Στ’ ακρογιάλια του Αιγαίου η άνοιξη βγαίνει από τη θάλασσα. Ένα πρωί ο αγέρας φέγγει πιο γαλάζιος, τα κύματα ξεδιπλώνουν στον άμμο το νέο ρυθμό με κοντές αναπνοές. Το πέλαγο μυρίζει φρεσκάδα, παντού το κεντάνε σύντομες απανωτές αστραψιές. Τότες ανοίγουν πάνω στα τρεμουλιάρικα νερά κύκλοι ασημένιοι, μ’ ένα χρώμα σαν το στήθος του παγονιού. Είναι αμέτρητοι, ο ένας μέσα στον άλλον, ο ένας κυνηγά τον άλλον. Έτσι ως τον ορίζοντα. Από τη μέση, από την καρδιά του ανθού της θάλασσας, βγαίνει η άνοιξη του Αιγαίου. Η Αναδυόμενη. Παντού πεταρίζουν άσπρες, γαλανές φτερούγες. Γιορτάζει ο αγέρας, η στεριά, τα λαφριά σύννεφα κι ο μεταξωτός ουρανός. Τα καράβια μέσα στο λιμάνι ισάρουν όλα τα πανιά να στεγνώσουν, κ’ είναι να κάθεσαι να τα βλέπεις. Στις ρηχοπατιές σειούνται, πιασμένα από τις μαλλιασμένες πέτρες του βυθού, λιγνά, μακριά τσουνιά από νερολούλουδα.
Τα φύλλα τους είναι ζωντανά, είναι ξανθιά. Απλώνουν ράθυμα κάτι νήματα από μαλακό μάργαρο, και κρεμάζουν αρμαθιές από μικρούς καρπούς, χρώμα άγουρο κερασί. Παντού είναι το πανηγύρι της νέας νιότης, που ξαναβαφτίστηκε στην αιώνια χαρά του Θεού. Χιλιάδες μικρά χρωματιστά ψάρια συνθέτουν, και πάλι στη στιγμή τσακίζουν τα μωσαϊκά του βυθού.
Αμέτρητα σαλιγκάκια, μικρά σα σπόροι του ροδιού, σηκώνουν στο φρέσκον ήλιο το σουβλερό καφκί τους, ψιλοδουλεμένο με πορτοκαλιά πλουμίδια. Έχουν τριανταφυλλιά νυχάκια, βγαίνουν και βοσκίζουν λαίμαργα το χνούδι από τις μουσκλιασμένες γιαλόπετρες. Απλώνεις να τα πιάσεις, και κείνα, μόλις νιώσουν από πάνω τους τον ίσκιο του χεριού, αφήνουν μπόι και βουλιάζουν, αμμοκούκουτσα ανάμεσα στ’ άλλα του βυθού. Τρέχα να τα βρεις. Έτσι βγαίνει η Άνοιξη από το Αιγαίο, βγαίνει από τα νερά και προχωρεί.
Στρατής Μυριβήλης, «Η Παναγιά η Γοργόνα» (απόσπασμα)