Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

Στα παλιά ταβερνάκια της Αίγινας.




Στην  Αίγινα  τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρχαν μικρά ταβερνάκια  με βαρέλια  που γιόμιζαν κάθε  Σεπτέμβρη  με ντόπιο  μούστο. Αυτά τα ταβερνάκια  ήταν συγχρόνως και μικρά  μπακαλικάκια. Πουλούσαν όλα τα καλά του Θεού αλλά είχαν  και λίγα τραπέζια  για τους πιστούς θαμώνες, κυρίως ανθρώπους της εργατιάς και της βιοπάλης όπως ψαράδες, γεωργούς, μικροτεχνίτες, κτιστάδες, μαραγκούς, που ξαπόσταιναν για ένα καρτούτσο ρετσίνας ή και μισόκιλο. Άλλες φορές μετά τη δουλειά μόλις βράδιαζε μαζεύονταν παρέες  και έλεγαν τα «δικά τους». Ανακάτευαν θύμησες παλιές, ιστορίες παππούδων και πατεράδων, θρύλους και ιστορίες για ξωτικά και φαντάσματα, εξιστορούσαν  τα κατορθώματά τους αλλά και τα τελευταία νέα της περιοχής. Καμιά φορά καθώς η ρετσίνα κελαηδούσε στα ποτήρια σιγοτραγουδούσαν ή έπιαναν να τσακώνονται για το Βασιλιά, τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου.
   Οι τοίχοι αυτών των ναών της καθημερινότητας ήταν γεμάτοι από πολλά  ράφια  με κονσέρβες, ζυμαρικά και άλλα «εδώδιμα και αποικιακά». Ανάμεσα και γύρω από τους πάγκους τσουβάλια με όσπρια και στο βάθος ξύλινα βαρέλια  με φρέσκια νόστιμη ρετσίνα. Ανάμεσα στα ράφια  παλιές διαφημίσεις, φωτογραφίες  του Βασιλιά, της Φρειδερίκης, της πρώτης διαφήμισης της Αλίκης με τη μπύρα ΦΙΞ, της ΙΟΝ  και των κλωστών «Πεταλούδα», και ο παπαγάλος του «Λουμίδη». Κατά καιρούς  η διακόσμηση… άλλαζε. Έτσι το 1967 προστέθηκε  το «πουλί» της επανάστασης, λίγο μετά  ο Κ. Καραμανλής, ο Α.Παπανδρέου. Και  ενώ στους τοίχους της  ταβέρνας γραφόταν η πολιτική ιστορία  του τόπου, λίγο πιο χαμηλά, γύρω από τα τραπέζια παίζονταν  καθημερινές ιστορίες  των απλών ανθρώπων  του μόχθου και της βιοπάλης. Μέσα  σε αυτά τα ταβερνάκια, στη παραλία  της Αίγινας, στην Κυψέλη, στο Λεόντι, στο Μεσαγρό, στη Πέρδικα, οι παλαιοί  Αιγινήτες  τραγούδησαν τα βάσανα τους, χόρεψαν  στους αρραβώνες  τους, γλέντησαν στο γάμο, έπνιξαν στο κρασί  τον πόνο τους, κτύπησαν το χέρι στο τραπέζι όταν τα αίματα άναβαν, ερωτεύτηκαν, αγαπήθηκαν,  έγιναν  φίλοι  και αδελφοί.
    Μερικά από αυτά  τα ταβερνάκια ήταν: της «Μπεμπέκας»  του «Γερούλη»,  του «Σακκιώτη», του «Κακούση», του «Γιωργαλάτση», του «Κακαρούκα», του «Φιάλε», του «Μπορμπιλά», του «Τσαμουτσαντώνη», στην Κυψέλη. Του «Παναγάκη», του «Κουκούλη», του «Πελαίσου», του «Παπαδόπουλου»,  του «Λαβράτση» στην πόλη της Αίγινας. Του «Πετρίτη», του «Κανάκη», του «Άρωμα», «του Γιαννούλη», του "Καλογερά" στη  Σουβάλα. Του  «Μελόγαμπρου», του «Χαλδαίου», του «Πρωτονοτάριου»,  στο Μεσαγρό.
   Σήμερα έχουν εκλείψει. Διατηρείται στην Κυψέλη το κατάστημα του  «Κωλέτζη». Μια οικογενειακή επιχείρηση  που περνά από γενιά σε γενιά. Εκεί ακόμα υπάρχουν ξύλινα βαρέλια και καλό κρασί.

   Κάτωτο παλιό μπακάλικο της "Μπεμπέκας" στην Κυψέλη όπως είναι σήμερα. Ιδιοκτησία Γ. Πούντου. (Φωτογραφία από τη Νέλλη Πετροπούλου)