Ο Γιάννης Μόραλης στο Αιάκειον.
Άρθρο και φωτογραφία από το αφιέρωμα της εφημερίδας "ΤΟ ΒΗΜΑ" Κυριακή 10 Ιανουαρίου
«Η
αιωνιότητα δεν χαρίζεται» έλεγε ο Γιάννης Μόραλης (Αρτα 23 Απριλίου 1916 - Αθήνα 20 Δεκεμβρίου 2009)
καθισμένος σε ένα από τα τραπέζια του «Αιακείου» στην προκυμαία της Αίγινας,
έναν από τους πρώτους Αύγουστους του νέου αιώνα. Και ο ίδιος την κέρδισε ήδη
από τον πρώτο αιώνα της ύπαρξής του, με τη ζωγραφική του και τη διδασκαλία της
ζωγραφικής. «Ο Μόραλης μπορεί να σταθεί σε οποιοδήποτε μουσείο του κόσμου»
θα πει ο Δημοσθένης Κοκκινίδης, ένας από τους πρώτους μαθητές του. Και
εδώ δοκιμάζεται η αντοχή των υλικών της τέχνης ενός δημιουργού στον χρόνο. Από
αυτά που μένουν εσαεί ζωντανά και επίκαιρα και μεταλαμπαδεύονται από μαθητές σε
μαθητές επ' άπειρον.
Εσπρέσο και αμυγδαλωτά
Εσπρέσο και αμυγδαλωτά
Η καθημερινή
κάθοδος στο «Αιάκειον» ήταν ένα μικρό θραύσμα της τελετουργικής συνέπειας που
χαρακτήριζαν τη ζωή και την τέχνη του Μόραλη. Με κινήσεις ευπατρίδη απολάμβανε
στο παραδοσιακό αριστοκρατικό στέκι καφέ εσπρέσο και ένα από τα φημισμένα
αμυγδαλωτά. Κρατάει χρόνια αυτή η γεύση του καφέ και του αμυγδαλωτού. Κάθε
ημέρα του θέρους, ως τις 13.35 ακριβώς, που ο άνθρωπος των προκαθορισμένων
χρόνων είχε πει στο ταξί να έρθει να τον πάρει. Τίποτε δεν τον κρατούσε εκεί,
γιατί «δεν μπορείς να φλυαρείς, πρέπει να πειθαρχείς» στην τέχνη και στη
ζωή...
Κι όμως ο Μόραλης δεν φλυαρούσε, αλλά κρατούσε τον ρόλο του μύστη, αυτόν που του απένειμαν οι αφοσιωμένοι μαθητές του. Εκείνη την ημέρα ήταν εκεί ο Δημήτρης Κούκος, ο Παύλος Σάμιος, ο Δημήτρης Σεβαστάκης και προκαλούσαν τον σαγηνευτικό λόγο του δασκάλου, ζητώντας τη γνώμη του για το παρόν του εικαστικού προσκηνίου. Κι εκείνος, κατά το σύνηθες, απάντησε σιβυλλικά: «Εγώ σκέφτομαι διαφορετικά»...
«Καμιά ανθρώπινη προσπάθεια δεν αξίζει μηδέν»
Κι όμως ο Μόραλης δεν φλυαρούσε, αλλά κρατούσε τον ρόλο του μύστη, αυτόν που του απένειμαν οι αφοσιωμένοι μαθητές του. Εκείνη την ημέρα ήταν εκεί ο Δημήτρης Κούκος, ο Παύλος Σάμιος, ο Δημήτρης Σεβαστάκης και προκαλούσαν τον σαγηνευτικό λόγο του δασκάλου, ζητώντας τη γνώμη του για το παρόν του εικαστικού προσκηνίου. Κι εκείνος, κατά το σύνηθες, απάντησε σιβυλλικά: «Εγώ σκέφτομαι διαφορετικά»...
«Καμιά ανθρώπινη προσπάθεια δεν αξίζει μηδέν»
Στους
μαθητές δεν ήταν καθόλου άγνωστη αυτή η στάση του δασκάλου. Στη μακρά θητεία
του, από το 1948 ως το 1983, στο εργαστήριο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών,
στο μοναδικό που ακουγόταν κλασική μουσική, ο δάσκαλος επέλεγε να οδηγήσει τον
μαθητή να βρει μόνος του τα λάθη του, παρά να τα υποδείξει απευθείας ο ίδιος.
