Ήταν τα χρόνια
εκείνα που ο πατέρας μου με έφερνε στην
Αίγινα και κάνοντας τη γνωστή του διαδρομή στην παραλία, περνούσε από τη φίλη
του τη Νεκταρία.
Η ματιά μου έπεφτε πάνω
στις λαμαρίνες, αριστερά στην είσοδο του μαγαζιού, που ήταν γεμάτες
λαχταριστά λαδερά φαγητά, όπως ντομάτες γεμιστές, μπάμιες,
φασολάκια, αλλά και κοτόπουλα στο φούρνο, σουτζουκάκια κι άλλα.
Δεξιά στην είσοδο του εστιατορίου μειλίχια και λιγομίλητη η κ.
Νεκταρία. Μου είχε κάνει εντύπωση αυτή η γυναίκα που κρατούσε
το μαγαζί αυτό ανοιχτό, χειμώνα – καλοκαίρι καταμεσής της παραλίας.
Απέναντι τα μανάβικα καΐκια, τα
ψαροκάϊκα, οι απλές βάρκες, η υδροφόρα.
Μνήμες εικόνες από μια
Αίγινα, μια παραλία γεμάτη ανθρώπινο μόχθο, κόπο, φτώχεια αλλά και αγώνα για
την επιβίωση.
Το «Μαριδάκι» ήταν η
γωνιά της Νεκταρίας, το στέκι πολλών
ανθρώπων του καθημερινού μόχθου και της βιοπάλης, που μετά τη δουλειά έβρισκαν
εκεί ένα πιάτο καλομαγειρεμένου φαγητού για να κορέσουν την πείνα τους.
Το «Μαριδάκι» ήταν όμως κι ένα στέκι, ένας γαστρονομικός
προορισμός για πολλούς ταξιδιώτες και επισκέπτες της Αίγινας. Μια φημισμένη
παραδοσιακή ταβέρνα.
Η Νεκταρία με τα
γευστικά φαγητά της χόρτασε και εύφρανε χιλιάδες πελάτες της όλες αυτές τις δεκαετίες. Η παρουσία της μέσα στην παραλία και στη ζωή της Αίγινας
ήταν καταλυτική και ευεργετική.
Το πρόσωπο της αναπόσπαστη ψηφίδα
της ανθρωπογεωγραφίας της Αίγινας. Η ίδια κρίκος μιας αλυσίδας
ανθρώπων του νησιού μας που με το ήθος, την προσωπική δουλειά και την προσφορά τους δημιούργησαν την αύρα και την ατμόσφαιρα εκείνης
της Αίγινας που αναπολούμε. Μιας Αίγινας με άλλες κλίμακες και συνθήκες πιο ανθρώπινης,
απλής , ατόφιας και ανεπιτήδευτης.
Η Νεκταρία
τα τελευταία χρόνια είχε αποχωρήσει από το μετερίζι της. Οι μυρωδιές, οι
οσμές και οι γεύσεις της όμως εξακολούθησαν
και θα εξακολουθούν να βασανίζουν
γλυκά τους ανθρώπους που είχαν την
ευλογία να γευτούν τα φαγητά της που μαγειρεύονταν με μεράκι και αγάπη.
Λένε πως κάποιοι άνθρωποι καθώς φεύγουν αφήνουν
πίσω τους μια αύρα που τους θυμίζει και τους
χαρίζει την αιωνιότητα.
Η Νεκταρία Αλυφαντή
έφυγε από την Αίγινα, αφήνοντας πίσω της
τις μνήμες και τις γεύσεις της δικής της σπιτικής κουζίνας. Το δέντρο της άφησε
πίσω του μεγάλη σκιά όπως αυτή που για πολλά χρόνια σκέπαζε, δρόσιζε και
ανακούφιζε τους ανθρώπους του μόχθου που έβρισκαν στο μαγαζί της μια σκιερή γωνιά
για να προσφαίσουν και να πιούν το κρασί τους, αγναντεύοντας τον ορίζοντα και
τη γαλήνια θάλασσα του Σαρωνικού.