Η πέμπτη εβδομάδα της Σαρακοστής κλείνει με τη μνήμη της
Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που κοιμήθηκε ειρηνικά την 1η Απριλίου,
αλλά που για πνευματικούς κυρίως λόγους, η Εκκλησία όρισε να εορτάζεται την Ε΄
Κυριακή των νηστειών.
Αυτές τις
τελευταίες μέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο πνευματικός αγώνας των χριστιανών
κορυφώνεται. Το παράδειγμα της Οσίας έχει πολύ μεγάλη σημασία, εδώ
που το έβαλαν οι Άγιοι Πατέρες να γιορτάζεται. Προτού τελειώσει η νηστεία,
δηλαδή η σωματική και πνευματική προετοιμασία για την υποδοχή του Σταυρωμένου
και Αναστημένου Χριστού, η Οσία Μαρία δείχνει σε όλους μας ,
πόσο φιλάνθρωπος είναι ο Θεός, όταν τα τέκνα του – ακόμα και τα πιο
αμαρτωλά – αφήνουν τη ράθυμη ζωή της αμαρτίας, μετανοούν κι έρχονται
ειλικρινά να αποθέσουν τον εαυτό τους, μπροστά στην άπειρη αγάπη του Σταυρού
Του.
Ο βίος της Οσίας Μαρίας
μοιάζει πολύ με μυθιστόρημα. Βρισκόμαστε
στον 6ο αιώνα, την εποχή που αυτοκράτορας στο Βυζάντιο είναι
ο Ιουστινιανός.
Όταν η Μαρία ήταν δώδεκα χρονών ξέφυγε από τα χέρια των γονιών της και
έφυγε για την Αλεξάνδρεια, όπου ξεστράτισε από το δρόμο του Θεού και επιδόθηκε
στις ηδονές και στις απολαύσεις του σώματος. Με την ομορφιά της έγινε αφορμή να
παρασυρθούν πολλοί νέοι και να κάνουν άσωτη ζωή. Έτσι έζησε η
Μαρία για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια.
Κάποτε με
μια αμαρτωλή συντροφιά ξεκίνησε από
περιέργεια να πάει στα Ιεροσόλυμα, όπου πήγαινε πλήθος προσκυνητών,
για να παρευρεθούν στη γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Όταν έφτασε η Μαρία στα Ιεροσόλυμα θέλησε να μπει μέσα
στον Ιερό Ναό της Αναστάσεως, να δει την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Μα κάτι σαν
να την εμπόδιζε και δεν την άφηνε να προχωρήσει, ενώ όλος ο κόσμος έμπαινε στην
Εκκλησία χωρίς καμιά δυσκολία. Δοκίμασε ξανά. Και δύο και τρεις
και τέσσερις φορές, μα πάλι ή ίδια αόρατη δύναμη την
έσπρωχνε προς τα πίσω. Κι εκείνη η καρδιά που πλήγωνε τόσους άνδρες και τους
έριχνε στην αμαρτία, κατενύγη, πληγώθηκε και δάκρυσε. Κι αμέσως μέσα της, τα
πάντα πήρανε το δρόμο της αλλαγής, της μετάνοιας, της επιστροφής στο δρόμο του
Θεού. Βάζει εγγυήτρια την Παναγία και υπόσχεται: αν αφεθεί να μπει και να δει
τον Τίμιο Σταυρό, να μη μολύνει πιά το σώμα της με αμαρτία, παρά να το φυλάξει, με
αρετή και σωφροσύνη, μακριά από σαρκικές επιθυμίες και ηδονές. Και
- ω της φιλευσπλαχνίας σου φιλάνθρωπε Κύριε –
τώρα μπαίνει η Μαρία ευκολότερα μέσα στην Εκκλησία, προσκυνάει το Τίμιο
Ξύλο του Σταυρού και τηρώντας την υπόσχεση που έδωσε στην Παναγία,
φεύγει από τα Ιεροσόλυμα την ίδια μέρα. Περνά τον Ιορδάνη ποταμό και
προχωρεί στο βάθος της ερήμου. Εκεί, μόνη, σαν ένα αγριοπούλι της ερήμου, ζει
με προσευχή και με άσκηση, μια ζωή σκληρότατη και υπεράνθρωπη, επί σαρανταεπτά
χρόνια. Στα τέλη του βίου της, συνάντησε έναν ερημίτη, τον αββά
Ζωσιμά και τον παρακάλεσε να της φέρει τα Άχραντα Μυστήρια για
να κοινωνήσει. Ο Αββάς Ζωσιμάς της έφερε τη Θεία Κοινωνία
τον ερχόμενο χρόνο, τη Μεγάλη Πέμπτη. Και όταν ξανάρθε πάλι τον
ερχόμενο χρόνο, τη βρήκε νεκρή και δίπλα της γραμμένες αυτές τις
λέξεις: «Αββά Ζωσιμά, θάψον ώδε το σώμα της αθλίας Μαρίας. Απέθανον την
αυτήν ημέραν καθ’ ήν εκοινώνησα των Αχράντων Μυστηρίων. Εύχου υπέρ εμού».