Στο τρίτομο έργο «Σπέτσες» της Ένωσης
Σπετσιωτών (σελ. 521-522) ο Ηλίας Γαλέττας αφηγείται μια ιστορία τού 1872, που
δείχνει πόσο ψηλά στεκόταν κοινωνικά ο τότε βουλευτής του νησιού και υπουργός
Γεώργιος Μπούμπουλης, εγγονός της Μπουμπουλίνας. Ας δούμε πρώτα τη σχετική
αφήγηση, και ύστερα την απεικόνιση της σκηνής:
« Στις ενοριακές εκκλησίες, που ήταν δέκα εφτά τον αριθμό, οι ορθόδοξοι
άρχοντές του, καταλάμβαναν πάντα τα εκκλησιαστικά οφίκια, όπως του αναγνώστη,
του Πρωτοψάλτη, του Πρωτονοτάριου και του λογοθέτη. Στις εκκλησίες αυτές «οι
άρχοντες κατείχον καθορισμένας θέσεις και ούδ' έβαλε ευλογητός ο ιερεύς, πριν ή
ούτοι καταλάβωσι τα στασίδια των».
Από τότε έχει μείνει παροιμιακό στις Σπέτσες και είναι γνωστό στο Πανελλήνιο,
το ερώτημα του παπά, κατά τη νυχτερινή τελετή της Αναστάσεως, «Έρδε
Μπούμπουλης;» για να ψάλλει, τότε μόνο, το Χριστός Ανέστη! Παλιοί Σπετσιώτες,
όπως ο Βασίλης Ορλώφ, ο Στυλιανός Καστριώτης, ο Γκίκας Φταμηνίτης και ο
Αποστόλης Σουρτουκαλής, θυμόντουσαν και έλεγαν τι έγινε το βράδυ εκείνο του
Μεγάλου Σαββάτου, στα 1872.
Την εποχή εκείνη βουλευτής Σπετσών ήταν ο ναύαρχος, Γεώργιος Μπούμπουλης, που ήταν για κείνη την περίοδο και Υπουργός των Ναυτικών. Σ' όλο το νησί, είχε κυκλοφορήσει η είδηση πως βρισκόταν εκεί ο Υπουργός, που είχε έρθει για να κάνει Πάσχα, με την οικογένειά του, στην ιδιαίτερη πατρίδα του και το βράδυ, θα έκανε Ανάσταση, στον Άγιο Αντώνη στην Ντάπια, την εκκλησία που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. Στον Άγιο Αντώνη εφημέριος ήταν ο Αναστάσης Θεοχάρης, γνωστός σαν «Παπαστοιχειός». Τον έλεγαν έτσι γιατί στις παρέες όταν πήγαινε «στοίχειωνε» και δεν έλεγε να το κουνήσει. Ψάλτες ήταν ο καλλίφωνος Χαράλαμπος Μπογιατζής, ο παρανομαζόμενος και «Πλέον» και ο φάλτσος Άγγελος Σωτηρίου ή Μητροφάβας.
Μέσα στην εκκλησία είχε αρχίσει η ακολουθία του όρθρου της Κυριακής του Πάσχα και οι ψαλτάδες με πολλή κατάνυξη έψελναν τα τροπάρια. Είπαν και το τελευταίο «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον» και έγινε και η απόλυση και έσβησαν τα φώτα, αλλά ο Μπούμπουλης δεν είχε ακόμα παρουσιαστεί.
Ρώτησε τότε ο Παπαστοιχειός:
-Έρδε (ήρθε) Μπούμπουλης;
-«Γιο» (όχι) του απάντησε το εκκλησίασμα.
Οι ψαλτάδες άρχισαν τότε να ψέλνουν αργά-αργά το ζ΄ εωθινό του βαρέως ήχου: «Ιδού σκοτία και πρωί» και στη συνέχεια ο Παπαστοιχειός κρατώντας τη λαμπάδα με το Άγιο Φως, άρχισε από την Ωραία Πύλη να προσκαλεί με το «Δεύτε, λάβετε φως» το λαό ν' ανάψει τις λαμπάδες του.
Και τότε ρώτησε πάλι:
-Έρδε Μπούμπουλης;
-Γιο, του απάντησαν.
Η ώρα όμως πέρναγε και άρχισαν να ψέλνουν το τροπάριο: «Την Ανάστασή Σου Χριστέ Σωτήρ», ενώ συγχρόνως άρχισε και η έξοδος από την εκκλησία, προς το μέρος της εξέδρας, που θα γινόταν η Ανάσταση. Σαν έφτασαν στην εξέδρα, ο Παπαστοιχειός άρχισε να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Στη μέση του Ευαγγελίου σταμάτησε και ξαναρώτησε:
-Έρδε Μπούμπουλης;
-Γιο, του απάντησαν, για τρίτη φορά.
Τότε ο δύστυχος τα χρειάστηκε, βρέθηκε σε αμηχανία, κοντοστεκόταν, δεν ήξερε τι να κάνει και συνέχιζε αργά - αργά την ανάγνωση, γιατί ήταν βέβαιος και ειδοποιημένος, πως ο Υπουργός θα ερχόταν.
Λίγο πριν από το τέλος του Ευαγγελίου και ενώ ήταν πια μεσάνυχτα, έκανε την εμφάνισή του ο Μπούμπουλης. Ψηλός και μεγαλόπρεπος όπως ήταν, με τα τσιγκελωτά μουστάκια του και φορώντας τη βελάδα και τα παράσημά του, πραγματικά άρχοντας εντυπωσίαζε όλους, καθώς περνούσε από δίπλα τους.
