Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Είχε την τέντα ξομπλιαστή η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.


    Από την κ. Αννίτα Λεούση- Χαρτοφύλακα. Άρθρο του κ. Νίκου Σαραντάκου

Όπου να’ναι τελειώνουν οι φετινές αργοπορημένες και διακεκομμένες διακοπές μου στην Αίγινα, οπότε δεν είναι παράταιρο να της αφιερώσω το καθιερωμένο κυριακάτικο φιλολογικό μου άρθρο. Φιλολογικά, η Αίγινα είναι γνωστή για τον Καζαντζάκη, που έμεινε μεγάλα διαστήματα στο νησί, σε παραλιακό σπίτι που διατηρείται, αλλά και για τον Βάρναλη, που κι αυτός αγαπούσε να παραθερίζει στην Αίγινα και έγραψε εδώ κάμποσα από τα πιο σημαντικά έργα του της μεγάλης του δεκαετίας του 1920. Ο Βάρναλης, επίσης, έγραψε για την Αίγινα -σε παλιότερο άρθρο έχουμε παρουσιάσει τις νοσταλγικές σελίδες που της αφιέρωσε στα Φιλολογικά του Απομνημονεύματα. Η Αίγινα ήταν το αγαπημένο νησί του Βάρναλη, το «της χαράς το νησί» όπως την έχει αποκαλέσει (με υπαινιγμό στο ποίημα του Πορφύρα) σε ένα χρονογράφημά του.
Για την Αίγινα είναι γραμμένο, έστω κι αν δεν δηλώνεται ρητά, το ποίημα του Βάρναλη «Η μπαλάντα του Αντρίκου», που έχει γίνει πολύ γνωστό χάρη στην εξαιρετική μελοποίηση που του έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης στη δεκαετία του 1960, με τα μπουζούκια του Παπαδόπουλου και του Καρνέζη σε δαιμονισμένη φόρμα και με αξεπέραστον τον Γρηγόρη Μπιθικώτση:
Ο Μίκης όμως έχει μελοποιήσει τέσσερις μόνο στροφές του ποιήματος, το οποίο διηγείται μια ιστορία -αν δεν θυμάστε το υπόλοιπο ποίημα, γιατί συχνά συμβαίνει η μελοποίηση να ρίχνει στη λησμονιά τις αμελοποίητες στροφές, μπορείτε να το διαβάσετε στον ιστότοπο της Ανεμόσκαλας.
Στο τραγούδι, χρησιμοποιείται σαν ρεφρέν η στροφή:
Η Κατερίνα κι η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκ’, η Ζηνοβία
(ω! τί χαρούμενη ζωή!
χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία!)
και ο δεύτερος στίχος, με τα κάπως ασυνήθιστα ονόματα, έχει δώσει λαβή σε «ραμόνι«, αφού έχω ακούσει να τον λένε «σαν τρυγονάκι η Ζηνοβία».
Ένας μέτριος ποιητής, θα είχε σκεφτεί τον στίχο «χτυπάς φτωχή καρδιά με βία» και ύστερα, ψάχνοντας με τι να τον ριμάρει, θα επιστράτευε την καημένη τη Ζηνοβία. Ένας μάστορας σαν τον Βάρναλη (που δεν νομίζω να του παραβγαίνει κανείς στη μαστοριά του ομοιοκατάληκτου στίχου) έχει δεδομένη τη Ζηνοβία και τα υπόλοιπα ονόματα και μετά βγάζει αβίαστες τις ρίμες του.
