πιο χοντρός, έτσι τον γνωρίζεις και παίρνεις αυτή τη
βέργα. Κατόπιν το φυτεύεις. Δεν τη βάζεις όρθια για να τη σκεπάσεις, τη βάζεις
χαμηλά και τη σκεπάζεις με το πόδι και ακούμπαγε η βέργα στην άκρη του λάκκου.
Ο λάκκος είναι ένα μέτρο για να είναι σε απόσταση με το άλλο που φυτεύεις. Ο ένα λάκκος από τον άλλο
έπρεπε να απέχει ένα μέτρο. Τώρα αφού μεγαλώσει και πρέπει να το καλλιεργήσεις ακολουθείς την
εξής σειρά.
Ας
πιάσουμε από τον Τρύγο. Αφού το
τρυγήσουμε, μετά το τρύγος φτάνουμε
στο κλάδος και στο ξελάκωμα. Το
κλάδενες και το ξελάκωνες. Το
κλάδεμα γίνεται τα Χριστούγεννα.
Έπαιρνες εργάτες και το ξελακώναμε. Μαζεύαμε
τις βέργες τις φέρναμε στο σπίτι. Αφού το ξελάκωνες μετά έπρεπε να το κάνουμε αράδες. Τι σημαίνει αράδες. Όπως
είναι το λακί που σας έλεγα ενδιάμεσα
στις βέργες έκανες ένα αυλάκι. Πέταγε μετά το κλήμα. Αφού πέταγε το
κλήμα έπρεπε να το παστρέψεις. Έβγαζε
πολλές βέργες και έπρεπε να
αφήσεις το πεζό και το κεφαλάρι. Πηγαίναμε και το παστρεύαμε
από κάτω και αφήναμε το πεζό και το
κεφαλάρι. Μόλις το πάστρευες έπρεπε
να το θειαφίσεις. Είχαμε θειαφονούς και το θειαφίζαμε με θειάφι. Το
θειάφι προστατεύει πάρα πολύ από μια αρρώστια που λέγεται χολέρα. Είναι σα μια στάχτη και το καίει το σταφύλι. Καλό είναι το θειάφι να πέσει
πάνω στον κόμπο, και πάνω στο κούτσουρο να πέσει το θειάφι, ωφελεί. Το
κατάλληλο θειάφισμα είναι τώρα
[Μάρτιο] ψοφάει το μικρόβιο. Όμως θέλει
κι άλλο θειάφισμα. Αφού μεγαλώσουν οι βέργες πρέπει να πάς να το δέσεις. Όπως
είναι ξαπλωμένες οι βέργες πρέπει να τις
σηκώσεις και να τις δέσεις με χόρτο.
Αφού τα δέσαμε, εκείνο αρχίζει και δένει. Τα σταφύλια πήζουν και ανθίζουν αλλά
από τη στιγμή που το δένεις το
κλήμα αχρινάει και δένει γιατί χοντραίνει η ρογίτσα. Τότε θέλει ξανά –
θειάφισμα.
Τώρα ήρθε η εποχή να το τρυγήσουμε. Με τα χέρια στα κοφίνια, με τους γαιδάρους . Τα
φέρνανε στο πάτημα.
Όλη η Αίγινα είχε πολλά Αμπέλια. Εγώ συγκεκριμένα από τα αμπέλια μου έκανα τρεις χιλιάδες κανάτια μούστο. Το
κάθε κανάτι αντιστοιχούσε σε δυόμισι οκάδες μούστο. Είχαμε ένα κανάτι και βγάζαμε από το πουρλάκι το
μούστο και το δίναμε στον έμπορο.
Ο
Μήτσος ο Χατζόπουλος, ο Κώστας ο Στενάκης, εγώ στη Σουβάλα ο Κανάκης
ο Χρήστος ο Γιαννούλης, ο Ριρίκος [ο
πατέρας του Δημήτρη του Παυλινέρη] ,κάναμε εμπόριο. Παίρναμε του κόσμου τα σταφύλια και τα πατάγαμε.