Και όπως θυμάται ο Χρόνης Μπότσογλου, κρατούσε ένα δικό του μπλοκάκι και πάνω
εκεί σχεδίαζε τις παρατηρήσεις του. Ποτέ δεν έπαιρνε το πινέλο να διορθώσει το
έργο του μαθητή. «Ο Μόραλης» θα πει ο μετέπειτα πρύτανης της ΑΣΚΤ «δεν
ήταν πολυλογάς, αλλά ένας πολύ μετρημένος άνθρωπος. Σου έλεγε μόνο ένα-δυο
πραγματάκια. Προσπαθούσε να σου δώσει να καταλάβεις πώς οργανώνεται το έργο. Ο
Μόραλης ήταν από τους καλλιτέχνες που οργάνωνε πολύ τα έργα του, αν δει κανείς
τα πολλά μικρά σχεδιάκια που έκανε και ξαναέκανε. Ναι, αλλά έτσι έφτανε σε μια
ποιότητα η οποία ήτανε πάρα πολύ πνευματική. Είναι αυτά τα έργα που βλέπουμε
και ξαναβλέπουμε και δεν παλιώνουν».
Και ο δάσκαλος σεβόταν την προσπάθεια των σπουδαστών. «Εγώ δεν βαθμολογούσα ποτέ ένα έργο με μηδέν. Καμιά ανθρώπινη προσπάθεια δεν αξίζει μηδέν» έλεγε εκεί στο «Αιάκειον». Ο Παύλος Σάμιος θυμάται ότι το εργαστήριο του Μόραλη ήταν ένας πολύ μικρός χώρος όπου όμως χωρούσαν κάπου 60 σπουδαστές με τα καβαλέτα τους. Ο δάσκαλος έβαζε την ποδιά πάνω από το κοστούμι και τη γραβάτα που φορούσε πάντα και άρχιζε να μιλάει σε κάθε έναν μαθητή για το έργο του. «Εδινε μεγάλη σημασία στον τρόπο που τοποθετούσαμε τα πράγματα στο έργο» τονίζει. «Σου έλεγε, πρόσεξε τις λοξές γραμμές να είναι όλες στην ίδια κατεύθυνση γιατί με αυτό τον τρόπο διαβάζονται. Μετά να βάλεις τα αντίθετα για να κρατηθεί το έργο, γιατί η αντίθεση είναι που δημιουργεί την αρμονία. Αυτά τα πράγματα τα κουβαλάμε ακόμα. Μας το έλεγε. Αυτά που σας λέω τώρα, επιμένω να σας τα λέω δεύτερη και τρίτη φορά, γιατί θα τα κουβαλάτε μια ζωή».
Και ο Χρόνης Μπότσογλου θα πει για τον δάσκαλο Μόραλη: «Σου έδινε να καταλάβεις ένα πράγμα. Οτι τίποτα δεν ξέρουμε, όλα πρέπει να τα μάθουμε. Και τα μαθαίνουμε όταν τα κάνουμε. Αυτό μας έμαθε. Τι σημαίνει σπουδή. Ηταν ένας καλλιτέχνης που ήξερε τη σύγχρονη τέχνη πάρα πολύ καλά, είχε μπορέσει να βρει το προσωπικό του στίγμα, το οποίο περιείχε όλη την αλήθεια του, και γι' αυτό μένουν τα έργα ζωντανά».
Καθαρή φωνή, καθαρή ζωγραφική
Και ο δάσκαλος σεβόταν την προσπάθεια των σπουδαστών. «Εγώ δεν βαθμολογούσα ποτέ ένα έργο με μηδέν. Καμιά ανθρώπινη προσπάθεια δεν αξίζει μηδέν» έλεγε εκεί στο «Αιάκειον». Ο Παύλος Σάμιος θυμάται ότι το εργαστήριο του Μόραλη ήταν ένας πολύ μικρός χώρος όπου όμως χωρούσαν κάπου 60 σπουδαστές με τα καβαλέτα τους. Ο δάσκαλος έβαζε την ποδιά πάνω από το κοστούμι και τη γραβάτα που φορούσε πάντα και άρχιζε να μιλάει σε κάθε έναν μαθητή για το έργο του. «Εδινε μεγάλη σημασία στον τρόπο που τοποθετούσαμε τα πράγματα στο έργο» τονίζει. «Σου έλεγε, πρόσεξε τις λοξές γραμμές να είναι όλες στην ίδια κατεύθυνση γιατί με αυτό τον τρόπο διαβάζονται. Μετά να βάλεις τα αντίθετα για να κρατηθεί το έργο, γιατί η αντίθεση είναι που δημιουργεί την αρμονία. Αυτά τα πράγματα τα κουβαλάμε ακόμα. Μας το έλεγε. Αυτά που σας λέω τώρα, επιμένω να σας τα λέω δεύτερη και τρίτη φορά, γιατί θα τα κουβαλάτε μια ζωή».