Το λέω αυτό επειδή τα τέσσερα γυναικεία ονόματα δεν είναι διαλεγμένα στην τύχη ή επειδή είναι εύηχα ή επειδή βοηθάνε στη ρίμα: οι Αιγινήτες ξέρουν ότι και τα τέσσερα κορίτσια που αναφέρονται στο ποίημα είναι υπαρκτά πρόσωπα, όπως και ο καμπούρης Αντρέας που η βάρκα του είχε ξομπλιαστή τέντα. Και η βάρκα, άλλωστε, υπήρξε, και ιδού η φωτογραφία της, που προέρχεται από το αρχείο της κυρίας Άννας Χάνου και αναρτήθηκε σε μια αιγινήτικη ομάδα στο Φέισμπουκ, στην οποία είχε την καλοσύνη να με εντάξει η κυρία Άννα Λεούση:
Πίσω από τη βάρκα με την ξομπλιαστή τέντα βλέπουμε το διάσημο εκκλησάκι του Αγιονικόλα, το οποίο δεν έχει το γνώριμο άσπρο του χρώμα επειδή εκείνη την περίοδο το σοβάντιζαν. Το κτίσμα αριστερά είναι ένα είδος αναψυκτήριο, του Βουτέρη, που υπήρχε τότε.
Ο Βάρναλης έχει αφιερώσει κάμποσα χρονογραφήματα στην Αίγινα (και στο διπλανό Αγκίστρι). Την εποχήν αυτή ασχολούμαι με τα χρονογραφήματά του, που κρύβουν σωστά διαμάντια, και ευελπιστώ στο άμεσο μέλλον να παρουσιάσω από τις εκδόσεις Αρχείο έναν μεγάλο τόμο με τα κείμενά του που έχουν ως αντικείμενο την Αθήνα, την Αττική -και την Αίγινα. Με πολλή χαρά ανακάλυψα λοιπόν, και σας το παρουσιάζω σήμερα, ένα χρονογράφημα του Βάρναλη, κατοχικό, στο οποίο παρουσιάζει το ποίημά του και διηγείται πώς γράφτηκε το ποίημα.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά καλογραμμένο χρονογράφημα, που θα είχε μεγάλη αξία και χωρίς το ποίημα, αφού η περιγραφή του πρώτου μέρους είναι αριστοτεχνική -αλλά αν προσθέσουμε και τη φιλολογική του αξία, τότε γίνεται πραγματικά ξεχωριστό. Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Πρωία, με την οποία συνεργαζόταν ο Βάρναλης, στις 26 Οκτωβρίου 1941 και το αναπαράγω εδώ με εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας. Απ’ όσο ξέρω, είναι αθησαύριστο, αν και κατά πάσα πιθανότητα θα το έχει καταγράψει η Λουκία Μαρκεζέλι στο βιβλιογραφικό της έργο (που δεν το έχω πρόχειρο αυτή τη στιγμή).
Ο Αντρίκος
Σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Καλοκαίρι. Ξέρετε τι θα πει καλοκαίρι σ’ ένα νησί του Αιγαίου! Ήλιος τυφλωτικός από τα… μεσάνυχτα· μπάτης· μαϊστράλι· τρεμούλα ή αφροί της θάλασσας· μόλοι, φανάρια, καΐκια: σκούνες, τρεχαντήρια, γολέτες, ψαρόβαρκες, μπενζίνες, κατάρτια, πανιά –κι απάνου απ’ όλα τα σπαθίσματα των γλάρων. Κάτω στον παραλιακό δρόμο καφενεία, μαγέρικα, ταβέρνες με τις τέντες τους: μπαρμπέρικα, χρωματοπωλεία, ξενοδοχεία ύπνου. Μένουλες αυγωμένες ψητές στη σκάρα· κατσούλες (παπαγάλοι της θάλασσας) τηγανισμένες σε μπόλικο λάδι· χελιδονόψαρο ψημένο ανάσκελα στο φούρνο και τα φιλέτα του καυτά ακόμα μέσα στο λαδολέμονο· καβουρομάνες μ’ ένα τόπι αυγά έξω από την κοιλιά τους ψητές στο φούρνο –τ’ αυγά χτυπημένα μαζί με το λαδολέμονο και ύστερα όλα τα ψαχνά βαλμένα μέσα σ’ αυτήν την κόκκινη σάλτσα· χάνοι μια πιθαμή –πρώτο μπόι— σούπα αυγολέμονο, θεός! Αμ’ αυτά θα φας στα νησιά και στις απόμακρες παραλίες, για να καταλάβεις το μεγαλείο της θάλασσας! Όχι μπαρμπούνια, λιθρίνια, σφυρίδες του… πάγου: Αυτά τα «δευτερότερα» ψάρια και θαλασσινά, όταν βγαίνουνε λαχταριστά από το πανέρι της ψαροπούλας, είναι ύψος –και πάγο δεν σηκώνουν!
