Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Ο παπόρης

Ένα κείμενο του κ. Αργύρη Φορτούνα




Πριν λίγες μέρες μας άφησε ο Γρηγόρης Συριώτης, ή όπως ήταν πιο γνωστός στην Αίγινα με το παρατσούκλι,  που κληρονόμησε μαζί με το μαγαζί «ο Γρηγόρης ο Παπόρης».  Μαζί του έκλεισε  μια ιστορική σελίδα της Αίγινας.
Το μαγαζί αυτό είναι  το παλαιότερο που υπάρχει στο νησί.. Είναι το τελευταίο που απέμεινε  να μας θυμίζει τη χρυσή εποχή  της Αίγινας.  Η λειτουργία του κατά τους υπολογισμούς μου θα πρέπει να μετράει  τουλάχιστον ενενήντα χρόνια. Ο Μακαρίτης Γρηγόρης το είχε κληρονομήσει, χρόνια πριν,  από τον Νίκο Καρακατσάνη. Ποιά συγγένεια τους έδενε δεν το γνωρίζω. Ο Νίκος Καρακατσάνης είχε ιδρύσει αυτό το μαγαζί πολλά χρόνια πριν τον πόλεμο.  Το θυμάμαι, παιδί ακόμη, εκεί γύρω στο 1935 με 1936 ,  πέντε μ’ έξι ετών τότε, όταν η μητέρα μου μ’  έστελνε καμιά φορά να της αγοράσω καμιά κουβαρίστρα, ή βελόνα, ή κάποιο  κουμπί.
   Εκεί στου Παπόρη   εύρισκες οτιδήποτε είχε να κάνει με  ψιλικά, αλλά και  διάφορα  μικροαντικείμενα ή στολίδια.. Λίγες μέρες πριν την καθαρή Δευτέρα θυμάμαι τους αραδιασμένους πολύχρωμους  χαρταετούς κατά μήκους του  πεζοδρομίου   έξω από το μαγαζί του, πράγμα που συνέχισε και ο Γρηγόρης...Ο τότε «Παπόρης», εκτός των άλλων πουλούσε και γραμμόφωνα,, δίσκους των 75 στροφών, αλλά και βελόνες γραμμοφώνου που είχαν μεγάλη κατανάλωση, μια και μετά το παίξιμο κάθε  δίσκου, εκτός από το κούρδισμα ,  έπρεπε κανονικά ν’ αλλάξεις και  τη βελόνα.. Μέσα στο μαγαζί του υπάρχει   μια  μικρή πόρτα που οδηγεί  στο σπίτι του που είναι ακριβώς από πάνω. Εκεί έμενε μονάχος  για χρόνια ο Νίκος αλλά  νομίζω κι  ο Γρηγόρης  ο Παπόρης
 Πάνω από την εξώπορτα, από την έξω πλευρά,    ήταν από κείνα τα χρόνια ζωγραφισμένο ένα καράβι. Έτσι οι Αιγινήτες του κόλλησαν  το παρατσούκλι, «Παπόρης, ή «Παποράκης», ίσως γιατί ο συγχωρεμένος ο κυρ-Νίκος ήταν  λίγο κοντός στο  μπόι. .Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε Αιγινήτης που να μην έσερνε μαζί του ένα παρατσούκλι. Πολλές φορές ο κόσμος αγνοούσε το επίθετό του και γνώριζε μόνο το παρατσούκλι του. Ποτέ δεν έλεγε  κανείς  πως, πάω στο μαγαζί του Καρακατσάνη να ψωνίσω, αλλά στου Παπόρη. Είμαι βέβαιος, όπως άλλωστε συνέβαινε και σ’ εμένα που το έμαθα χρόνια αργότερα,  πως πολλοί δεν γνώριζαν καν το επίθετό του. 