Και ο Χρόνης Μπότσογλου θα πει για τον δάσκαλο Μόραλη: «Σου έδινε να καταλάβεις ένα πράγμα. Οτι τίποτα δεν ξέρουμε, όλα πρέπει να τα μάθουμε. Και τα μαθαίνουμε όταν τα κάνουμε. Αυτό μας έμαθε. Τι σημαίνει σπουδή. Ηταν ένας καλλιτέχνης που ήξερε τη σύγχρονη τέχνη πάρα πολύ καλά, είχε μπορέσει να βρει το προσωπικό του στίγμα, το οποίο περιείχε όλη την αλήθεια του, και γι' αυτό μένουν τα έργα ζωντανά».
Καθαρή φωνή, καθαρή ζωγραφική
Ο Μόραλης
ήταν η τελευταία φωνή της θρυλικής γενιάς του '30 που σημάδεψε ανεξίτηλα τη νέα
ελληνική τέχνη. Καθαρή φωνή, καθαρή ζωγραφική με πολύ απλά και καθαρά χρώματα,
με πολύ απλά και καθαρά σχήματα. Είναι θαυμαστό πώς τα αρχαία και τα
παραδοσιακά υλικά μπορούν να συνθέσουν μια τόσο σύγχρονη ελληνική ταυτότητα,
πώς επιστρέφεις στη χώρα και στις μνήμες σου, κάνοντας τον γύρο του κόσμου. Ο
Δημοσθένης Κοκκινίδης λέει: «Ο Μόραλης ήταν ένας ζωγράφος ο οποίος είχε
κατανοήσει τι είναι ο μοντερνισμός, τον πέρασε με τη διακριτικότητα που
επιτρέπει η ελληνική πραγματικότητα στην ελληνική πραγματικότητα. Πέρασε στον
μοντερνισμό με στοιχεία που θα τα έλεγα εγώ μορφολογικά, από την άποψη της
μορφής, σημειωτικής αξίας υψηλού επιπέδου. Σημειωτική είναι ένας άλλος κύκλος
έρευνας των μορφικών στοιχείων στη ζωγραφική. Κι ο Μόραλης το πέτυχε αυτό. Οσοι
είχαν την παιδεία και την καλλιέργεια να τον καταλάβουν, κάτι κέρδισαν. Οσοι
δεν είχαν βρέθηκαν και αντίπαλοί του πολλές φορές. Οσοι θεώρησαν ότι ήταν
καθυστερημένος, έκαναν πολύ μεγάλο λάθος».
«Τον ενδιέφερε το συναίσθημα» λέει ο Παύλος Σάμιος «και προσπαθούσε να το βγάλει με τον λιτότερο τρόπο, με το λιγότερο υλικό, με την ελάχιστη φόρμα. Κι αυτό είναι που τον κρατάει. Γι' αυτό τα έργα του είναι μοναδικά. Μέσα σε αυτό τα πράγματα έχουν σημασία σχεδόν θρησκευτική. Αυτές οι μικρές διαστάσεις είναι αυτές που σε φέρνουνε πιο κοντά στο θείο»...
«Τον ενδιέφερε το συναίσθημα» λέει ο Παύλος Σάμιος «και προσπαθούσε να το βγάλει με τον λιτότερο τρόπο, με το λιγότερο υλικό, με την ελάχιστη φόρμα. Κι αυτό είναι που τον κρατάει. Γι' αυτό τα έργα του είναι μοναδικά. Μέσα σε αυτό τα πράγματα έχουν σημασία σχεδόν θρησκευτική. Αυτές οι μικρές διαστάσεις είναι αυτές που σε φέρνουνε πιο κοντά στο θείο»...