Μια ουσιαστική παρέμβαση που αποσκοπεί στην κινητοποίηση των αρμοδίων υπηρεσιών για την επαναλειτουργία και απόδοση στην τοπική κοινωνία του κτιρίου του Καποδιστριακού Ορφανοτροφείου και μετέπειτα φυλακών, αποτελεί το πρωτοσέλιδο στο πολιτιστικό ένθετο του "Βήματος" της 27ης Σεπτεμβρίου με αφορμή την εικαστική παρέμβαση των τριών καλλιτεχνών.
Αναδημοσιεύουμε το άρθρο της Ίσμας Τουλάτου:
" Η
εγκατάσταση «Επιφυλακή» των καλλιτεχνών Κώστα Βαρώτσου, Βένιας Δημητρακοπούλου
και Δανάης Στράτου, στο πλαίσιο του αναβαθμισμένου Φεστιβάλ Φιστικιού,
επαναφέρει στην επικαιρότητα το αίτημα της αποκατάστασης του πρώτου δημόσιου
κτιρίου του ελληνικού κράτους
Τόπος
μάθησης και πολιτισμού αλλά και χώρος τιμωρίας. Το πρώτο δημόσιο κτίριο που
οικοδομήθηκε στο νεότερο ελληνικό κράτος. Ο λόγος για το Καποδιστριακό
Ορφανοτροφείο της Αίγινας, ένα μνημείο με ισχυρή συμβολική φόρτιση... Τριάντα
χρόνια συμπληρώνονται εφέτος από την απομάκρυνση των φυλακών από το εμβληματικό
του κτίριο που έκτοτε παρέμεινε κλειστό και σύμφωνα με τον ιστορικό Γιώργο Καλόφωνο, ο οποίος εφέτος έχει
την προεδρία της Οργανωτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Φιστικιού, της μεγάλης
εμπορικής και πολιτιστικής γιορτής του νησιού, «ίσως έφτασε η στιγμή να ανοίξει
εκ νέου στις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας μας και να λειτουργήσει και
πάλι ως τόπος πολιτισμού». Στο πλαίσιο αυτό η «Επιφυλακή», η εγκατάσταση που
δημιούργησαν από κοινού τρεις εικαστικοί καλλιτέχνες οι οποίοι ζουν και
εργάζονται για μεγάλα διαστήματα στην Αίγινα, ο Κώστας Βαρώτσος,
η Βένια Δημητρακοπούλου και η Δανάη Στράτου, είχε ως στόχο
να υπομνηματίσει μέσα από τη δύναμη της τέχνης το πολυτάραχο παρελθόν αλλά και
την ελπιδοφόρα δυναμική του μνημείου που συνδέεται άρρηκτα με την ίδρυση του
σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Mέρος ενός ευρύτερου συνόλου μνημείων που συνδέονται με την ίδρυση στην Αίγινα
του σύγχρονου ελληνικού κράτους, με την εγκατάσταση στο νησί της πρώτης
κυβέρνησης υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια, το Καποδιστριακό Ορφανοτροφείο
ανεγέρθηκε μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο (1828-1829) με κρατικούς και
ιδιωτικούς πόρους, σε οικόπεδο 20 στρεμμάτων που παραχώρησε η δημογεροντία του
νησιού, για να στεγάσει τα ορφανά του απελευθερωτικού αγώνα, και καλύπτει έναν
χώρο περίπου 11.000 τ.μ. (περίπου 5.000 τ.μ. κτιριακών εγκαταστάσεων και
περίπου 6.000 τ.μ. εσωτερικής αυλής). Εκτός από τη χρήση του για τη στέγαση και
τη βασική, μέση και επαγγελματική εκπαίδευση 750 ορφανών (με σχολεία,
εργαστήρια τεχνών, χειροτεχνίας κ.τ.λ.) το κτίριο υπήρξε ο τόπος ίδρυσης και
αρχικής λειτουργίας πολλών θεσμών του κράτους (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο,
Εθνική Βιβλιοθήκη, Ορυκτολογικό και Βοτανικό Μουσείο, Εθνικό Τυπογραφείο,
Εθνικό Νομισματοκοπείο, Βοτανικός Κήπος κ.τ.λ.). Στεγάστηκε εκεί επίσης η
νεοσύστατη Σχολή Ευελπίδων.