Αλλά λίγο έλειψε να ξεχάσουμε το κρασί και τα κορίτσια. Το κρασί στα νησιά ό,τι λογής και να ’ναι: ρετσινωμένο ή αρετσίνωτο, άσπρο, μαύρο ή κόκκινο, γλυκό ή μπρούσκο, έχει μιαν αναμφισβήτητη αρετή που έχει η ίδια η θαλασσινή ζωή: την ειλικρίνεια. Το κρασί εκεί δε θα περάσει από το φαρμακείο για να γίνει κρασί! Άρα εν τάξει!
Αλλά τα κορίτσια; Δεν εννοούμε τα κορίτσια του νησιού. Αυτά τα βλέπεις δεν τα βλέπεις! Πρέπει να μπεις στα σπίτια για να ιδείς όταν… σφουγγαρίζουνε τις πλάκες της αυλής κι ασπρίζουνε τους τοίχους ή να πας στην εκκλησία την Κυριακή να… μετανοήσεις για τα αμαρτήματά σου, οπότε και θα… αμαρτήσεις περισσότερο. Εννοώ τα κορίτσια της Αθήνας, που παραθερίζουνε τα καλοκαίρια στα νησιά. Άνθη ξωτικού παραδείσου, ανάερα, διάφανα, καημός και αλλοφροσύνη. Στα μπάνια, στο μόλο, στα καφενεία, στον περίπατο, στο χορό με το γραμμόφωνο, παντού όπου υπάρχει αέρας να τον ανασάνουν και γης να την πατήσουν και θάλασσα να την κομματιάσουν, παντού φέρνουν τα θάμα –με τα μάτια, με τα χείλια, με την πνοή!
Ο καπετάν Αντρίκος, ένας καμπούρης κι ασθενικός ανθρωπάκος, που όλο ξερόβηχε, δεν έβγαινε καθόλου από τη βάρκα του. Την είχε δεμένη στο μουράγιο, αντίκρα στα φώτα των μαγαζιών, κι από κει αντιμετώπιζε τον πλανήτη. Το νερό τον εχώριζε από τον άλλο κόσμο. Κι αυτού ήταν η ησυχία του. Όταν καμιά παρέα ήθελε να κάνει μια βουτιά στ’ ανοιχτά με το φεγγάρι κι έπαιρνε τη βάρκα του Αντρίκου, αυτός έβαζε τα κουπιά στους σκαρμούς, έλυνε τα σκοινιά και άρχιζε να λάμνει χωρίς να μιλά. Υπήρχε όμως μια παρέα τρελοκόριτσα, που τον παίρνανε ταχτικά το μεσημέρι για να πηγαίνουνε μακριά έξω από το λιμάνι κι εκεί κολυμπούσανε. Πετάγανε τα φουστάνια τους, μένανε με το μαγιό και μπλούμ! μια μια πέφτανε το νερό. Γέλια, φωνές, σκαρφαλώματα στη βάρκα, ξαναβουτήματα κτλ. Κι ο Αντρίκος καθισμένος στην πρύμνη κάπνιζε… Ποιος τόνε λογάριαζε, σακάτη άνθρωπο! Νεράιδες αυτές, σγόμπος εκείνος!
Έτσι όλο το καλοκαίρι η τρελή παρέα κολυμπούσε έξω από το λιμάνι και γινότανε ανάμεσα ουρανού και πελάου («μάγεμα, λάγγεμα, τρεμούλα»!) μέσα στη βάρκα του Αντρίκου και μάτι δεν τις έβλεπε. Το μάτι του Αντρίκου ήτανε γυάλινο! Και η καρδιά του; Εκείνος το ήξερε!
