
Η πίτα είναι το άλλοθι ή η δικαιολογία γαι να υπενθυμίσουμε και να δηλώσουμε το παρόν μας.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Βρισκόμαστε στον 4ο αιώνα στην Καισάρεια της
Καππαδοκίας. Επίσκοπος της πόλης ο Βασίλειος, γόνος πολύτεκνης οικογένειας,
ασκητικός αλλά ακάματος κοινωνικός εργάτης με αυξημένο το αίσθημα ευθύνης
για τους ανθρώπους του, το ποίμνιό του, τις ψυχές που ο Θεός του
εμπιστεύτηκε. Φτώχεια, δυστυχία, πόνος, πείνα, ανέχεια. Και ο Βασίλειος τολμά
να κτυπήσει τις πόρτες των πλουσίων, να τους μιλήσει έντονα, με πάθος και να
τους αναγκάσει να δώσουν. Και η φωνή του, το κάλεσμά του βρίσκει ανταπόκριση.
Μαζεύεται μεγάλος όγκος νομισμάτων και κοσμημάτων που θα πρέπει τώρα με
κάποιο διακριτικό τρόπο να τα μοιράσει στους αναξιοπαθούντες της περιφέρειάς
του.
Έτσι λοιπόν σκαρφίζεται έναν έξυπνο τρόπο , ώστε
και να μοιραστούν τα πολύτιμα αντικείμενα και να μην θίξει την αξιοπρέπεια
κάποιων φτωχών αδελφών. Ζυμώνει μικρά ψωμάκια και μέσα σε αυτά βάζει από ένα
κόσμημα ή ένα νόμισμα και τα αφήνει τη νύχτα έξω από τις πόρτες των
ανθρώπων που έχουν ανάγκη. Έτσι και τροφή τους έδωσε αλλά και τρόπο για να
ζήσουν τις επόμενες μέρες εξαργυρώνοντας τα κοσμήματα ή τα νομίσματα με τρόφιμα
ή ρούχα που είχαν ανάγκη.
Εμείς περιοριζόμαστε μόνο στο εθιμοτυπικό και κοσμικό μέρος του
εθίμου.