Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Ιουλία Περσάκη, το αφιέρωμα στην Αιγινήτισσα λογοτέχνη από την "Καθημερινή"



του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΘΗΝΑΚΗ
από: kathimerini.gr
    Οι ευτυχείς ανακαλύψεις, μικρής ή μεγάλης κλίμακας, έρχονται πολλές φορές από ’κεί που δεν το περιμένεις. Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, μία ομάδα δημοσιογράφων από τον αθηναϊκό Τύπο βρεθήκαμε προσκεκλημένοι του Δήμου Αίγινας και της Κοινωφελούς Επιχείρησής του, προκειμένου να παρακολουθήσουμε τις προετοιμασίες του Φεστιβάλ Φιστικιού, που φέτος ετοιμάζει μεγάλο αφιέρωμα στον Γιάννη Μόραλη, τους μαθητές του αλλά και τη σχέση του μεγάλου μας καλλιτέχνη με την Αίγινα. Κατά την ξενάγησή μας στο ―παραγνωρισμένο― νησί, ακούστηκε το όνομα της Ιουλίας Περσάκη (1895-1980), μιας χαμηλών τόνων διηγηματογράφου του Μεσοπολέμου, η οποία έζησε στην Αίγινα μεγάλο μέρος της ζωής της. Το μικρόβιο του αναζητητή προσωπικοτήτων που έζησαν στη σκιά της Ιστορίας χτύπησε μέσα μου επιτακτικά.
    Ποια είναι, λοιπόν, η Ιουλία Περσάκη, για την οποία μέχρι προχθές δεν είχα ακούσει τίποτα; Γεννημένη στην Αθήνα, το 1910, σε ηλικία 15 ετών δηλαδή, παντρεύτηκε έναν Έλληνα χρηματιστή και τον ακολούθησε στο Παρίσι, όπου σπούδασε νεοελληνική λογοτεχνία στη Σορβόννη και συνδέθηκε με την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου, μετέπειτα σύζυγο του Κώστα Βάρναλη. Δημοτικίστρια η ίδια, από το Παρίσι διατήρησε επαγγελματική σχέση με τα περιοδικά «Νουμάς» και «Πυρσός», ενώ ανήκε στις υπογραφές του Μανιφέστου Διαμαρτυρίας, το 1919, υπέρ της καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας, αντιτασσόμενη, μεταξύ άλλων, στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαο Πολίτη και τις ενστάσεις του.
   Όταν, το 1920, επέστρεψε στην Ελλάδα, αποφάσισε ν’ αποτραβηχτεί από το λογοτεχνικό «σινάφι» της εποχής και έτσι μετέβη στο εξοχικό της στην Αίγινα. Εκεί, ανέπτυξε σχέσεις με τον Νίκο Καζαντζάκη, με τον οποίο μάλιστα αντάλλασσαν επιστολές, παρότι δεν έμεναν σε μεγάλη απόσταση στο νησί, πιθανόν με τη βοήθεια ενός αγοριού που το χαρτζιλίκωναν για να τους κάνει τον αγγελιαφόρο. Οι σχέσεις των δύο λογοτεχνών παρέμειναν φιλικές, κατά πληροφορίες, ιδίως εάν λάβουμε υπόψη μας τις αναφορές για την αφοσιωμένη καθημερινότητα του Καζαντζάκη στο γράψιμο ―και μόνο― από τις πληροφορίες που μας δίνει η τότε σύζυγός του Γαλάτεια στο θυμωμένο της και μάλλον εκδικητικό της «Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι», που δημοσιεύθηκε λίγο προτού πεθάνει ο μεγάλος συγγραφέας το 1957.
     Η Ιουλία Περσάκη, έκτοτε, έγραφε ασταμάτητα. Επικεντρώθηκε στην καθημερινότητα της Αίγινας, στους ανθρώπους της, στη ζωή στο νησί. Μια κάποια αίσθηση είχαν προκαλέσει οι «Ιστορίες της κάθε μέρας» που δημοσίευσε το 1959 από την εκδόσεις της Εστίας, ―και όπως μας πληροφορεί, με πολλή χαρά, η ποιήτρια και μεταφράστρια Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, από τις εκδόσεις της Εστίας ετοιμάζεται ανθολογία, επιμελημένη και προσεγμένη, από το έργο της― με το περιοδικό της οποίας, «Νέα Εστία», είχε έτσι κι αλλιώς σχέση, δημοσιεύοντας αποκλειστικά διηγήματα. Τα αμιγώς ηθογραφικά διηγήματα της Ιουλίας Περσάκη είναι σαν μια λογοτεχνική ανασύσταση των ημερών της. Συγκινητική, ευθύβολη, με αυθεντική λαϊκότητα, φορές φορές στα όρια του μελό της εποχής, η συγγραφέας ανήκει στους προδρόμους της μεσοπολεμικής γενιάς συγγραφέων, ενώ παρέμεινε στη σκιά της λογοτεχνίας και, ίσως, μέχρι σήμερα ξεχάστηκε.
     Ο κριτικός Αλέξης Ζήρας τη συμπεριέλαβε, ευτυχώς για μας, στον έργο του «Η μεσοπολεμική πεζογραφία: Από τον πρώτο ώς τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σοκόλη το 1993. Λήμμα για την Ιουλία Περσάκη υπάρχει στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Ελληνικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Χάρη Πάτση (χ.χ.), αλλά και στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Πατάκη (2007). Αναζητώντας περισσότερα στοιχεία για την Περσάκη, βλέπω ότι κριτικές για τα διηγήματά της έχουν γράψει, μεταξύ άλλων, οι Φώτος Πολίτης (1927), Αλέξανδρος Κοτζιάς (1966), Κλέων Παράσχος (1927) και Μιχαήλ Περάνθης (1965).
    Στο λήμμα του λεξικού των εκδόσεων Πατάκη αναφέρεται ότι η Ιουλία Περσάκη χαρακτηρίζεται από τον «εξευγενισμό του τετριμμένου και του καθημερινού». Σκέφτομαι ότι η λογοτέχνις αυτή προσπάθησε να καταγράψει τη σύγχρονη, μικρογραφική ιστορία του νησιού και των ανθρώπων του, να κρατήσει ζωντανό ένα κάποιο ψήγμα της Αίγινας και του Σαρωνικού, της γλώσσας της εποχής. Ακόμη κι αν η ίδια ίσως εντάσσεται στους «πεζογράφους στη σκιά των μεγάλων», το έργο της αξίζει μιας δεύτερης ευκαιρίας ― ενδεχομένως για να μάθουμε ένα παρελθόν για πάντα χαμένο, γραμμένο από τα χέρια εκείνων που σιγανά και ταπεινά δημιούργησαν, προσπάθησαν και «έφυγαν»• ακόμη κι αν, τελικά, το έργο τους δεν ανήκει στα πρωτοκλασάτα της νεοελληνικής ή άλλης λογοτεχνίας.