Τα παλιά τα χρόνια στην Αίγινα  όλος ο κόσμος , τα πλοία  τα έλεγε  παπόρια. Έτσι τα είχα μάθει να τα λέω  κι εγώ, μια και τη σωστή λέξη «βαπόρι» δεν την είχα ποτέ μου ακούσει. Την έμαθα, και ομολογώ  πως με παραξένεψε, όταν κάποτε ρώτησα τον πατέρα, τι ώρα έρχεται το παπόρι που θα φεύγαμε για τον Πειραιά .και με διόρθωσε.
Ο Νίκος ο Παπόρης, ή Παποράκης, ήταν αδελφός της γυναίκας, του Γιώργου Πάσχα, που εκείνα τα χρόνια στη γωνία Αφαίας με το δρόμο που είναι το Δημαρχείο, διατηρούσε το μεγαλύτερο κατάστημα υφασμάτων στο νησί  Μέσα εκεί εύρισκες από τον φθηνότερο αλατζά μέχρι το εγγλέζικο κασμίρι. Το μαγαζί του Πάσχα  μπορούσε να συγκριθεί τότε   με τα καλύτερα της Αθήνας. Πάνω από το μαγαζί του, σε δύο ορόφους   ήταν και το σπίτι του, που έμενε με την οικογένειά του. Τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά.
Στο διάστημα της γερμανικής κατοχής που μείναμε  στην Αίγινα, ο Γιάννης Πάσχας, γιός του Γιώργου, ήταν  ο πρώτος Αιγινήτης που γνώρισα. Μείναμε φίλοι μέχρι το θάνατό του  αρκετά χρόνια πριν. Από τον Γιάννη τον Πάσχα άρχισα να γνωρίζω και άλλους Αιγινήτες, μέχρι που ήρθε στιγμή να γίνομαι μια μεγάλη παρέα. Τα βράδια μαζευόμαστε συνήθως στο σπίτι μου, αλλά και πολλές φορές και στο σπίτι του Γιάννη του Πάσχα. Εκεί έτυχε να γνωρίσω και τον θείο του Νίκο  Καρακατσάνη.  Έκτοτε  συναντηθήκαμε πολλές φορές κι είχαμε γίνει  σχεδόν φίλοι, παρά τη διαφορά της ηλικίας μας.. Όταν μαζευόμαστε στο σπίτι μου καλούσα κι εκείνον. Μαζί του έφερνε πάντα κι ένα γραμμόφωνο με δίσκους από τα τελευταία τραγούδια. Μ’ όλο που ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος, όπως άλλωστε και ο Γρηγόρης,, ήταν ένας  ευχάριστος συζητητής.

Ποτέ δεν τον είδα να κυκλοφορεί έξω στην Αίγινα με κάποιον φίλο ή γνωστό του. Πάντα τα μεσημέρια ή τα βράδια, σαν έκλεινε το μαγαζί του, έκανε τον περίπατό του μονάχος, στην παραλία της Αίγινας  με τα χέρια του πίσω και με μία φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη από τον ώμο του.
 Γνωρίζω πως άφησε  ένα καταπληκτικό φωτογραφικό αρχείο από την παλιά Αίγινα. Δεν ξέρω αν ο Γρηγόρης έχει συγγενείς που  μεταξύ των άλλων θα κληρονομήσουν και αυτό το αρχείο. Πάντως οι αρμόδιοι εδώ στην Αίγινα  θα πρέπει να φροντίσουν  να μάθουν, γιατί σίγουρα αυτό το αρχείο αποτελεί ένα πολύτιμο ιστορικό στοιχείο  για τον τόπο. Έχω δει αρκετές φωτογραφίες από τη συλλογή του Παπόρη και νομίζω πως επιβάλλεται ν’ ασχοληθεί και μάλιστα έγκαιρα, κάποιος αρμόδιος, πριν πέσει σε χέρια που θα την εκμεταλλευθούν κερδοσκοπικά.
Τόσο ο Νίκος, όσο και ο Γρηγόρης Παπόρης, είχαν καταπληκτικές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, Δεν είναι υπερβολή να πω, πως χαιρόσουν να κουβεντιάζεις μαζί τους, για οποιοδήποτε θέμα. Είτε αυτό αφορούσε τον τόπο τους, είτε την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, αλλά ακόμη και διάφορα ιστορικά θέματα. Δεν γνωρίζω αν είχαν τελειώσει γυμνάσιο, αλλά στην κουβέντα τους και ιδιαίτερα στην ανάλυση κάποιου θέματος, έδειχναν άνθρωποι με αρκετή  μόρφωση. Και αυτό δεν είναι υπερβολή. Και οι δυο τους διάβαζαν συνεχώς  διάφορα βιβλία τις  ώρες που δεν υπήρχε πελάτης.