Έρχονταν καίκια από τις Σπέτσες από την Ύδρα, το Πόρο τη Λεσά και παίρνανε το μούστο. Τώρα πως τα φορτώναμε; Τότε υπήρχαν
τα κάρα. Τα οποία είχαν πάνω τους βαρέλια. Παλαιότερα όμως στα
χρόνια του πατέρα μου το μούστο τον κουβαλάγανε με τα τουλούμια. Τι ήταν τα
τουλούμια. Ήταν ασκιά
από δέρμα ενός τράγου μιας
κατσίκας. Έσφαζες έναν τράγο , ένα ζώο
και από το δέρμα έφτιαχνες το τουλούμι.
Μέσα στα καίκια υπήρχαν βαρέλια όπου έμπαινε ο μούστος.
Η
Αίγινα είχε πολλά αμπέλια, στη Μπαμπατσέα υπήρχαν πολλά. Είχε και ο Μεσαγρός αμπέλια,
αλλά τα καλύτερα τα είχε η Μπαμπατσέα. Έβγαζε τον καλύτερο
μούστο. Καταλάβαινες το μούστο αν ήταν καλός με τα γράδα. Μετράγαμε τα γράδα με
το γραδόμετρο. Της Μπαμπατσέας τα γράδα
ήταν 13 – 14, του Μεσαγρού ήταν 11 – 12. Και στο Φαντάδο [Λιβάδι] είχε
πολλά αμπέλια.
Η καλλιέργεια του αμπελιού και το κρασί μπορούσε να είναι
το κύριο επάγγελμα κάποιου. Από κει προερχόταν το κύριο εισόδημα του σπιτιού.
Οι άνθρωποι περίμεναν πότε θα έρθει η τσάπα για να δουλέψουν. Εγώ άμα κατόρθωνα
να κάνω σαράντα μεροκάματα τσάπα, θα ήμουν ο καλύτερος. Αφού τελείωνε το τρύγος
που έπιανε αρχές Σεπτέμβρη, του Αγίου
Σώστη. Το κλάδεμα ξεκίναγε των Θεοφανείων γιατί έπρεπε να αγιαστούν
τα νερά.
Τα
αμπέλια στην Αίγινα τα
αφάνισε η φυλοξέρα.
Λέγαμε
ότι ένα αμπέλι ήταν έξι μεροκάματα. Δηλαδή για να το σκάψεις
έπρεπε να πάρεις έξι εργάτες. Και λέγαμε ότι έχει έξι μεροκάματα. Το αμπέλι
μου έκανε τέσσερις με τέσσερις
χιλιάδες διακόσια κιλά σταφύλια το χρόνο. Και
μέσα σε δύο χρόνια – από τη φυλοξέρα - δεν έμεινε τίποτα.
Στην Αίγινα
είχαμε ροϊδίτες και λίγα φαγώσιμα. Εδώ
είχα τα κτήματα, που είναι στη στάση Κλήματα. Από τα χωράφια μου βγήκε
το όνομα της στάσης.
Η κουβέντα
συνεχίστηκε στο πάτημα όπου
είχαμε την ευκαιρία να
γνωρίσουμε πολλά παραδοσιακά αγροτικά
εργαλεία. Το πάτημα παλαιά ήταν χαμηλό. Γέμιζε ως επάνω με σταφύλια και τα πάταγαν με τα πόδια. Ο μούστος κύλαγε
στο πουρλάκι. Πριν πέσει μέσα στο πουρλάκι
έβαζαν ένα σουρωτό ή έναν τενεκέ
με τρύπες για να συγκρατεί τις ρώγες , τα κλαδάκια κι άλλες βρωμιές ,
ώστε ο μούστος να είναι καθαρός μέσα στο
πουρλάκι. Υπήρχαν δύο τσιμπουρίτες. Ο
ένας ήταν σταθερός στο έδαφος με την επιγραφή: Μηχανουργείο: «Ο Προμηθεύς»
Γεωργιλάκης εν Αιγίνη. Επίσης είδαμε τον ψεκαστήρα που ράντιζαν τα αμπέλια και
πολλά αγροτικά εργαλεία.
Επίσης μάθαμε ότι στην Αίγινα φτιαχνόταν
λιαστό αλλά όχι τσίπουρο.