Όταν ο Ζακ Υβ Κουστώ συνάντησε τους Αιγινήτες σφουγγαράδες στα Αντικύθηρα.
Του Γιώργου Μπήτρου
Του Γιώργου Μπήτρου
Ήταν το μακρινό 1955, όταν ο Ζακ Υβ Κουστώ σε ένα ταξίδι
του στη Μεσόγειο με τη θρυλική «Καλυψώ» το εξερευνητικό του σκάφος, συνάντησε
στα Αντικύθηρα, ένα Αιγινήτικο σφουγγαράδικο.
Οι
εικόνες αυτής της συνάντησης που καταγράφηκαν από κάμερα του συνεργείου
του Κουστώ, ήρθαν στο φως της δημοσιότητας μετά από σκόρπιες πληροφορίες που
υπήρχαν και αναζήτηση στο Yutube.
Το διαδίκτυο διασώζει στιγμές– σκηνές και μαζί τους μια πλευρά της νεότερης
ιστορίας της Αίγινας. Η ενασχόληση των παλαιών Αιγινητών με την αλίευση, την
επεξεργασία και την εμπορική εκμετάλλευση των σφουγγαριών, διασώζεται και
προβάλλεται μέσα από ένα βίντεο διάρκειας μόλις 3΄57΄΄ λεπτών. Συνάμα η κάμερα
του Κουστώ καταγράφει και το διαδίκτυο κατοχυρώνει και ηλεκτρονικά την επί
δεκαετίες συστηματική ενασχόληση των Αιγινητών με την σπογγαλιεία. Η κάμερα
καταγράφει το πέσιμο του αιγινήτη βουτηχτή στη θάλασσα από το μικρό λευκό
καΐκι, τη στολή του δύτη – βουτηχτή. Ακολουθεί υποβρύχια κάλυψη, όπου οι δύτες
του «Καλυψώ» καταγράφουν τον περίπατο
του βουτηχτή στο βυθό, διακρίνονται τα βήματα του στο βυθό, η σωλήνα του αέρα,
ο τρόπος που μαζεύει τα σφουγγάρια, αλλά και η άνοδος του στην επιφάνεια με
γεμάτο το δίχτυ του από σφουγγάρια. Αμέσως το πλήρωμα τον παραλαμβάνει και τον βοηθά να βγάλει την στολή. Ένας ήδη έχει αρχίσει και «κουρεύει» κάποια
σφουγγάρια πάνω στο καΐκι από προηγούμενη «βουτιά».
Η
συγκλονιστική στιγμή αυτού του
άγνωστου μέχρι χτες βίντεο είναι ότι πάνω στο καΐκι διακρίνονται κάποιοι Αιγινήτες που ευτυχώς είναι ακόμα εν ζωή. Όπως το
παλικαράκι με το μπλε παντελόνι και το τσιγάρο στο στόμα. Είναι ο κ. Αντώνης
Γρυπαίος (ο Κόκκορας) ο ιδιοκτήτης της γνωστής ταβέρνας στην Κυψέλη, όπως και ο
Κωσταντίνος Λορέντζος του Νικολάου (ο παίδαρος)
το τελευταίο πρόσωπο του βίντεο.
Το μικρής διάρκειας βίντεο στάθηκε η αφορμή
να πλησιάσουμε τον κ. Α. Γρυπαίο (Οκτώβριος του 2011) για να μάθουμε περισσότερα για εκείνη την
ιστορική συνάντηση. Στη γνωστή ταβέρνα του στη Κυψέλη, ένα απόγευμα Κυριακής
λίγο μετά τη βροχή, άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων μιας ζωής,
γεμάτη αλμύρα, αγωνία, κινδύνους. Ο πατέρας του ξεκίνησε ως τρεχαντηνιέρης και
συνέχισε ως βουτηχτής. Τότε δεν υπήρχαν άλλες δουλειές.
Μας περιέγραψε λεπτό με λεπτό τη ζωή πάνω
στο καΐκι. Την ασκητική ζωή του πληρώματος, την προετοιμασία πριν φύγουν από
την Αίγινα, το ταξίδι μεσοπέλαγα, τη χαρά από την αλίευση μεγάλης και καλής
ποσότητας σφουγγαριών, τα σύνεργα της δουλειάς ένα προς ένα με τις περίεργες ονομασίες τους, τη
ναυτική ορολογία, τα χειμωνιάτικα ταξίδια, την επιστροφή στην Αίγινα εκεί κοντά
του Αη- Δημήτρη Σύμφωνα λοιπόν με τη
διήγηση του κ. Αντώνη Γρυπαίου, έξω από τα Αντικύθηρα τους πλησίασε ο Κουστώ
και μετά από συνεννόηση με τον καπετάνιο και ιδιοκτήτη του σκάφους Σταύρο
Δεληκωσταντή, κατέβασαν δύτες για να βιντεοσκοπήσουν τον τρόπο αλίευσης των
σφουγγαριών. Το γύρισμα έγινε γύρω από το σκάφος «Άγιος Ελευθέριος» και κράτησε
δύο μέρες, δίνοντας σε κάθε μέλος του πληρώματος 5 δολάρια και 150 στον
καπετάνιο. Από όσους ήταν τότε στο καΐκι ζουν ελάχιστοι σήμερα.