Το καλοκαίρι πέρασε, οι ξένοι φύγανε από το νησί, και τα κορίτσια μαύρα και ψημένα στον ήλιο. Μπήκε το φθινόπωρο, αρμενίσανε οι βροχάδες, μπήκε ο χειμώνας, αρχινίσανε οι θύελλες. Ο Αντρίκος μια μέρα έβηξε λίγο περισσότερο —και πια δεν ξανάβηξε.
Την ιστορία αυτή μου τηνέ θύμισε χτες ένας παλιός φίλος, που πέρασε κείνο το καλοκαίρι του στο νησί –και μην έχοντας άλλον τρόπο να σκοτώσει τον καιρό του, σκότωσε την ποίηση. Και μου απάγγειλε –άνθρωπος αλλουνού κόσμου:
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ
Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
..Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.
Η Κατερίνα κ’ η Ζωή
τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία
(όνειρο να ’ταν η ζωή;
χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία!)...........
Όπως βλέπετε, ο Βάρναλης δεν αναφέρει ρητά την Αίγινα, αντίθετα αναφέρεται γενικά (και παραπλανητικά) σε «κάποιο νησί του Αιγαίου». Επίσης, αποδίδει την πατρότητα του ποιήματος σε κάποιον φίλο του -συχνό τέχνασμα στα χρονογραφήματά του-, έναν «άνθρωπο αλλουνού κόσμου», που μάλιστα θεωρεί ότι «σκοτώνει την ποίηση»!
Πρόχειρα σημειώνω ότι σγόμπος είναι ο καμπούρης, ενώ η φράση «μάγεμα, λάγγεμα, τρεμούλα» παραπέμπει σε ένα δίστιχο από τον Λόγο Ζ’ του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» του Παλαμά: «κι άφρισμα, λάγγεμα, τρεμούλα / η γυφτοπούλα, η μαγιοπούλα».
Το ποίημα όπως το παραδίδει εδώ ο Βάρναλης έχει κάποιες μικρές διαφορές σε σχέση με την οριστική μορφή, κυρίως στην τελευταία στροφή, ενώ λείπει και το καταληκτικό δίστιχο. Υποθέτω ότι είναι η πρώτη του δημοσίευση. Διαφέρει ελαφρά και ο τίτλος, αφού στην τελική μορφή είναι «Η μπαλάντα του Αντρίκου», όχι «του Αντρέα».
Είπαμε πιο πάνω ότι και ο Αντρέας ήταν υπαρκτό πρόσωπο και τα τέσσερα κορίτσια. Οι Αιγινήτες το ξέρουν και το  έχουν ξαναγράψει, αλλά δεν είναι ευρύτερα γνωστό. Όπως μας πληροφορεί ένα εμπεριστατωμένο άρθρο του Γ. Μπόγρη (με αδημοσίευτες φωτογραφίες εποχής), ο Αντρέας λεγόταν Γελαδάκης, ενώ η Ζωή ήταν η Ζωή Γιαννούλη. Η Κατερίνα και το Αντιγονάκι ήταν αδερφές: Κατίνα και Αντιγόνη Ζέρβα, ενώ η αρχηγίνα της κοριτσοπαρέας ήταν η Ζηνοβία Μπήτρου, από μεγάλη οικογένεια του νησιού, που έφερε κι άλλα καινά δαιμόνια στην Αίγινα, όπως το ότι οδήγησε αυτοκίνητο. Αργότερα είχε το μοναδικό χειμερινό σινεμά της Αίγινας, την Αφαία, εκεί που είναι σήμερα τα συστεγασμένα φαρμακεία. Κάποιο φιλμ πρέπει να έχω δει κι εγώ στο σινεμά της χωρίς να συνειδητοποιώ πως είναι αυτή που το όνομά της το είχα τραγουδήσει τόσες φορές…