Για όσους παρακολουθούν Θέατρο τις τελευταίες δεκαετίες ο Λευτέρης Βογιατζής
δεν είναι απλά ένας καλός ηθοποιός ή ένας μεγάλος σκηνοθέτης. Είναι σημείο αναφοράς
κάθε Θεατρικού χειμώνα. Με μνημειώδης σκηνοθεσίες στο ενεργητικό του
δημιούργησε σχολή στο Θέατρο και
φεύγοντας πλέον για πάντα αφήνει έντονο
το στίγμα του στο ελληνικό θέατρο. Όπως ανέφερε και ο Δημήτρης Λιγνάδης «ο
Λευτέρης μπορεί να πέθανε όμως οι πνευματικοί άνθρωποι μετακομίζουν στο έργο τους».
Και αυτό αφήνει ως τεράστια παρακαταθήκη.
Ο Λευτέρης Βογιατζής γεννήθηκε στην Αθήνα (Καλλιθέα)
το 1945. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια
παρακολούθησε θεατρικά μαθήματα στο Μαξ Ράινχαρτ Σέμιναρ (Max
Reinhardt Seminar) της Βιέννης και στη Σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη στην Αθήνα. Στο
θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973, στο ρόλο της Γιαγιάς, στον Κυριακάτικο
Περίπατο του Ζορζ Μισέλ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη. Ακολούθησαν
συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, την Έλλη Λαμπέτη την Ελεύθερη Σκηνή,
σε μια προσπάθεια ανανέωσης της επιθεώρησης. Τα χρόνια αυτά, έπαιξε πολλούς
ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου, μεταξύ άλλων: τον Άλφρεντ, στις Ιστορίες
από το Δάσος της Βιέννης του Χόρβατ, την επώνυμη ηρωίδα στη Λυσιστράτη
του Αριστοφάνη, τον Ευρυπίδη στους Βατράχους του Αριστοφάνη, τον
Ταρτούφο, στον Ταρτούφο του Μολιέρου κ.ά.
Το 1981 ίδρυσε την Εταιρία Θεάτρου Η Σκηνή, με
τη συνεργασία έξι ακόμα ηθοποιών. Σκηνοθέτης έγινε από ανάγκη. Είχαμε σκεφτεί κάποιον άλλον για τη Σκηνή.
Μετά είπαμε, όμως, πώς θα μας σκηνοθετήσει κάποιος που δεν μας ξέρει; Κάπως
έτσι έγινε κι έπεσα στα βαθιά. Αναγκάστηκα, δηλαδή, να δεχτώ κάτι που
συνέβαινε. Από τότε είχα τον εαυτό μου ως ηθοποιό σε δεύτερη μοίρα, παρότι
υπήρχαν στιγμές που απελευθερωνόταν ο ηθοποιός κι είχε κάποιες καλές στιγμές. (Lifo) Από το 1982
έως το 1987 σκηνοθέτησε και έπαιξε στα έργα: Η Σπασμένη στάμνα του
Χάινριχ φον Κλάιστ, Οι Αγροίκοι του Κάρλο Γκολντόνι, Συμφορά από
το πολύ μυαλό του Αλεξάντερ Γκριμπογέντοφ, Σε φιλώ στη μούρη... του
Γιώργου Διαλεγμένου, για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολου
Κουν το 1987. Το 1988 ίδρυσε τη θεατρική
ομάδα Νέα Σκηνή, όπου με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών παρουσίασε
συστηματικά έργα που καλύπτουν το τρίπτυχο: κλασικό έργο, σύγχρονο έργο αιχμής
και νεοελληνικό έργο. Το 1989 σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στον Θείο Βάνια του
Άντον Τσέχωφ (Βάνιας) και το 1991 στο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ Ρίπερ,
Ντένε, Φος (Φος), που ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Παράλληλα, το 1989, στην απαρχή της
ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα, ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου
Δράματος, σκηνοθετώντας την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Μία Αντιγόνη κλειστού
χώρου, όπου κυριάρχησε «η ένταση του τραγικού ψιθύρου». Με τους μαθητές του
συνεχίζει τη διερεύνησή του στις απαρχές του ελληνικού θεάτρου, ανεβάζοντας την
αναγεννησιακή κρητική κωμωδία Κατσούρμπος του Γεωργίου Χορτάτζη.
Επιστρέφοντας στους επαγγελματίες ηθοποιούς,
το 1995, ανεβάζει ένα ακόμα σύγχρονο ελληνικό έργο, τη σατιρική κωμωδία των
Δημήτρη Κεχαΐδη - Ελένης Χαβιαρά Με δύναμη από την Κηφισιά.