Ο Κουστώ ήθελε να συγκρίνει τις στολές και την ελευθερία που δίνει στο δύτη, αλλά και τον τρόπο, τη διαδικασία της αλίευσης των σφουγγαριών. Μας εξήγησε με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τα παπούτσια του δύτη που ήταν φτιαγμένα από πετσί με ξύλο και ντυμένα με λαμαρίνα καρφωτή. Περπατούσε ο δύτης σκυφτός και με καρφωτά βήματα στο βυθό. Ο δύτης ήταν καλά ντυμένος και φορούσε κάλτσες. Την περικεφαλαία με το μαρκούτσι και το ιδιαίτερο δέσιμο τους. Ο ίδιος ήταν κάπου τρία χρόνια μαρκουτσέρης και ήταν το αηδόνι του καϊκιού. Έπλενε τα τζάμια της περικεφαλαίας κι αν ο βουτηχτής δεν έπιανε σφουγγάρια τα έβαζε με τον μαρκουτσέρη γιατί δεν του είχε καθαρίσει καλά τα τζάμια και δεν έβλεπε καλά στο βυθό. Αν ο βουτηχτής δεν έπιανε σφουγγάρια, ανέβαινε εκνευρισμένος και όλα του έφταιγαν. Η πρώτη δουλειά του δύτη μόλις έβγαινε από τη θάλασσα ήταν να «ψαρευτεί» ψάρευε τον εαυτό του από την κορφή έως τα νύχια για να δει,να ψαχτεί αν έχει κάτι, αν αισθάνεται κάτι. Κάπνιζε ένα τσιγάρο ή έπινε καφέ. Ο καφές ή το τσιγάρο αμέσως του φανέρωνε αν έχει κάτι, μια κοκκινίλα, μια φαγούρα.
Ο Κουστώ ήθελε να συγκρίνει τις στολές και την ελευθερία που δίνει στο δύτη, αλλά και τον τρόπο, τη διαδικασία της αλίευσης των σφουγγαριών. Μας εξήγησε με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τα παπούτσια του δύτη που ήταν φτιαγμένα από πετσί με ξύλο και ντυμένα με λαμαρίνα καρφωτή. Περπατούσε ο δύτης σκυφτός και με καρφωτά βήματα στο βυθό. Ο δύτης ήταν καλά ντυμένος και φορούσε κάλτσες. Την περικεφαλαία με το μαρκούτσι και το ιδιαίτερο δέσιμο τους. Ο ίδιος ήταν κάπου τρία χρόνια μαρκουτσέρης και ήταν το αηδόνι του καϊκιού. Έπλενε τα τζάμια της περικεφαλαίας κι αν ο βουτηχτής δεν έπιανε σφουγγάρια τα έβαζε με τον μαρκουτσέρη γιατί δεν του είχε καθαρίσει καλά τα τζάμια και δεν έβλεπε καλά στο βυθό. Αν ο βουτηχτής δεν έπιανε σφουγγάρια, ανέβαινε εκνευρισμένος και όλα του έφταιγαν. Η πρώτη δουλειά του δύτη μόλις έβγαινε από τη θάλασσα ήταν να «ψαρευτεί» ψάρευε τον εαυτό του από την κορφή έως τα νύχια για να δει,να ψαχτεί αν έχει κάτι, αν αισθάνεται κάτι. Κάπνιζε ένα τσιγάρο ή έπινε καφέ. Ο καφές ή το τσιγάρο αμέσως του φανέρωνε αν έχει κάτι, μια κοκκινίλα, μια φαγούρα.