Σαν τέλειωσε το Ευαγγέλιο ο Παπαστοιχειός ρώτησε και πάλι:
-Έρδε Μπούμπουλης;
-Έρδεεε! του φώναξε ο κόσμος από την πλατεία της Ντάπιας.
Και τότε μόνο, γεμάτος από χαρά και αγαλλίαση έψαλλε, σε ήχο πλάγιο πρώτο, το Χριστός Ανέστη!
Η Ντάπια τότε σείστηκε ολόκληρη, από τις κροτίδες και τους δυναμίτες, τα τρίγωνα, τα φουσέκια και τις τρακατρούκες και οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν χαρμόσυνα.
Και ο Μπούμπουλης, κουνώντας αργά-αργά, πάνω κάτω τη λαμπάδα του, ευχήθηκε:
-Χριστός Ανεστήτουρι! (Χριστός Ανέστη).
Την εποχή εκείνη βουλευτής Σπετσών ήταν ο ναύαρχος, Γεώργιος Μπούμπουλης, που ήταν για κείνη την περίοδο και Υπουργός των Ναυτικών. Σ' όλο το νησί, είχε κυκλοφορήσει η είδηση πως βρισκόταν εκεί ο Υπουργός, που είχε έρθει για να κάνει Πάσχα, με την οικογένειά του, στην ιδιαίτερη πατρίδα του και το βράδυ, θα έκανε Ανάσταση, στον Άγιο Αντώνη στην Ντάπια, την εκκλησία που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. Στον Άγιο Αντώνη εφημέριος ήταν ο Αναστάσης Θεοχάρης, γνωστός σαν «Παπαστοιχειός». Τον έλεγαν έτσι γιατί στις παρέες όταν πήγαινε «στοίχειωνε» και δεν έλεγε να το κουνήσει. Ψάλτες ήταν ο καλλίφωνος Χαράλαμπος Μπογιατζής, ο παρανομαζόμενος και «Πλέον» και ο φάλτσος Άγγελος Σωτηρίου ή Μητροφάβας.
Μέσα στην εκκλησία είχε αρχίσει η ακολουθία του όρθρου της Κυριακής του Πάσχα και οι ψαλτάδες με πολλή κατάνυξη έψελναν τα τροπάρια. Είπαν και το τελευταίο «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον» και έγινε και η απόλυση και έσβησαν τα φώτα, αλλά ο Μπούμπουλης δεν είχε ακόμα παρουσιαστεί.
Ρώτησε τότε ο Παπαστοιχειός:
-Έρδε (ήρθε) Μπούμπουλης;
-«Γιο» (όχι) του απάντησε το εκκλησίασμα.
Οι ψαλτάδες άρχισαν τότε να ψέλνουν αργά-αργά το ζ΄ εωθινό του βαρέως ήχου: «Ιδού σκοτία και πρωί» και στη συνέχεια ο Παπαστοιχειός κρατώντας τη λαμπάδα με το Άγιο Φως, άρχισε από την Ωραία Πύλη να προσκαλεί με το «Δεύτε, λάβετε φως» το λαό ν' ανάψει τις λαμπάδες του.
Και τότε ρώτησε πάλι:
-Έρδε Μπούμπουλης;
-Γιο, του απάντησαν.
Η ώρα όμως πέρναγε και άρχισαν να ψέλνουν το τροπάριο: «Την Ανάστασή Σου Χριστέ Σωτήρ», ενώ συγχρόνως άρχισε και η έξοδος από την εκκλησία, προς το μέρος της εξέδρας, που θα γινόταν η Ανάσταση. Σαν έφτασαν στην εξέδρα, ο Παπαστοιχειός άρχισε να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Στη μέση του Ευαγγελίου σταμάτησε και ξαναρώτησε:
-Έρδε Μπούμπουλης;
-Γιο, του απάντησαν, για τρίτη φορά.
Τότε ο δύστυχος τα χρειάστηκε, βρέθηκε σε αμηχανία, κοντοστεκόταν, δεν ήξερε τι να κάνει και συνέχιζε αργά - αργά την ανάγνωση, γιατί ήταν βέβαιος και ειδοποιημένος, πως ο Υπουργός θα ερχόταν.
Λίγο πριν από το τέλος του Ευαγγελίου και ενώ ήταν πια μεσάνυχτα, έκανε την εμφάνισή του ο Μπούμπουλης. Ψηλός και μεγαλόπρεπος όπως ήταν, με τα τσιγκελωτά μουστάκια του και φορώντας τη βελάδα και τα παράσημά του, πραγματικά άρχοντας εντυπωσίαζε όλους, καθώς περνούσε από δίπλα τους.
Σαν τέλειωσε το Ευαγγέλιο ο Παπαστοιχειός ρώτησε και πάλι:
-Έρδε Μπούμπουλης;
-Έρδεεε! του φώναξε ο κόσμος από την πλατεία της Ντάπιας.
Και τότε μόνο, γεμάτος από χαρά και αγαλλίαση έψαλλε, σε ήχο πλάγιο πρώτο, το Χριστός Ανέστη!
Η Ντάπια τότε σείστηκε ολόκληρη, από τις κροτίδες και τους δυναμίτες, τα τρίγωνα, τα φουσέκια και τις τρακατρούκες και οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν χαρμόσυνα.
Και ο Μπούμπουλης, κουνώντας αργά-αργά, πάνω κάτω τη λαμπάδα του, ευχήθηκε:
-Χριστός Ανεστήτουρι! (Χριστός Ανέστη).
Έτσι παρέμεινε ιστορικό και παροιμιακό το γεγονός αυτής της Πασχαλινής βραδιάς, που δε θα ξεχαστεί ποτέ, γιατί διαδόθηκε σ' όλη την Ελλάδα.»