Ακολουθούν επιτυχημένες παραστάσεις όπως: Ο Μισάνθρωπος του
Μολιέρου (1996), Ελένη του Ευριπίδη (1996) σε σκηνοθεσία Γιάννη
Χουβαρδά, η πολυβραβευμένη Νύχτα της κουκουβάγιας του Γιώργου
Διαλεγμένου (1998), Οι Πέρσες του Αισχύλου (1999) και Τέφρα και
σκιά του Χάρολντ Πίντερ (2000). Το 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην
Ελλάδα Σάρα Κέην, το Καθαροί πια, όπου κρατά τον ρόλο του Τίνκερ. Το
2003, σκηνοθετεί το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη Σ' εσάς που με ακούτε και
για δεύτερη φορά έργο της Σάρα Κέην, το Crave (Λαχταρώ).
Ακολουθεί το
2004 ένας δεύτερος Μολιέρος (Το Σχολείο των γυναικών) και τον επόμενο
σκηνοθετεί και παίζει σ’ ένα ακόμα έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το Bella
Venezia, για το οποίο αποσπά το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής Κάρολος
Κουν. Το 2006 κλείνει το Φεστιβάλ Επιδαύρου με την Αντιγόνη του
Σοφοκλή σε νέο ανέβασμα, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η ίδια παράσταση ανοίγει το
Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Το 2007 ανεβάζει και πρωταγωνιστεί στην Ήμερη του
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ακολουθούν τρία θεατρικά έργα: το Ύστατο σήμερα του
Χάουαρντ Μπάρκερ, το Θερμοκήπιο του Χάρολντ Πίντερ και Ο Τόκος του
Δημήτρη Δημητριάδη, τα οποία σκηνοθετεί και ανεβάζει ο ίδιος στο ανακαινισμένο Θέατρο
της Οδού Κυκλάδων, που αποτελεί τη θεατρική του στέγη.
Τον Αύγουστο του 2012 αποθεώνεται στην Επίδαυρο μετά
το τέλος της πρεμιέρας του Μολιερικού Αμφιτρύωνα, που έμελλε να είναι
και το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε. Τον Απρίλιο του 2013 θα επανερχόταν στη
σκηνή του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων με το Θερμοκήπιο του
Χάρολντ Πίντερ, με ανανεωμένο καστ και τον ίδιο να ερμηνεύει τον ρόλο του Ρουτ.
Η πρεμιέρα είχε προγραμματιστεί για τις 8 Μαΐου
αλλά λόγω αδιαθεσίας του οι παραστάσεις ακυρώθηκαν.
Οι εμφανίσεις του στον κινηματογράφο υπήρξαν λιγοστές.
Συμμετείχε σχεδόν αποκλειστικά σε ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τον
οποίο τον συνέδεε μεγάλη φιλία (Τα οπωροφόρα της Αθήνας, Αθήνα-Κωνσταντινούπολη,
Beautiful people, Ονειρεύομαι τους φίλους μου, Η γυναίκα που
έβλεπε τα όνειρα, Βαριετέ, Μελόδραμα). Έπαιξε, επίσης, στις ταινίες Ανατολική
Περιφέρεια του Βασίλη Βαφέα, Ρόζα του Χριστόφορου Χριστοφή
και Ακροπόλ του Παντελή Βούλγαρη.
Ο Λευτέρης Βογιατζής έφυγε από την ζωή στις 2 Μαΐου
2013, χτυπημένος από την επάρατο νόσο. Αφοσιωμένος στην τέχνη του, γνωστός για
την πειθαρχία και τις κοπιαστικές πρόβες που αφιέρωνε στην κάθε παράσταση. Το
κάθε ένα από τα έργα που σκηνοθετούσε ήταν δουλεμένο στην εντέλεια και
αποτελούσε θεατρικό γεγονός. Καλλιτέχνης που επέλεγε πάντοτε τον δύσκολο δρόμο
για να κάνει θέατρο, για τον Λευτέρη Βογιατζή ο κάθε συγγραφέας, κάθε έργο,
ήταν άλλη μια συνάντηση, άλλος ένας κόσμος, άλλη μια απόπειρα να γνωρίσει
καλύτερα τον εαυτό του. «Λειτουργεί μια περίεργη συμμαχία κάθε φορά, γίνεται
μια αλληλεπίδραση. Ο συγγραφέας σε κάνει να ανακαλύψεις πράγματα για τον εαυτό
σου και μετά περπατάς πάνω στα δικά σου χνάρια, τα οποία όπως παραδέχθηκες χάρη
σ’ αυτόν. Τα έργα που κάνω είναι σαν να έχουν τελειώσει. Δεν έχω και καλή
μνήμη» ανέφερε σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα Το Βήμα.
Βιογραφικά στοιχεία από το blog «Σαν σήμερα».