Όταν νεώτερος κατέβαινα  τα πρωινά στην αγορά για ψώνια και περνούσα από την Αφαίας, έκανα πάντα μια στάση στο μαγαζί του Γρηγόρη. Έμπαινα να του πω μια καλημέρα, να χαζέψω τα διάφορα μικροαντικείμενα που πουλούσε και κυρίως τα παλιομοδίτικα είδη, αλλά περισσότερο να κουβεντιάσω   για  λίγο μαζί του. Όπως γράφω και παραπάνω στο μαγαζί του εύρισκες τα πάντα  σε ψιλικά, ακόμα και της περασμένης  παλιάς προπολεμικής εποχής.
 Θέλω ν’ αναφέρω εδώ ένα χαρακτηριστικό  παράδειγμα.
 Ο γαμπρός μου ο Γιάννης Ευσταθίου  μερικά χρόνια μετά τον πόλεμο,  βρήκε και αγόρασε εδώ στην Αίγινα ένα παλιό γραμμόφωνο με χωνί. Έλεγαν πως ήταν του Νίκου του Τσαρούχα –παρατσούκλι κι αυτό- που γύριζε τα βράδια  με το γραμμόφωνο στις διάφορες  ταβέρνες και  τα καφενεία και μάζευε  τα φιλοδωρήματα. Ήταν ένας τύπος  που έκανε κάθε είδους δουλειά..
Μαζί με το γραμμόφωνο  έδωσαν  στο γαμπρό μου  και αρκετούς δίσκους από την προπολεμική εποχή. των εβδομήντα πέντε στροφών. Το μόνο που δεν είχαν  να του δώσουν ήταν βελόνες. Έψαξε παντού στην Αθήνα αλλά και σε πολλές επαρχιακές πόλεις. Δεν μπόρεσε να βρει πουθενά, έτσι που οι δίσκοι δεν μπορούσαν να παιχτούν. Είχε απελπιστεί  πλέον πως δε θα μπορούσε να λειτουργήσει το παλιό γραμμόφωνο. Κάποια στιγμή το μυαλό μου έτρεξε  στον Γρηγόρη τον Παπόρη. Πράγματι   την επόμενη φορά που ήρθα στην Αίγινα πήγα στο μαγαζί του να τον ρωτήσω. Θυμάμαι ακόμα  εκείνο το φιλικό του και γεμάτο ικανοποίηση χαμόγελο, όταν χωρίς να μου απαντήσει   από ένα ράφι στο βάθος του μαγαζιού του  πήγε και κατέβασε κάτι κουτιά. Άνοιξε το ένα και έβγαλε από μέσα ένα μεταλλικό κουτάκι γεμάτο με βελόνες γραμμοφώνου, όπως τις πουλούσαν τα παλιά προπολεμικά χρόνια..
Θα ήθελα τελειώνοντας  να εκφράσω την ευχή, αν κατά κάποιον τρόπο μπορέσει αυτό το μαγαζί να διατηρηθεί όπως είναι Έτσι όπως είναι σήμερα το θυμάμαι κι απ’ τα πολύ παλιά χρόνια.. Αποτελεί  αναμφισβήτητα  ένα ιστορικό κομμάτι  του τόπου κι έτσι θα πρέπει να μείνει και στο μέλλον.
Α.Φ.
 
  Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Αργύρη Φορτούνα για  το κείμενο του που αποτελεί προδημοσίευση από το επόμενο βιβλίο του.
   Οι φωτογραφίες προέρχονται από την προσωπική  σελίδα  του Γρηγόρη Συριώτη στο Facebook