Οι μόνες ημέρες που δεν δούλευαν ήταν των
Αγίων Αποστόλων, της Παναγίας και του Σταυρού. Το φαγητό λιγοστό. Έτρωγαν μόνο
κάθε βράδυ. Κρέας – τον καβουρμά - έτρωγαν μόνο κάθε Πέμπτη και Κυριακή, ενώ
τις άλλες μέρες όσπρια, γαλέτες ή κάποιο ψάρι. Το πλήρωμα έτρωγε σε δύο ομάδες
ανά έξι άτομα. Οι βουτηχτές στο ένα μέρος του καϊκιού και το απλό βοηθητικό
πλήρωμα σε άλλο σημείο. Το πλήρωμα έκανε όλες τις δουλειές. Πάνω στο καΐκι
υπήρχαν έως τρεις στολές δύτη. Ο τιμονιέρης ή τρεχαντινιέρης πρόσεχε συνεχώς το
δύτη. Οι βουτηχτές δεν έκαναν τίποτε άλλο. Οι βουτηχτές έπιναν κάπου - κάπου
καφέ και κάπνιζαν αρκετά. Κοιμούνταν με μία κουβέρτα στο αμπάρι πάνω στα ξύλα. Βοηθητικό
σκάφος ήταν το ντεπόζιτο μέσα στο οποίο υπήρχαν όλες οι προμήθειες. Το βράδυ τα
δύο καΐκια το «Άγιος Ελευθέριος» και η «Ευαγγελίστρια» έπεφταν δίπλα στο
ντεπόζιτο. Εκεί έδιναν τα σφουγγάρια και από εκεί έπαιρναν την τροφή. Οι δύτες
βουτούσαν έως 25 οργιές και κάθονταν στο βυθό περίπου 15 λεπτά. Κάτι που
καθοριζόταν και από τις αντοχές και τον οργανισμό του δύτη. Οι καλύτερες
περιοχές για σπογγαλιεία ήταν γύρω από την Κρήτη. Η Κρήτη είχε το καλύτερο
σφουγγάρι. Η Κρήτη ήταν η καλύτερή τους. Πέρναγαν καλά. Μερικοί έβγαιναν έξω
και το έτσουζαν. Το πρωί τους έψαχναν στα Χανιά κάτω από τα κάρα. Από την Κρήτη
ή το Τσιρίγο (Κύθηρα) έφευγαν για την Βεγγάζη της Λιβύης. Το ταξίδι με το καΐκι
κρατούσε τρία μερόνυχτα. . Όταν έφτανε του Αη- Δημήτρη σήκωναν οι βουτηχτάδες
τη σημαία. Σημείο ότι το ταξίδι, η δουλειά τελείωνε και σχόλαγαν. Τότε φώναζαν
«μεγαλομάρτυ Δημήτρη και ελευθερωτή των κουπάδων, προδότη των καπεταναίων».
Αυτό το φώναζαν και οι Καλύμνιοι. Το μεροκάματο ήταν 600 δραχμές το μήνα, ενώ
οι δύτες δούλευαν με ποσοστά. Μέσα στα καΐκια δούλευαν και Καλύμνιοι – κυρίως
βουτηχτές – Κρητικοί, Λημνιοί, Βολιώτες (από το Τρίκερι), και λίγοι Υδραίοι. Ο
κ. Αντώνης Γρυπαίος εγκατέλειψε το καΐκι το 1956 για να στρατολογηθεί. Στο
ναυτικό υπηρέτησε ως δύτης και εκπαίδευσε αρκετούς ναύτες, παρά τις αντιρρήσεις
του. Ο διοικητής του είπε πώς όσο είσαι ναύτης θα φοράς την περικεφαλαία του
δύτη. Όταν οι Αιγινήτες εγκατέλειψαν τη
σπογγαλιεία είχαν απομείνει 12 με 14 καΐκια. Άλλα από αυτά τα έσπασαν και άλλα
τα πούλησαν.
Ιδιαίτερα συγκινητικές είναι οι περιγραφές
των ατυχημάτων που συνέβαιναν, όταν κάποιος βουτηχτής «πιανόταν». Τότε του
έκαναν «οξυγόνο» για να τον επαναφέρουν στη φυσιολογική κατάσταση. Όπως του
Κώστα του Λορέντζου που έξω από το Τσιρίγο του έκαναν όλη νύχτα «οξυγόνο».
Οι συγκλονιστικές έως και συγκινητικές
εικόνες έρχονται στο φως της δημοσιότητας μετά
την κυκλοφορία του τεύχους της «Αιγιναίας» που επιχειρεί ένα
αφιέρωμα στους αιγινήτες σφουγγαράδες, αλλά και την έκθεση με τίτλο «Μνήμες
σπογγαλιείας στην Αίγινα» που οργανώθηκε
με μεγάλη επιτυχία στην αίθουσα του Λαογραφικού Μουσείου. Δυστυχώς όμως δεν έχει διασωθεί έστω και μία στολή δύτη, κάτι που
θα βοηθούσε πολύ στη διάσωση και τη μνήμη της μεγάλης Αιγινήτικης παράδοσης
στην σπογγαλιεία.
(το κείμενο προέρχεται από συνέντευξη που πήραμε μαζί με τη συνεργάτιδα τότε στην εφημερίδα "Νέα Εποχή" κ. Μαριλένα Γιαννούλη. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 116, σελίδα 22)
(το κείμενο προέρχεται από συνέντευξη που πήραμε μαζί με τη συνεργάτιδα τότε στην εφημερίδα "Νέα Εποχή" κ. Μαριλένα Γιαννούλη. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 116, σελίδα 22)