Μετά τον
θάνατο του Καποδίστρια και την ανατροπή της πολιτικής του, το κτίριο
χρησιμοποιήθηκε για μικρά χρονικά διαστήματα, ως στρατώνας, λοιμοκαθαρτήριο,
φρενοκομείο, τόπος στέγασης προσφύγων. Από το 1880 ως το 1984 λειτούργησε ως
φυλακή, μια χρήση που σφράγισε ανεξίτηλα την ταυτότητά του μετατρέποντάς το από
χώρο εκπαίδευσης και πολιτισμού σε τόπο εγκλεισμού και τιμωρίας. Ως σχετικά
πρόσφατα μάλιστα υπήρξε τόπος μαρτυρίου πολιτικών κρατουμένων.
«Μετά την κατάργηση των Φυλακών Αιγίνης και εν αναμονή της περιπόθητης
αποκατάστασης και αξιοποίησης του μνημείου από το υπουργείο Πολιτισμού έχοντας χαρακτηριστεί
διατηρητέο από την τότε υπουργό Μελίνα Μερκούρη, το κτίριο χρησιμοποιήθηκε
προσωρινά από τον δήμο για να στεγάσει, υπό αντίξοες συνθήκες, διάφορες
δραστηριότητες, όπως το Κέντρο Περίθαλψης Αγριων Ζώων κ.ά., καθώς και την
περιστασιακή οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων» σημειώνει και πάλι ο κ. Καλόφωνος. «Αποτέλεσμα
μακροχρόνιων αγώνων της τοπικής κοινωνίας» συνεχίζει ο ίδιος «το έργο
της αποκατάστασης του κτιρίου εντάχθηκε το 1997 στο Γ' ΚΠΣ με σκοπό να
μετατραπεί το τεράστιο αυτό οικοδόμημα σε διαχρονικό Μουσείο της Αίγινας. Με
σημαντικές καθυστερήσεις και έχοντας απορροφήσει περί τα 10 εκατ. ευρώ, το
κτίριο παραδόθηκε τελικά το 2009, ύστερα από 12 χρόνια, σε ημιτελή κατάσταση,
στην αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων και έκτοτε παραμένει κλειστό δίνοντας την
εντύπωση ότι αντιμετωπίζεται περισσότερο ως ημιτελές κτίριο μουσείου παρά ως
σημαντικό μνημείο της νεότερης ιστορίας του τόπου μας».
Ο κ. Καλόφωνος λέει πως είναι αίτημα της τοπικής κοινωνίας το κτίριο να ανοίξει
κάποια στιγμή και να είναι επισκέψιμο. «Υπάρχουν ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο
θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί» λέει συγκεκριμένα. Και συνεχίζει: «Αυτή
τη στιγμή μοιάζει πολύ δύσκολο να ολοκληρωθεί, και αυτό για διάφορους λόγους.
Ωστόσο υπάρχει πρόταση για σταδιακή αξιοποίηση. Μιλάμε για ένα γιγάντιο κτίριο
που θα μπορούσε να καλύψει πολιτιστικές ανάγκες του νησιού. Δεν μπορούμε να
περιμένουμε άλλα 30 χρόνια έως ότου ολοκληρωθεί... Οι σύγχρονες πολιτιστικές
δράσεις παγκοσμίως τείνουν συχνά να βρίσκουν στέγη σε χώρους εγκαταλελειμμένους
και αδιαμόρφωτους. Θα μπορούσε λοιπόν το κτίριο να ανοίξει σε υψηλού επιπέδου
πολιτισμικές δράσεις, μέχρι οι συνθήκες να επιτρέψουν τη σταδιακή ίσως
ολοκλήρωση της αποκατάστασής του. Σε ό,τι μας αφορά, έχουμε σκοπό να
επανέλθουμε με μια πρόταση στο υπουργείο ώστε του χρόνου να διοργανωθεί μια
πολύ σοβαρή εικαστική εκδήλωση μέσα στο κτίριο. Με την εφετινή εγκατάσταση
προσπαθήσαμε να μην αφήσουμε να χαθεί η συγκεκριμένη επέτειος. Θελήσαμε να
ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο σχετικά με ένα μνημείο το οποίο έχει αφεθεί στη μοίρα
του».
Από την πλευρά της, η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής,
Πειραιώς και Νήσων κυρία Στέλλα Χρυσουλάκη στέκεται ιδιαίτερα στην
ανάγκη της διασφάλισης της ασφάλειας σε σχέση με τη χρήση του μνημείου. «Αμεσα
εκπονείται από το υπουργείο Πολιτισμού σε συνεργασία με την Περιφέρεια Αττικής
σχέδιο ώστε να μπορέσει να αποδοθεί ένα μέρος του κτιρίου για την οργάνωση
εκδηλώσεων» λέει συγκεκριμένα. «Ολα αυτά όμως χωρίς να χάνουμε τον στόχο
που είναι η πλήρης αποκατάστασή του με σκοπό να αποτελέσει τοπόσημο εθνικού
ενδιαφέροντος» καταλήγει."